Αγία Κυριακή.
Το γεφύρι της Αμπελακιώτισσας στον Κάκαβο.
Ο Κότσαλος είναι ο σπουδαιότερος παραπόταμος του Ευήνου ποταμού. Το τμήμα του Κότσαλου μεταξύ των συμβολών του με το Κοζιτσιάνικο ρέμα και το Λομποτιανίτικο ρέμα λέγεται Κάκαβος. Σε μια βαθιά χαράδρα που ο Κάκαβος στενεύει ανάμεσα στ’ απόκρημνα βράχια κι ένα πέτρινο γεφύρι με καμάρα ενώνει τις δύο απότομες όχθες.Το γεφύρι κτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στη θέση υπάρχοντος ξύλινου γεφυριού και ενώνει την Άνω Χώρα με την Αμπελακιώτισσα. Ο δρόμος πάνω στο γεφύρι είναι λιθόστρωτος και δεξιά και αριστερά υπήρχαν πεζούλια για προστασία. Το φαράγγι του Κάκαβου παρουσιάζει ένα σπάνιο σύνολο, από πυκνή βλάστηση πλατάνια, καστανιές, έλατα, πουρνάρια, άγριο περιβάλλον από βράχους και κρημνούς, δροσερές και γάργαρες πηγές και όλα αυτά τα συμπληρώνει το ποτάμι Κότσαλος με τα αρκετά νερά του.
Tο γεφύρι του Κάκαβου ενώνει στο στενότερο σημείο του, τις απόκρημνες πλαγιές του φαραγγιού. Το χτίσιμο του ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα. Το μήκος του είναι 15 μέτρα, το πλάτος του περίπου 2 ενώ το ύψος του από την κοίτη του ποταμού ξεπερνάει τα 10 μέτρα.Ολόκληρο το γεφύρι είναι χτισμένο με έξοχη κοκκινωπή πέτρα από τη γύρω περιοχή. Οι Ηπειρώτες μάστορές του χρησιμοποίησαν συνδετικό υλικό την «μουρτζουλάνα» μείγμα άμμου και μιας ύλης αντίστοιχης με το σημερινό τσιμέντο.
Αισθητικά το γεφύρι δημιουργεί την εντύπωση ότι προβάλλει απ’ τον ένα βράχο και σβήνει στον άλλο.Το γεφύρι διευκόλυνε τη συγκοινωνία και τις ανάγκες της επικοινωνίας με το διπλανό χωριό την Άνω Χώρα. Απ’ το λιθόστρωτο δρόμο του περνούσαν ταξιδιώτες, αγωγιάτες με τα μουλάρια τους, πραματευτάδες, ταχυδρόμοι, τσοπάνηδες με τα κοπάδια τους, προσκυνητές του μοναστηριού.
Μονή Αμπελακιώτισσας.
Ιδρύθηκε το 1455 όταν, όπως θέλει η παράδοση, ένας βοσκός από το χωριό βρήκε μια εικόνα της Θεοτόκου κάτω από ένα δέντρο που σώζεται ακόμα και σήμερα. Η εικόνα αυτή λέγετε ότι προερχόταν από το χωριό Αμπελάκια Θεσσαλίας το οποίο λεηλάτησαν οι Οθωμανοί μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο πρώτος ναός χρίστηκε το 1456, ενώ από το 1475 στην μονή βρίσκεται λάρνακα με το δεξί χέρι του Αγίου πολυκάρπου, πρώτου επίσκοπου Σμύρνης.
Κατά τα χρόνια της επανάστασης το Μοναστήρι υπήρξε κρησφύγετο οπλαρχηγών, και καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα μετά την πτώση του Μεσολογγίου.
Σήμερα το Μοναστήρι φροντίζει ο υπέργηρος πατήρ Ραφαήλ. Έχουν αρχίσει επισκευές στα κτίσματα ώστε να δώσουν ξανά ζωή στη μονή που πριν από λίγα χρόνια είχε ερημωθεί και απειληθεί με κατάρρευση. Κατά την επίσκεψη στο μοναστήρι αξίζει να θαυμάσετε το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι που χρονολογείτε από την ανακαίνιση του ναού το 1847 καθώς και τις χρωματιστές παραστάσεις στις πλευρές του ναού.
ως θησαυρός αγιάσματος φέρων εκάστοτε,
αγιάζει πάντας τους προστρέχοντας εικόνα σου την θείαν
φιλήσοντας,
τήν ούσαν στήριγμα ψυχών και κραταίωμα λαού,
καί βεβαία ελπίς τοις τιμώσι σε."
Στίχοι: Μακαριστού Μητροπολίτη Χριστοφόρου.
Το Καθολικό είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο και με ημικυκλική αψίδα που έχει επτά αβαθείς κόγχες. Η στέγη είναι δίριχτη κεραμοσκέπαστη σ’ όλα τα κλίτη. Έργο του 1847 είναι ο ναός. Τούτο μας πληροφορεί η επιγραφή της ανακαίνισης που είναι εντοιχισμένη στο υπέρθυρο τόξο της πρόσοψης.
Κ(ΑΙ) (ΚΩΝΣΤΑΝ)ΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΩΝ (ΙΕ)ΡΟΜΟΝΑΧΩΝ ΚΑΙ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
ΔΗΜΗΤΡ)ΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ. ΚΑΙ ΠΑΝΤΩΝ
(ΤΩ)Ν ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΩΝ (Χ)ΡΙΣΤΗΑΝΩΝ, 1847 ΑΩΜΖ
ΑΠ(ΡΙΛΙΟΥ) Α`. Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΕΤΟΣ ΤΗ(Σ)
ΕΚΚΛ)ΗΣΙΑΣ 1456 (ΑΥΝστ`)
(Ο ΑΡΧΙ)ΤΕΚΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΣ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΥΠΗΡΟΤΗΣ ΕΚ ΤΟΥ
ΧΩΡΙΟΥ ΣΤΡΑΤΖΙΝΑ).
Όλοι οι τοίχοι εξωτερικά είναι διακοσμημένοι με λιθανάγλυφα στολίδια, όπως ανθρώπινα κεφάλια, δένδρα, λιοντάρια και άλλα ζώα. Στην πρόσοψη του ναού απολαμβάνει ο προσκυνητής τις διακοσμητικές παραστάσεις σκαλισμένες στη φαιά πέτρα, που δείχνει την τέχνη και το μεράκι του Ηπειρώτη πελεκάνου.
Από αρχειακά στοιχεία επιβεβαιώνεται η χρονολογία της ανακαίνισης. Μάλιστα οι Μοναχοί έσπευσαν να κατεδαφίσουν τον παλαιό ετοιμόρροπο ναό και να κτίσουν το σημερινό χωρίς να αναμείνουν το αρχιτεκτονικό σχέδιο που θα φιλοτεχνούσε το Γραφείο Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Εσωτερικών, πράγμα που προκάλεσε και την οργή του.
Ο ναός χαρακτηρίστηκε το 1962 από την πολιτεία ως οικοδόμημα που χρειάζεται ειδική προστασία. Το εσωτερικό του ναού είναι λιτό. Δεν έχει τοιχογραφίες αλλά το ξυλόγλυπτο τέμπλο του με τις απλές διακοσμητικές παραστάσεις, όπου κυριαρχεί η κληματαριά με τα σταφύλια, είναι αρκετά αξιόλογο.
Ο ναός, όπως μας πληροφορεί σχετική ενθύμηση σε παλαιό Μηναίο της Μονής, εγκαινιάστηκε στις 23 Μαΐου 1854 από τον Επίσκοπο Ναυπακτίας Άνθιμο. Στο χώρο του Μοναστηριού δεξιά απ’ το ναό υπάρχει κτίριο με 16 κελιά, έργο του 1935, όπως μας πληροφορεί η εντοιχισμένη επιγραφή επί ηγουμενίας Αρχιμ. Ησαΐα Παπαγεωργίου. Το κτίριο με τα κελιά που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του ναού παρουσιάζει ενδιαφέρον. Είναι διώροφο και στην ημιυπόγεια στοά βρίσκονται οι αποθήκες. Στην ανατολική πετροπελεκητή είσοδο σώζεται η υπέρθυρη σκαλιστή χρονολογία 1815.
Δεξιά της κεντρικής εισόδου της αυλής του Μοναστηριού είναι εντοιχισμένη λιθοσκάλιστη επιγραφή:
ΚΙΛΕΙ ΚΙΛΕΙΟΝ ΜΟΥ·
ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΜΟΥ ΚΑΙ
ΑΥΡΙΟΝ ΑΛΛΟΥ ΚΑΙ ΟΥ
ΔΕΠΟΤΕ ΤΙΝΟΣ.
ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ
ΙΑΚ. ΛΕΛΟΥΔΑ 1898.
Τούτη προέρχεται από γκρεμισμένο κελί που βρισκόταν στο χώρο όπου βρίσκεται το νεόχτιστο ηγουμενείο και δείχνει με θυμόσοφο λαϊκό τρόπο τη ματαιότητα των εγκοσμίων.
"Τον επίσκοπον Σμύρνης, και φρουρόν νυν θερμότατον
τής μονής Κοζίτσης, τον Πολύκαρπον άπαντες,
αινέσωμεν εν πίστει οι πιστοί, ως τάματα παρέχοντα
ημίν·
θεραπεύει γαρ αλάλους, παραλύτους συσφίγγει·
τούς δε την χείρα προσκυνούντας των κινδύνων απαλλάττεται."
Στίχοι: Ανδρέα Ευσταθίου Παλαμά
Σε φερτή πέτρα, που βρισκόταν σε χωράφι του Μοναστηριού και την περιμάζεψε με ξεχωριστό ενδιαφέρον ο ιερομόναχος π. Ραφαήλ, υπάρχει η επιγραφή
ΕΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
ΑΜΠΕΛΑΚΙΟΤΙΣΙΣ ΚΟΖΙΤΣΙΣ
ΕΝ ΜΙΝΙ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ Ι 1860 ΕΤΟΥΣ
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΤΙΜΑ ΝΕΟΦΥΤΕΥΤΟΣ
ΑΜΠΕΛΟΣ ΔΕΝΔΡΩΝ Α ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΚ
ΧΙΡΟΣ ΤΩΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΑΠΟΠΕΡΑΤΟΘΗ ΕΙΣ ΤΑ 1872 Ε`
Μέσα στο ναό διασώζονται τα ιερά κειμήλια, τα οποία προσδίδουν τιμή και αίγλη στο Μοναστήρι.
-Η λατρευτική εικόνα της Παναγίας (0,48χ0,33). Η Παναγία δεν είναι βρεφοκρατούσα, αλλά εμφανίζεται σε προτομή με γυρμένο το κεφάλι και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Είναι ζωγραφισμένη πάνω σε ξύλο και το στέμμα που είναι χαρακτηριστικό της γνώρισμα μας οδηγεί στον τύπο της Παναγίας των Αγγέλων. Η είκόνα ανήκει τεχνοτροπικά στον 17ο αιώνα και πιθανόν ο ζωγράφος να ήταν επηρεασμένος από κάποιο παλαιότερο πρότυπο. Στην καλλιτεχνική επένδυση της εικόνας βρίσκεται η επιγραφή:
1820 Μ(ΑΙ)ΟΥ 4. ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ
ΘΕΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΙΣ ΚΒ ΗΓΟΥΜΕΝΕΒΟΝΤΟΣ
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Π(Α)Π(Α)ΛΟΓΗ ΕΝΤΕΧΝΕΥΣΙ
ΝΙΚΟΛΟΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
-Το χέρι του Αγίου Πολυκάρπου, Επισκόπου Σμύρνης. Τούτο διατηρείται σε επαργυρωμένη και επιχρυσωμένη θήκη. Στην επιχρύσωση είναι σκαλισμένη η παράσταση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και ο λόγος του Αρχαγγελου ΠΝΕΥΜΑ ΑΓΙΟΝ ΕΠΕΛΕΥΣΕΤΑΙ ΕΠΙ ΣΕ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΙΣ ΥΨΙΣΤΟΥ ΕΠΙΣΚΙΑΣΕΙ ΣΟΙ. Στην άλλη πλευρά υπάρχει η γραφή
ΑΨηΒ (1792) Μαΐου α`. ΑΥΤΗ Η ΧΕΙΡ ΤΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ ΚΕΙΜΗΛΙΟΝ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΤΙΣΣΗΣ ΜΟΝΗΣ ΕΝ ΚΟΖΙΤΣΙ. ΗΡΓΥΡΩΤΑΙ ΔΙ ΕΞΟΔΟΝ ΤΟΥ ΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΩΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙ ΑΝΑΧΩΝΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΔΑΜΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΖΙΤΖΑΝΟΥ.
-Αργυρή Λάρνακα. Το ιερό χέρι είναι τοποθετημένο σε αργυρή λάρνακα που έχει την επιγραφή:
ΑΨηΒ (1792) Νοεμβρίου Α. Δέησις προς τον Άγιον Πολύκαρπον του οσιωτάτου Γρηγορίου και των συναδέλφων αυτού Αρσενίου, Νεοφύτου και Ανανίου εκ Μονής Κοζίτσης η Κοίμησις της Θεοτόκου της Αμπελακιωτίσσης. Έργον Ν. Δαμιανού εκ Κοζίτσης.
Στις πλευρές της λάρνακας έχουν σκαλιστεί από άξιο τεχνίτη 36 πολυπρόσωπες παραστάσεις με το βίο του Χριστού της Παναγίας και προσωπογραφίες αγίων. Η Λειψανοθήκη είναι εντυπωσιακό έργο τέχνης και υπομονής.
-Αργυρή Λειψανοθήκη. Είναι στρογγυλή και στο εσωτερικό της έχει 12 μικρές θήκες, όπου είναι τοποθετημένα ισάριθμα οστά αγίων και οσίων. Την Λειψανοθήκη αυτή κατά την παράδοση δώρισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στον Ηγούμενο Τιμόθεο. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει και η επιγραφή:
ΤΙΜΟΘΕΩ ΤΩ ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΩ 1470
-Αρτοφόριο. Είναι ξύλινο με τρεις παραστάσεις και πλήθος επιγραφών. Ανάμεσα στις άλλες επιγραφές:
Αωξδ (1864) ΟΚ(ΤΩ)ΒΡΙΟΥ 12 χείρ Ιω(αννου).
Δια συνδρομής των Πατέρων και Δαπάνης της ιεράς
Μονής Κοζήτσας Παναγίας Αμπελακηοτήσις. 1864.
-Σταυρός. Είναι ξυλόγλυπτος με παραστάσεις αγίων. Είναι ωραίο δείγμα μικροτεχνικής εργασίας. Αργυρώθηκε από τον Ν. Δαμιανό στα 1792.
-Επιτάφιος της Μαριώρας. Είναι εξαιρετικής τεχνικής και προέρχεται από το φημισμένο καλλιτεχνικό εργαστήρι της Μαριώρας Φερζουλάχη, που ήταν από τις ονομαστότερες κεντίστρες της Πόλης. Στο κάτω μέρος του Επιταφίου η επιγραφή:
ΣΚΗΝΟΣ ΑΓΙΟΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΙΡΟΔΙΚΙΟΥ
ΜΟΝΗΣ ΤΕ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΙΣ ΧΩΡΙΟΝ ΚΟΖΙΤΣΑ ΤΟΥΝΟ-
ΜΑ ΣΥΝΔΡΑΜΟΝΤΟΣ ΜΕΝ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΙΕ-
ΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ. ΠΟΝΟΣ ΜΑΡΙΩΡΑΣ ΑΨΛΕ.
Μονή Βαρνάκοβας.
Ιστορία.
Η Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι ένα από τα ιστορικότερα Μοναστήρια της Ελλάδας. Ιδρύθηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, το έτος 1077, από τον Όσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη και γρήγορα ανεδείχθη σε θρησκευτικό κέντρο μεγάλης ακτινοβολίας, θέση που διατηρεί μέχρι και σήμερα, αποκαλούμενη ως "η Αγία Λαύρα της Ρούμελης". Το χαρακτηριστικό της όνομα, Βαρνάκοβα ή Βερνίκοβα (ή Βερνίκωβα), είναι πιθανόν σλαβικής (σερβικής ή ρωσικής) προέλευσης.
Η Μονή βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού Φωκίδας, στο Δήμο Ευπαλίου, 25 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ναυπάκτου, στον παλαιό δρόμο του Λιδωρικίου. Είναι κτισμένη πάνω σε έναν μικρό λόφο στις παρυφές των Βαρδουσίων Ορέων και σε υψόμετρο 750 περίπου μέτρων, ανάμεσα σε πυκνό δάσος από δρυς και αγριοκαστανιές, με πλουσιότατη θέα προς την ορεινή Ναυπακτία, τη Δωρίδα, το Όρος Γκιώνα και τον ποταμό Μόρνο.
Ανάμεσα στα αξιοθέατα μεγάλου αρχαιολογικού και θρησκευτικού ενδιαφέροντος της Βαρνάκοβας, δεσπόζει η εικόνα της Παναγίας, η οποία χρονολογείται από κτίσεως του ναού. Η εικόνα φέρει εμφανές ράγισμα κατά μήκος του προσώπου της Θεοτόκου, το οποίο σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες δημιουργήθηκε από τοπικό σεισμό που συνέβη στις 15 Αυγούστου 1940, την ώρα του τορπιλισμού του ευδρόμου Έλλη στην Τήνο.
Όπως αναφέρει η κτητορική επιγραφή, η Μονή ιδρύθηκε το 1077, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Ζ' Δούκα (ή Παραπινάκη) (1071-1078) και Οικουμενικού Πατριάρχου Κοσμά Α' Ιεροσολυμίτου (1075-1081). Ιδρυτής της ήταν ο Όσιος Αρσένιος ο Βαρνακοβίτης, μοναχός καταγόμενος από την Καρυά Δωρίδας. Επί αυτοκράτορος Αλεξίου Α' Κομνηνού (1081-1118) και Οικουμενικού Πατριάρχου Νικολάου Γ' Κυρδινιάτη (ή Γραμματικού) (1084-1111), ολοκληρώνεται η κατασκευή του μοναστικού συγκροτήματος, ενώ ιδρύεται δεύτερος και μεγαλοπρεπέστερος ναός το 1148. Εν τω μεταξύ η Μονή κατέχει αρκετά μετόχια στην γύρω περιοχή, με μερικά από αυτά να προέρχονται από αφιερώσεις των Κομνηνών, γεγονός που μαρτυρεί την ακτινοβολία της εκείνη την περίοδο. Στις αρχές του 13ου αιώνα, όπως αναφέρεται στο κτητορικό της Μονής για το έτος 1212, ζούσαν στη Βαρνάκοβα 96 ιερομόναχοι και διάκονοι, ενώ η περιουσία του Μοναστηριού ήταν μεγάλη, ανάλογη του κύρους του.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204, το Μοναστήρι τέθηκε υπό το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1359) και παρέμεινε εντεταγμένο σε αυτό για όσο το Δεσποτάτο υπήρχε (δηλαδή ως το 1359, οπότε και ενσωματώθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Οι Κομνηνοί, άρχοντες του Δεσποτάτου, αγάπησαν τόσο πολύ την Παναγία τη Βαρνάκοβα, ώστε μερικοί εξ αυτών επέλεξαν το Καθολικό της Μονής ως τόπο ενταφιασμού τους. Μάλιστα, τουλάχιστον δύο από αυτούς έγιναν μοναχοί: ο Αλέξιος, με το όνομα Ακάκιος, ο κάποτε ηγούμενος, και ο πατέρας του Εμμανουήλ, με το όνομα Ματθαίος. Το 1919, ο αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος ανακάλυψε τους τάφους τους κάτω από το δάπεδο του εσωνάρθηκα, ενώ σώζονται μέχρι σήμερα στη Μονή οι επιτύμβιες πλάκες.
Ανάλογη με τους Κομνηνούς εύνοια προς το Μοναστήρι λέγεται πως επέδειξαν και οι τελευταίοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, οι Παλαιολόγοι.
Μετά το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, προς τα τέλη του 15ου αιώνα, η παράδοση θέλει τη Μονή να πυρπολείται μερικώς και κατόπιν να γνωρίζει παρακμή. Η Βαρνάκοβα, πάντως, επανέρχεται στην Ιστορία λίγα χρόνια αργότερα, το 1520, όταν ηγούμενός της αναλαμβάνει ο Όσιος Δαυίδ (1520-1532). Η Μονή γνωρίζει τότε σημαντική ακμή, ενώ εκεί λειτουργεί, από τις αρχές του 16ου αιώνα (πριν από το 1550) και ως το 1900, περίφημο Κρυφό Σχολειό σε επίπεδο Σχολαρχείου.
Ακολουθεί έπειτα δύσκολη περίοδος, καθώς οι Τούρκοι κλέβουν την περιουσία του Μοναστηριού, το οποίο μετά λεηλατείται στα πλαίσια διενέξεων Τούρκων και Βένετων (1687-1699). Σε μία περίοδο διαδοχικών εχθροπραξιών, η Βαρνάκοβα κατορθώνει να συντηρείται χάρη αφ' ενός στη χρήση διπλωματίας του τότε ηγουμένου Ιακώβου, αφ' ετέρου στις καλές σχέσεις της με τους Βένετους, οι οποίοι κατείχαν ακόμη τη Ναύπακτο, κοντά στην οποία ανήκαν τα περισσότερα κτήματά της.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Μονή διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ως εθνικό και πατριωτικό κέντρο. Υπήρξε κρησφύγετο-ορμητήριο πολλών Κλεφτών και Αρματωλών της γύρω περιοχής (λ.χ. Δήμος Σκάλτσας ή Σκαλτσοδήμος, Κωνσταντάρας ή Ζαχαριάς, Καλύβας κ.ά.), ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που ενεπλάκη σε ένοπλη αντιπαράθεση με τους Τούρκους, λόγω της φιλοξενίας κυνηγημένων Ελλήνων οπλαρχηγών.
Κατά το έκτο έτος της επανάστασης (1826), λίγες εβδομάδες μετά την Άλωση του Μεσολογγίου, δύναμη 4.000 Τούρκων του Κιουταχή, προελαύνοντας προς τα ανατολικά, πολιορκεί την Βαρνάκοβα. Ηγούμενος είναι τότε ο Κοσμάς Θεοχάρης. Μαζί με τους μοναχούς, μέσα στο μοναστήρι βρίσκονται αρκετοί οπλαρχηγοί της περιοχής και όχι μόνο (π.χ. Κίτσος Τζαβέλας). Η πολιορκία κρατάει ημέρες, ωστόσο οι Τούρκοι αδυνατούν να καταλάβουν το μοναστήρι. Ύστερα από επανειλημμένες προσπάθειες εκπόρθησης των οχυρώσεών του χωρίς επιτυχία, αποφασίζουν μυστικά να σκάψουν υπόγεια, κάτω από τη Μονή, με σκοπό να την ανατινάξουν. Το μυστικό τους προδίδεται στους μοναχούς από έναν Αλβανό και στις 26 Μαΐου αποφασίζεται έξοδος, η οποία και πραγματοποιείται, με απώλεια δύο μοναχών και ενός λαϊκού. Η Βαρνάκοβα, έπειτα, ανατινάζεται, για να ξαναχτιστεί μετά από πέντε χρόνια, το 1831, με (μάλλον προσωπική) επιχορήγηση 1.800 φοινίκων από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος θεωρείται και δεύτερος κτήτωρ της Μονής.
Με την σύσταση του νεοελληνικού κράτους, λειτουργεί ξανά, χωρίς να έχει την ίδια περιουσία, ούτε την ίδια έκταση, όπως άλλοτε. Μετά το 1985 η Μονή θα ερημωθεί, αλλά από το 1992 και έπειτα επαναλειτουργεί από γυναίκες μοναχές, με επικεφαλής την ηγουμένη Θεοδοσία Ανδρικοπούλου.
Από την κτίση της μέχρι και σήμερα, η Παναγία Βαρνάκοβα πιστεύεται πως έχει στο ενεργητικό της πλήθος θαυμάτων, μερικά εκ των οποίων καταγράφονται σε βιβλία που έχει εκδόσει η ίδια η Μονή.
Αρχιτεκτονική.
Ο σημερινός ναός είναι τρίκλιτος βασιλική με τρούλο, αμφικλινής, κεραμοσκεπής, κτισμένος δια λαξευτών λίθων, ενώ εξωτερικά, στα δεξιά της εισόδου του, υπάρχει δίλοβο κωδωνοστάσιο. Ο νάρθηκας και ο κυρίως ναός διαιρούνται σε τρία κλίτη από δύο σειρές κιόνων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι κίονες του εξωνάρθηκα ως μοναδικοί σωζόμενοι από τον παλαιό ναό. Το δάπεδο αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος του από θαυμάσια μαρμαροθετήματα του 11ου αιώνα, τα οποία είναι και το μοναδικό στοιχείο διακόσμησης που διασώζεται, καθώς οι τοιχογραφίες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα από την περίοδο 1831-1838, κατά την οποία ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων ο ναός.
Γρανίτσα.
Απλωμένο στους πρόποδες των Βαρδουσίων και σε υψόμετρο 600-760 μέτρων, το Διακόπι βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μικρές βουνοκορφές, της Παναγίας και του Προφήτη Ηλία, ενώ στα πόδια του απλώνεται η τεχνητή λίμνη του Μόρνου. Συνορεύει με τα χωριά Κάλλιο, Κλήμα και Δάφνος.
Η αρχική θέση του χωριού βρισκόταν περίπου ένα χιλιόμετρο βορειότερα, στην τοποθεσία "παλαιοχώρια" από την οποία οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν σταδιακά στη σημερινή του θέση λόγω του ηπιότερου κλίματος και των τρεχούμενων νερών. Για το λόγο αυτό, ορισμένες πηγές πιθανολογούν οτι το πρώτο όνομα που παίρνει το χωριό είναι Παλαιοχώρι ενώ σύμφωνα πάλι με άλλες, ο οικισμός αρχικά ονομάζεται Τετράπολη επειδή τα σπίτια του δε βρίσκονται συγκεντρωμένα αλλά διασκορπισμένα σε τέσσερα σημεία. Το όνομα όμως με το οποίο σίγουρα καθιερώνεται και "αντέχει" ως τις 9.9.1927 - ημερομηνία μετονομασίας του σε Διακόπι [ΦΕΚ 261/1927] - είναι Γρανίτσα.
Τα χρόνια της επανάστασης του 1821 βρίσκουν τη Γρανίτσα, όπως και τα γύρω χωριά, να δικιμάζονται σκληρά από τις τουρκικές διώξεις. Συχνά καταφύγιο αλλά και σημαντικός τόπος δράσης για τους εξεγερμένους, τα Βαρδούσια (μέσα στις λεγόμενες αποκλείστρες). Λέγεται συγκεκριμένα οτι οι κάτοικοι έβρισκαν κατά κύριο λόγο καταφύγιο στην Σπηλιώτισσα, η οποία βρίσκεται πάνω από το Μαναστήρι της Αγίας Μαρίνας, στην κορυφή του βουνού.
Από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, ο πληθυσμός της αυξανόταν συνεχώς και η Γρανίτσα μαζί με την Αρτοτίνα αποτελούν τα "κεφαλοχώρια" της περιοχής. Ο αριθμός των κατοίκων (που εκείνη την εποχή λέγεται οτι έφτανε τους 1600 περίπου) πρέπει να ήταν και ο κύριος λόγος για τον οποίο κατά τη διοικητική διαίρεση του 1869 η Γρανίτσα, γίνεται πρωτεύουσα του Δήμου Υαίας στο οποίο ανήκουν και τα χωριά: Κλήμα, Τριβίδι, Κονιάκος, Λούτσοβος, Βοστίνιτσα [ΦΕΚ 57/31-12-1869]. Μετά το 1921, η Γρανίτσα αποτελεί πιά ξεχωριστή κοινότητα μέχρι το 1927 που μετονομάζεται σε Διακόπι. Σύμφωνα με τους παλαιότερους, το όνομα απότελεί φόρο τιμής από τους Γρανιτσιώτες στον ήρωα Αθανάσιο Διάκο που έδρασε και διέμεινε στην περιοχή κατά την περίοδο της επανάστασης.
Οι δεκαετίες που ακολουθούν αναγκάζουν ολόκληρη την περιοχή της Ορεινής Δωρίδας να μετρά συνεχώς τις πληγές της. Ο Πόλεμος ενάντια στους Γερμανούς θα "αποδεκατίσει" τα ορεινά αυτά χωριά ενώ αρκετές από τις μαύρες σελίδες του εμφυλίου θα γραφτούν πάνω στα βουνά της.
Κάλλιο.
Το σημερινό Κάλλιο είναι ένας καινούριος οικισμός στις όχθες της λίμνης του Μόρνου , ο οποίος χτίστηκε το 1980 όταν ο παλιός καταποντίστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης . Βρίσκεται χτισμένο σε υψόμετρο 460 μ. και σε απόσταση 14 χλμ από το Λιδορίκι.
Ο παλιός οικισμός ήταν χτισμένος δίπλα στα ερείπια του αρχαίου Καλλίου ( ή Καλλίπολη) . Ηταν η σημαντικότερη αιτωλική πόλη της περιοχής , κέντρο ,πιθανότατα, ολοκλήρου του αιτωλικού έθνους των Οφιονέων . Η πόλη άκμασε μετά το 400 π.Χ. αλλά παρουσία πολιτισμού σημειώνεται από τα γεωμετρικά χρόνια έως και την πρωτοχριστιανική εποχή . Τον 9ο αιώνα μ.Χ. σύμφωνα με τα ευρήματα , το Κάλλιο παραδίδει την σκυτάλη της διοίκησης της περιοχής στο Λιδορίκι .Σήμερα σώζονται τα υπερκείμενα της λίμνης τείχη του αρχαίου κάστρου.
Λευτέριανη.
Κατηφορίζοντας προς τη Λευτέριανη το πρώτο που συναντάμε είναι τα Λιβαδάκια. Στις μέρες μας είναι γεμάτα έλατα , πουρνάρια, και γενικότερα είναι μία περιοχή πλούσια σε χλωρίδα και πανίδα. Αν σταθεί κάποιος τυχερός ίσως συναντήσει και κάποιο ζαρκάδι ή κάποιο άλλο ζώο που έχουν βρει καταφύγιο στην περιοχή. Πριν από χρόνια το μέρος έσφυζε από ζωή τους καλοκαιρινούς μήνες καθώς ήταν οικισμός από διάφορες οικογένειες του χωριού.
Μια ξεχωριστή θέση έχει ο ¨Καστανόλογγος¨. Είναι μία πλαγιά γεμάτη κάστανα, όπου παλιότερα γινόταν το μάζεμα των κάστανων από όλο σχεδόν το χωριό.
Ενώ αρχίζει δειλά δειλά να φαίνεται το χωριό το ένα τοπίο διαδέχεται το άλλο. Η συνέχεια είναι ένα ξεχωριστό κομμάτι του χωριού, ο ¨Πουρναρόσταλλος¨ όπου είναι μία από τις πιο γνωστές πηγές στην περιοχή. Με το θρόισμα των φύλλων και το παγωμένο νερό που τρέχει μέσα από τα έγκατα της γης και καταλήγει σε μία πέτρινη βρύση νομίζει κανείς ότι βρίσκεται σε ένα διαφορετικό μέρος. Με το πέρασμα των χρόνων έχει διαμορφωθεί ο χώρος ανάλογα, με ξύλινα παγκάκια, μεγάλα ξύλινα τραπέζια και ένα σκέπαστρο από ξύλο, ώστε να δένει με το υπόλοιπο κομμάτι της φύσης. Στο χώρο αυτό επίσης υπάρχει μία υπαίθρια ψησταριά ώστε αν θέλει κάποιος με την παρέα του να ψήσει. Από αυτό το σημείο μόλις που φαίνεται το χωριό, μα ολόγυρα το μάτι δεν χορταίνει το πράσινο.
Αφού κάνουμε τη στάση μας και απολαύσουμε τη θέα αρχίζει η κατηφόρα και μας δίνεται η ευκαιρία για μία ακόμη στάση στον ¨Γαύρο¨. Εκεί θα ξαποστάσουμε στην πηγή που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Αν επιθυμεί κάποιος μπορεί να ανηφορήσει προς την πηγή και να συναντήσει τους μικρούς καταρράκτες που δημιουργούνται καθώς αναβλύζουν τα νερά από την πηγή. Ολόγυρα από την πηγή υπάρχουν πλατάνια και σχεδόν απέναντι υπάρχει το γήπεδο του χωριού στο οποίο κάθε καλοκαίρι δίνονται διάφοροι αγώνες.
Λίγο πριν το χωριό υπάρχει ένα από τα πιο όμορφα σημεία, ο ¨Κατεργάρης¨. Αυτό το κομμάτι όσες φορές και να το επισκεφθεί κάποιος πάντα θα ανακαλύπτει κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό. Ο ήχος που έρχεται από το ρέμα σου γεννά την περιέργεια να ανακαλύψεις από που προέρχονται όλοι αυτοί οι διαφορετικοί ήχοι. Ξεκινώντας κάποιος από το ρυάκι συναντά τα πρώτα πλατάνια και ο συνδυασμός των δέντρων, των ήχων και των ζώων που μπορεί να πεταχτούν δημιουργεί περιέργεια για να ανέβει πιο ψηλά. Με το που θα συναντήσει την πρώτη ¨λούμπα¨ - λίμνη, μαγεύεται από το θέαμα. Ολόγυρα γίνεται ένα παιχνίδι χρωμάτων, ήχων και η φύση καλωσορίζει τον καθένα με το πιο όμορφο χαμόγελό της. Οι καταρράκτες ¨γεννούν¨ τις λίμνες, και θέλοντας από μόνες τους να είναι όμορφες φροντίζουν να ανανεώνουν το νερό από τους ίδιους τους καταρράκτες. Φαντάζεται κανείς ότι έχει βρεθεί σε άλλη εποχή και άλλο περιβάλλον. Έχοντας μία ¨γκλίτσα¨ μαζί η άνοδος γίνεται πιο εύκολη και πιο σίγουρη για κάποιον που δεν έχει περπατήσει στη φύση. Επίσης μία φωτογραφική μηχανή είναι καλός φίλος και μάρτυρας ώστε να αποτυπωθούν οι εικόνες. Η κάθοδος θέλει λίγο προσοχή γιατί κάποιες πέτρες μπορεί να γλιστράνε λίγο παραπάνω. Κάποιοι θαρραλέοι μπορούν να βουτήξουν και στα ¨βρούδια¨ που τόσο όμορφα έχει φταίξει η ίδια η φύση.
Φτάνοντας στον κεντρικό δρόμο λίγα μέτρα παρακάτω τρία πλατάνια έχουν ενωθεί μεταξύ τους και απλώνουν τον δροσερό ίσκιο τους. Ώστε να ξαποστάσει ο καθένας και να δει απέναντι ένα άλλο εγκαταλελειμμένο σημείο του χωριού το ¨Ίσιωμα¨ και τον Αϊ – Νικόλα ή ¨Πούρι¨ που είναι ακριβώς από κάτω από τα πλατάνια.
Λίγο πιο πάνω από τα πλατάνια συναντάμε το πρώτο ξωκλήσι του χωριού την «Αγία Παρασκευή» η οποία είναι προστάτιδα του χωριού, όπως και πολλών άλλων γειτονικών χωριών.
Πολύ παλιότερα δίπλα στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής ήταν το νεκροταφείο του χωρίου. Όμως για γεωλογικούς λόγους το νεκροταφείο μεταφέρθηκε στην ¨Παναγία¨ που είναι στο κέντρο σχεδόν του χωριού, ακόμη όπου μέχρι και σήμερα είναι το τελευταία απάγκιο των Λευτεριάνων. Αν κατεβούμε προς τα εκεί συναντάμε ακόμη ένα ρέμα που διασχίζει ένα μεγάλο κομμάτι του χωριού και περνώντας το γεφυράκι μπορεί κάποιος να βρεθεί στην πλατεία του χωριού. Το κέντρο συνάντησης όλων των χωριανών.
Αν πάλι κάποιος ακολουθήσει τον κεντρικό δρόμο του χωριού εκεί θα ακούσει νερά που τρέχουν στο ρέμα από τη ¨βρύση του Γύφτου¨.
Παρατηρώντας κάποιος βλέπει ότι το νερό έρχεται από ακόμη πιο ψηλά. Σηκώνοντας τα μάτια βλέπει ένα καταπράσινο βουνό και διαπιστώνει ότι από εκεί αναβλύζει άλλη μια πηγή. Όσο πλησιάζει κανείς πιο κοντά στην πηγή τόσο περισσότερο του γεννάται η περιέργεια να βρει τη ρίζα του ¨Κεφαλόβρυσου¨. Η φύση σε αυτή την πηγή είναι άλιωτη. Τα ¨βρούδια¨ - λούμπες – είναι μικρότερες και το έδαφος είναι πιο πετρώδες από τις άλλες πηγές. Βέβαια κάποια ζεστά καλοκαίρια τα νερά δεν φτάνουν μέχρι κάτω στο ρέμα, γιατί «στερεύει» η πηγή. Οι καταρράκτες είναι επίσης όμορφοι και επιβλητικοί στο αντίκρισμα τους. Ο δρόμος προς το γυρισμό είναι γοητευτικός, σε συναρπάζει η θέα του ¨Αφορισμένου¨, που είναι γεμάτο δέντρα και σπάρτα όπως και σε αρκετά άλλα σημεία της διαδρομής.
Στην επόμενη στροφή φαίνεται ένα άλλο εκκλησάκι. Ο ¨Άγιος Νεκτάριος¨ που στις 9 Νοεμβρίου πολύ χωριανοί πάνε εκδρομή στο χωριό. Είναι η μόνη μέρα που λειτουργεί η εκκλησία.
Πίσω από το σχολείο υπάρχει μία παιδική χαρά που μπορούν τα μικρά παιδιά να παίξουν. Η πλατεία μαζεύει όλες τις ηλικίες. Τα μικρά από νωρίς και οι ηλικιωμένοι, ενώ μέχρι αργά τη νύχτα μένουν οι έφηβοι και οι μεσήλικες. Επίσης υπάρχει ένα μνημείο πεσόντων χωριανών από τον πόλεμο και μια μικρή βρύση.
Από την πλατεία φαίνεται, ξεχωρίζεις τις συνοικίες: Τσούκα, Κορδελιό, Καλοϊρίνα, Παλιάμπελο και άλλες. Θέλοντας κάποιος να ξεφύγει από τον κόσμο και να ξαναγυρίσει κοντά στη φύση μπορεί να περπατήσει με κατεύθυνση τον ¨Αϊ – Γιώργη¨. Περπατώντας τα σπίτια λιγοστεύουν, τα δέντρα και γενικότερα η φύση μας απορροφά. Λίγο πιο κάτω υπάρχει μία ακόμη βρύση που παλιές ιστορίες, θρύλοι, λένε ότι υπήρχαν νεράιδες που «χτυπούσαν» όταν σκοτείνιαζε όποιον ήταν εκεί. Ο δρόμος είναι μακρύς μα ευχάριστος και λίγο πριν φτάσουμε στον ¨Αϊ – Γιώργή¨ με το εκκλησάκι και τα βουνά γύρω, η θέα είναι κάτι το ξεχωριστό. Ολόγυρα φαινόταν κάποια γειτονικά χωριά, όπως η Μηλιά, ο Πλάτανος, στο βάθος. Κάθε χρόνο ανήμερα του ¨Αϊ – Γιωργιού¨ ανοίγει η εκκλησία, και γίνεται λειτουργία το πρωί όπου μαζεύεται το χωριό.
Τα αξιοθέατα δεν σταματούν εκεί, υπάρχει λίγο πιο κάτω ο ¨Αϊ – Γιάννης¨ όπου παλιά γινόταν πανηγύρι. Σήμερα ο κόσμος πάει για βόλτα να απολαύσει τη θέα να ηρεμήσει, να πιει άφοβα νερό από την τρεχούμενη βρύση και να απολαύσει κάθε ομορφιά της ορεινής Ναυπακτίας.
Αυτό που δεν πρέπει να χάσει κανείς είναι ο μύλος, που βρίσκεται στο κάτω μέρος του χωριού. Παλιά στη Λευτέριανη υπήρχαν δύο μύλοι. Όπως είναι φυσικό ο μύλος βρίσκεται δίπλα στο ποτάμι μια που παλιά λειτουργούσε. Πηγαίνοντας κάποιος εκεί βλέπει άλλο ένα κομμάτι του χωριού και έχοντας ακούσει διάφορες ιστορίες από ανθρώπους που είδαν να λειτουργεί ο μύλος νομίζεις ότι μεταφέρεσαι και εσύ στο παρελθόν και ζεις σε μια άλλη εποχή γεμάτη ζωή. Αν κάποιος έχει μεράκι για ψάρεμα ίσως πιάσει κάποιο από τα ψάρια που υπάρχουν στο ποτάμι.
Σε ένα μικρό χωριό σα τη Λευτέριανη, που πολλές φορές ούτε οι χάρτες δεν το δείχνουν, δε μπορεί να φανταστεί κανείς ότι υπάρχουν τόσες πολλές ομορφιές με τόσα αξιόλογα πράγματα. Το σπουδαιότερο από όλα είναι ότι όποια εποχή και να επισκεφθεί κάποιος τη Λευτέριανη έχει να του χαρίσει κάτι το διαφορετικό. Το φθινόπωρο είναι στολισμένο με κάθε λογής απόχρωση του καφέ, κίτρινου, πορτοκαλί, κόκκινου. Το χειμώνα το χιόνι και το κρύο, σε κάνει να νιώθεις ότι είσαι σε κάποια χώρα της βόρείας Ευρώπης. Ενώ την άνοιξη δεν χορταίνεις τα χρώματα της φύσης με κυρίαρχο το πράσινο και τις υπέροχες μυρωδιές από όλων των λογιών τα λουλούδια και δέντρα. Τα νερά από παντού αναβλύζουν και ακούγεται σαν τον ομορφότερο ήχο που έχεις ακούσει. Ενώ το καλοκαίρι φωνές χαράς, ευτυχίας δένουν με τα υπέροχα χρώματα από τις κερασιές, τις καρυδιές, τα σπάρτα και όλα τα υπόλοιπα δέντρα που υπάρχουν.
Παλαιοχώρι (Τυμφρηστού).
Λευτέριανη.
Την Ελευθέριανη την διασχίζουν τέσσερα ρέματα. Ερχόμενοι από Ναύπακτο 2 χμ έξω από το χωριό είναι ο Κατεργάρης που στην πορεία του συναντάται με το Ματζανόρεμα στην τοποθεσία Αποστόλης, όπου υπήρχε και ο παλιός νερόμυλος. Μέσα από το χωριό περνάνε δύο ρέματα, το Γυφτόρεμα που χωρίζει τον πέρα μαχαλά από το κυρίως χωριό, και το Βρυσουλόρεμα που ενώνονται στην θέση Μότσιος και συνεχίζοντας συναντιούνται με το Ματζανόρεμα στην τοποθεσία Τσατάλι στα Νότια του χωριού και στη ρίζα του βουνού Μαλαθούνα. Συνεχίζοντας την πορεία τους και τα τέσσερα ρέματα ενωμένα συναντάνε τη Δρακόβρυση, η οποία είναι πολύ μεγάλη πηγή που ενώνει τα νερά της με τα ρέματα και έτσι δημιουργείται το Λευτεριάνικο ποτάμι το οποίο συναντάται πιο κάτω με τον Κότσαλο, παραπόταμο του Εύηνου.
Η Ελευθέριανη συνορεύει με τα εξής χωριά: Νότια με Ποκίστα και Νοτιοδυτικά με Μηλιά, Ανατολικά προς το Τσακαλάκι με Άνω Χώρα και Ανθόφυτο, Βορειοδυτικά με Πόδο και Δυτικά με Χώμορη και Αγία Τριάδα. Νότιο Ανατολικά με Σύμη και Παλιόπυργο.
Η Λευτέριανη σήμερα πλέον αποτελεί ένα από τα έντεκα δημοτικά διαμερίσματα του δήμου Πυλήνης. Στα χρόνια της ακμής της, τις αρχές του 1950, έφτασε να αριθμεί 760 ψυχές. Στην τελευταία απογραφή (2001), δήλωσαν παρών 220 νοματαίοι. Το χειμώνα που μας πέρασε όμως, για κάμποσες βδομάδες δεν κάπνισε ούτε ένα σπίτι. Δεν ήταν έτσι όμως το χωριό , τη δεκαετία του 50. Η φτώχια και η ανημποριά ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν για να στήσουν τη ζωή τους σε άλλους τόπους. Όπου και να πάνε όμως οι Λευτεριάνοι δεν ξεχνάνε τον τόπο τους. Η Λευτέριανη ζει μέσα από τις αναμνήσεις των παιδιών της, μέσα από τους συλλόγους που στήθηκαν για χάρη της. Όποτε τους δίνεται ευκαιρία ανηφορίζουν για τα κονάκια τους. Αρκετοί συνταξιούχοι περιμένουν πως και πως τον ερχομό της άνοιξης για να ρίξουν άγκυρα στα σπίτια που έχτισαν με κόπο, να ανακατέψουν τα χώματα, να βάλουν καμιά ντομάτα για το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι, με δυο καφενεία ανοιχτά, το χωριό βάζει τα καλά του και περιμένει να αγκαλιάσει τα παιδιά του που σμίγουν με ορόσημο το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, να γλεντήσουν και να θυμηθούν τα περασμένα.
Κοζίτσα.
ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΛΥΚΩΝ ΣΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΩΡΙΔΑΣ.
Θα αφήσουμε να είναι αυτό το μέλλον της Άγριας Ζωής στην Χώρα μας;
Να απαγορευθεί το κυνήγι άμεσα.
Να ιδρυθεί "ΦΥΣΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΒΑΡΔΟΥΣΙΩΝ-ΣΑΡΑΝΤΑΙΝΑΣ-ΚΡΑΒΑΡΩΝ".
ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΑΡΑΝΤΑΙΝΑΣ.
Να προστατευθεί το παρθένο Δάσος Οξυάς, που είναι και το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης της Οξυάς στην Ευρώπη.
Να προστατευθεί ο νοτιότερος βιότοπος της Καφέ Αρκούδας στην Ευρώπη.
ΝΑ ΙΔΡΥΘΕΙ ΑΜΕΣΑ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΑΡΚΟ "ΒΑΡΔΟΥΣΙΩΝ-ΣΑΡΑΝΤΑΙΝΑΣ-ΚΡΑΒΑΡΩΝ".
(*) ιδιώτης=κοιτάξτε λίγο την ετοιμολογία της λέξης στην Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, που διατηρήθηκε και στην Αγγλική.
Στάγια.
Πουγκάκια.
Το χωριό περιβάλλεται από τα Γαρδικιώτικα βουνά , από την Σαράνταινα και τα Κοκκάλια . Στην ανατολική πλευρά διαρρέετε από το ρέμα του Καλαμίδα. Στην δυτική πλευρά από το Κακόρεμα και το Ζιρελόρεμα που μαζί με το Κορομπλόρεμα και τα ρέματα των γειτονικών χωριών δημιουργούν τον Ρουστιανίτη , παραπόταμο του Σπερχειού.
Τα γύρω βουνά μετατρέπονται σε βοσκοτόπια κατά τους θερινούς μήνες . Οι βοσκοί προς το τέλος της άνοιξης μεταφέρουν τα ‘πράματα’ τους , δηλ. τα ζώα , από τα χειμαδιά σε διάφορες θέσεις των Πουγκακιώτικων βουνών όπως το Δμάρκο , το Κούτσουρο , το Χαλίκι και το Καράβι. Η εκμετάλλευση των βοσκοτόπων αυτών ανήκει από κοινού στα χωριά Πουγκάκια , Παλαιοχώρι , Κανάλια και Λευκάδα.
Οι μόνιμοι κάτοικοι φτάνουν τους 100 τον χειμώνα και είναι κυρίως ηλικιωμένοι. Οι περισσότεροι ασχολούνται με την γεωργία , την κτηνοτροφία και την ξυλεία. Περίφημα είναι τα φασόλια και τα κάστανα που παράγει η Πουγκακιώτικη γή.
Κεντρικό σημείο του χωριού είναι η πλατεία με τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου , που είναι και η πολιούχος του χωριού. Στα Πουγκάκια λειτουργεί και ενορία του Παλαιού Ημερολογίου που γιορτάζει του Αγίου Δημητρίου.
Ίδρυση και ονομασία.
Η ιστορία του χωρίου αρχίζει από το 1750 περίπου . Την εποχή εκείνη δεν είχε σπίτια παρά μόνο καλύβες από τσοπάνηδες. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την δουλεία από τους Τούρκους. Ο τόπος λοιπόν του χωρίου αποτέλεσε την κρυψώνα γι' αυτούς που ήθελαν να μείνουν ελεύθεροι , για τους επαναστάτες , γι' αυτούς που έψαχναν ένα ΑΠΑΓΚΙΟ... . Έτσι λοιπόν ο τόπος πήρε την ονομασία "απαγκάκια" και σιγά σιγά με την παραφθορά της λέξης τα απαγκάκια έγιναν "Πουγκάκια".
Γαρδίκι Ομιλαίων.
Στην Τουρκοκρατία ονομάστηκε Χαϊν Γαρδίκι. Χαϊν στα αραβικά σημαίνει άπιστος. Λέγεται ότι όταν ο Αγάς της Σπερχειάδας έστελνε τους εισπράκτορές να μαζέψουν τους φόρους, κάτοικοι του Γαρδικίου άρπαζαν τους φόρους και εξαφανίζονταν. Αγανακτισμένος αυτός έγραφε στα χαρτιά του «Χαϊν Γαρδίκι», δηλαδή άπιστο χωριό, ατίθασο, ανυπότακτο.
Το 1835 ήταν έδρα του Δήμου Ομιλαίων, ο οποίος καταργήθηκε το 1841, επανασυστάθηκε το 1878 και λειτούργησε μέχρι το 1912.
Το 1838, το χωριό ήταν ιδιοκτησία της Σαϊδέ-Χανούμ, συζύγου του Οθωμανού Χαλί- Πέη. Πουλήθηκε με χοτζέτι (τουρκικός, έγκυρος τίτλος ιδιοκτησίας) στον Αναστάσιο Λοιδωρίκη, αντί του ποσού των 67.500 γροσίων.
Συνοικισμοί του Γαρδικίου είναι η Κουτσούφλιανη και τα Κουρελέικα.