Η Ελευθέριανη είναι χτισμένη 39 χμ Βόρεια της Ναυπάκτου, στους πρόποδες του βουνού Παπαδιά. Είναι περικυκλωμένη από ψηλά και δασώδη βουνά. Ανατολικά είναι το Τσακαλάκι με 1713 υψόμετρο, Βόρεια η ψηλή Κορφή, Νότια η Μαλαθούνα. Στο προσκέφαλο του χωριού Ανατολικά υψώνεται ο Αϊ Λιάς (Αφορισμένο) πολύ απότομο βουνό με πυκνό ελατόδασος.
Την Ελευθέριανη την διασχίζουν τέσσερα ρέματα. Ερχόμενοι από Ναύπακτο 2 χμ έξω από το χωριό είναι ο Κατεργάρης που στην πορεία του συναντάται με το Ματζανόρεμα στην τοποθεσία Αποστόλης, όπου υπήρχε και ο παλιός νερόμυλος. Μέσα από το χωριό περνάνε δύο ρέματα, το Γυφτόρεμα που χωρίζει τον πέρα μαχαλά από το κυρίως χωριό, και το Βρυσουλόρεμα που ενώνονται στην θέση Μότσιος και συνεχίζοντας συναντιούνται με το Ματζανόρεμα στην τοποθεσία Τσατάλι στα Νότια του χωριού και στη ρίζα του βουνού Μαλαθούνα. Συνεχίζοντας την πορεία τους και τα τέσσερα ρέματα ενωμένα συναντάνε τη Δρακόβρυση, η οποία είναι πολύ μεγάλη πηγή που ενώνει τα νερά της με τα ρέματα και έτσι δημιουργείται το Λευτεριάνικο ποτάμι το οποίο συναντάται πιο κάτω με τον Κότσαλο, παραπόταμο του Εύηνου.
Η Ελευθέριανη συνορεύει με τα εξής χωριά: Νότια με Ποκίστα και Νοτιοδυτικά με Μηλιά, Ανατολικά προς το Τσακαλάκι με Άνω Χώρα και Ανθόφυτο, Βορειοδυτικά με Πόδο και Δυτικά με Χώμορη και Αγία Τριάδα. Νότιο Ανατολικά με Σύμη και Παλιόπυργο.
Η Λευτέριανη σήμερα πλέον αποτελεί ένα από τα έντεκα δημοτικά διαμερίσματα του δήμου Πυλήνης. Στα χρόνια της ακμής της, τις αρχές του 1950, έφτασε να αριθμεί 760 ψυχές. Στην τελευταία απογραφή (2001), δήλωσαν παρών 220 νοματαίοι. Το χειμώνα που μας πέρασε όμως, για κάμποσες βδομάδες δεν κάπνισε ούτε ένα σπίτι. Δεν ήταν έτσι όμως το χωριό , τη δεκαετία του 50. Η φτώχια και η ανημποριά ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν για να στήσουν τη ζωή τους σε άλλους τόπους. Όπου και να πάνε όμως οι Λευτεριάνοι δεν ξεχνάνε τον τόπο τους. Η Λευτέριανη ζει μέσα από τις αναμνήσεις των παιδιών της, μέσα από τους συλλόγους που στήθηκαν για χάρη της. Όποτε τους δίνεται ευκαιρία ανηφορίζουν για τα κονάκια τους. Αρκετοί συνταξιούχοι περιμένουν πως και πως τον ερχομό της άνοιξης για να ρίξουν άγκυρα στα σπίτια που έχτισαν με κόπο, να ανακατέψουν τα χώματα, να βάλουν καμιά ντομάτα για το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι, με δυο καφενεία ανοιχτά, το χωριό βάζει τα καλά του και περιμένει να αγκαλιάσει τα παιδιά του που σμίγουν με ορόσημο το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, να γλεντήσουν και να θυμηθούν τα περασμένα.
Την Ελευθέριανη την διασχίζουν τέσσερα ρέματα. Ερχόμενοι από Ναύπακτο 2 χμ έξω από το χωριό είναι ο Κατεργάρης που στην πορεία του συναντάται με το Ματζανόρεμα στην τοποθεσία Αποστόλης, όπου υπήρχε και ο παλιός νερόμυλος. Μέσα από το χωριό περνάνε δύο ρέματα, το Γυφτόρεμα που χωρίζει τον πέρα μαχαλά από το κυρίως χωριό, και το Βρυσουλόρεμα που ενώνονται στην θέση Μότσιος και συνεχίζοντας συναντιούνται με το Ματζανόρεμα στην τοποθεσία Τσατάλι στα Νότια του χωριού και στη ρίζα του βουνού Μαλαθούνα. Συνεχίζοντας την πορεία τους και τα τέσσερα ρέματα ενωμένα συναντάνε τη Δρακόβρυση, η οποία είναι πολύ μεγάλη πηγή που ενώνει τα νερά της με τα ρέματα και έτσι δημιουργείται το Λευτεριάνικο ποτάμι το οποίο συναντάται πιο κάτω με τον Κότσαλο, παραπόταμο του Εύηνου.
Η Ελευθέριανη συνορεύει με τα εξής χωριά: Νότια με Ποκίστα και Νοτιοδυτικά με Μηλιά, Ανατολικά προς το Τσακαλάκι με Άνω Χώρα και Ανθόφυτο, Βορειοδυτικά με Πόδο και Δυτικά με Χώμορη και Αγία Τριάδα. Νότιο Ανατολικά με Σύμη και Παλιόπυργο.
Η Λευτέριανη σήμερα πλέον αποτελεί ένα από τα έντεκα δημοτικά διαμερίσματα του δήμου Πυλήνης. Στα χρόνια της ακμής της, τις αρχές του 1950, έφτασε να αριθμεί 760 ψυχές. Στην τελευταία απογραφή (2001), δήλωσαν παρών 220 νοματαίοι. Το χειμώνα που μας πέρασε όμως, για κάμποσες βδομάδες δεν κάπνισε ούτε ένα σπίτι. Δεν ήταν έτσι όμως το χωριό , τη δεκαετία του 50. Η φτώχια και η ανημποριά ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν για να στήσουν τη ζωή τους σε άλλους τόπους. Όπου και να πάνε όμως οι Λευτεριάνοι δεν ξεχνάνε τον τόπο τους. Η Λευτέριανη ζει μέσα από τις αναμνήσεις των παιδιών της, μέσα από τους συλλόγους που στήθηκαν για χάρη της. Όποτε τους δίνεται ευκαιρία ανηφορίζουν για τα κονάκια τους. Αρκετοί συνταξιούχοι περιμένουν πως και πως τον ερχομό της άνοιξης για να ρίξουν άγκυρα στα σπίτια που έχτισαν με κόπο, να ανακατέψουν τα χώματα, να βάλουν καμιά ντομάτα για το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι, με δυο καφενεία ανοιχτά, το χωριό βάζει τα καλά του και περιμένει να αγκαλιάσει τα παιδιά του που σμίγουν με ορόσημο το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, να γλεντήσουν και να θυμηθούν τα περασμένα.