Ιστορία.
Η Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι ένα από τα ιστορικότερα Μοναστήρια της Ελλάδας. Ιδρύθηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, το έτος 1077, από τον Όσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη και γρήγορα ανεδείχθη σε θρησκευτικό κέντρο μεγάλης ακτινοβολίας, θέση που διατηρεί μέχρι και σήμερα, αποκαλούμενη ως "η Αγία Λαύρα της Ρούμελης". Το χαρακτηριστικό της όνομα, Βαρνάκοβα ή Βερνίκοβα (ή Βερνίκωβα), είναι πιθανόν σλαβικής (σερβικής ή ρωσικής) προέλευσης.
Η Μονή βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού Φωκίδας, στο Δήμο Ευπαλίου, 25 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ναυπάκτου, στον παλαιό δρόμο του Λιδωρικίου. Είναι κτισμένη πάνω σε έναν μικρό λόφο στις παρυφές των Βαρδουσίων Ορέων και σε υψόμετρο 750 περίπου μέτρων, ανάμεσα σε πυκνό δάσος από δρυς και αγριοκαστανιές, με πλουσιότατη θέα προς την ορεινή Ναυπακτία, τη Δωρίδα, το Όρος Γκιώνα και τον ποταμό Μόρνο.
Ανάμεσα στα αξιοθέατα μεγάλου αρχαιολογικού και θρησκευτικού ενδιαφέροντος της Βαρνάκοβας, δεσπόζει η εικόνα της Παναγίας, η οποία χρονολογείται από κτίσεως του ναού. Η εικόνα φέρει εμφανές ράγισμα κατά μήκος του προσώπου της Θεοτόκου, το οποίο σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες δημιουργήθηκε από τοπικό σεισμό που συνέβη στις 15 Αυγούστου 1940, την ώρα του τορπιλισμού του ευδρόμου Έλλη στην Τήνο.
Όπως αναφέρει η κτητορική επιγραφή, η Μονή ιδρύθηκε το 1077, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Ζ' Δούκα (ή Παραπινάκη) (1071-1078) και Οικουμενικού Πατριάρχου Κοσμά Α' Ιεροσολυμίτου (1075-1081). Ιδρυτής της ήταν ο Όσιος Αρσένιος ο Βαρνακοβίτης, μοναχός καταγόμενος από την Καρυά Δωρίδας. Επί αυτοκράτορος Αλεξίου Α' Κομνηνού (1081-1118) και Οικουμενικού Πατριάρχου Νικολάου Γ' Κυρδινιάτη (ή Γραμματικού) (1084-1111), ολοκληρώνεται η κατασκευή του μοναστικού συγκροτήματος, ενώ ιδρύεται δεύτερος και μεγαλοπρεπέστερος ναός το 1148. Εν τω μεταξύ η Μονή κατέχει αρκετά μετόχια στην γύρω περιοχή, με μερικά από αυτά να προέρχονται από αφιερώσεις των Κομνηνών, γεγονός που μαρτυρεί την ακτινοβολία της εκείνη την περίοδο. Στις αρχές του 13ου αιώνα, όπως αναφέρεται στο κτητορικό της Μονής για το έτος 1212, ζούσαν στη Βαρνάκοβα 96 ιερομόναχοι και διάκονοι, ενώ η περιουσία του Μοναστηριού ήταν μεγάλη, ανάλογη του κύρους του.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204, το Μοναστήρι τέθηκε υπό το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1359) και παρέμεινε εντεταγμένο σε αυτό για όσο το Δεσποτάτο υπήρχε (δηλαδή ως το 1359, οπότε και ενσωματώθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Οι Κομνηνοί, άρχοντες του Δεσποτάτου, αγάπησαν τόσο πολύ την Παναγία τη Βαρνάκοβα, ώστε μερικοί εξ αυτών επέλεξαν το Καθολικό της Μονής ως τόπο ενταφιασμού τους. Μάλιστα, τουλάχιστον δύο από αυτούς έγιναν μοναχοί: ο Αλέξιος, με το όνομα Ακάκιος, ο κάποτε ηγούμενος, και ο πατέρας του Εμμανουήλ, με το όνομα Ματθαίος. Το 1919, ο αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος ανακάλυψε τους τάφους τους κάτω από το δάπεδο του εσωνάρθηκα, ενώ σώζονται μέχρι σήμερα στη Μονή οι επιτύμβιες πλάκες.
Ανάλογη με τους Κομνηνούς εύνοια προς το Μοναστήρι λέγεται πως επέδειξαν και οι τελευταίοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, οι Παλαιολόγοι.
Μετά το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, προς τα τέλη του 15ου αιώνα, η παράδοση θέλει τη Μονή να πυρπολείται μερικώς και κατόπιν να γνωρίζει παρακμή. Η Βαρνάκοβα, πάντως, επανέρχεται στην Ιστορία λίγα χρόνια αργότερα, το 1520, όταν ηγούμενός της αναλαμβάνει ο Όσιος Δαυίδ (1520-1532). Η Μονή γνωρίζει τότε σημαντική ακμή, ενώ εκεί λειτουργεί, από τις αρχές του 16ου αιώνα (πριν από το 1550) και ως το 1900, περίφημο Κρυφό Σχολειό σε επίπεδο Σχολαρχείου.
Ακολουθεί έπειτα δύσκολη περίοδος, καθώς οι Τούρκοι κλέβουν την περιουσία του Μοναστηριού, το οποίο μετά λεηλατείται στα πλαίσια διενέξεων Τούρκων και Βένετων (1687-1699). Σε μία περίοδο διαδοχικών εχθροπραξιών, η Βαρνάκοβα κατορθώνει να συντηρείται χάρη αφ' ενός στη χρήση διπλωματίας του τότε ηγουμένου Ιακώβου, αφ' ετέρου στις καλές σχέσεις της με τους Βένετους, οι οποίοι κατείχαν ακόμη τη Ναύπακτο, κοντά στην οποία ανήκαν τα περισσότερα κτήματά της.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Μονή διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ως εθνικό και πατριωτικό κέντρο. Υπήρξε κρησφύγετο-ορμητήριο πολλών Κλεφτών και Αρματωλών της γύρω περιοχής (λ.χ. Δήμος Σκάλτσας ή Σκαλτσοδήμος, Κωνσταντάρας ή Ζαχαριάς, Καλύβας κ.ά.), ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που ενεπλάκη σε ένοπλη αντιπαράθεση με τους Τούρκους, λόγω της φιλοξενίας κυνηγημένων Ελλήνων οπλαρχηγών.
Κατά το έκτο έτος της επανάστασης (1826), λίγες εβδομάδες μετά την Άλωση του Μεσολογγίου, δύναμη 4.000 Τούρκων του Κιουταχή, προελαύνοντας προς τα ανατολικά, πολιορκεί την Βαρνάκοβα. Ηγούμενος είναι τότε ο Κοσμάς Θεοχάρης. Μαζί με τους μοναχούς, μέσα στο μοναστήρι βρίσκονται αρκετοί οπλαρχηγοί της περιοχής και όχι μόνο (π.χ. Κίτσος Τζαβέλας). Η πολιορκία κρατάει ημέρες, ωστόσο οι Τούρκοι αδυνατούν να καταλάβουν το μοναστήρι. Ύστερα από επανειλημμένες προσπάθειες εκπόρθησης των οχυρώσεών του χωρίς επιτυχία, αποφασίζουν μυστικά να σκάψουν υπόγεια, κάτω από τη Μονή, με σκοπό να την ανατινάξουν. Το μυστικό τους προδίδεται στους μοναχούς από έναν Αλβανό και στις 26 Μαΐου αποφασίζεται έξοδος, η οποία και πραγματοποιείται, με απώλεια δύο μοναχών και ενός λαϊκού. Η Βαρνάκοβα, έπειτα, ανατινάζεται, για να ξαναχτιστεί μετά από πέντε χρόνια, το 1831, με (μάλλον προσωπική) επιχορήγηση 1.800 φοινίκων από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος θεωρείται και δεύτερος κτήτωρ της Μονής.
Με την σύσταση του νεοελληνικού κράτους, λειτουργεί ξανά, χωρίς να έχει την ίδια περιουσία, ούτε την ίδια έκταση, όπως άλλοτε. Μετά το 1985 η Μονή θα ερημωθεί, αλλά από το 1992 και έπειτα επαναλειτουργεί από γυναίκες μοναχές, με επικεφαλής την ηγουμένη Θεοδοσία Ανδρικοπούλου.
Από την κτίση της μέχρι και σήμερα, η Παναγία Βαρνάκοβα πιστεύεται πως έχει στο ενεργητικό της πλήθος θαυμάτων, μερικά εκ των οποίων καταγράφονται σε βιβλία που έχει εκδόσει η ίδια η Μονή.
Αρχιτεκτονική.
Ο σημερινός ναός είναι τρίκλιτος βασιλική με τρούλο, αμφικλινής, κεραμοσκεπής, κτισμένος δια λαξευτών λίθων, ενώ εξωτερικά, στα δεξιά της εισόδου του, υπάρχει δίλοβο κωδωνοστάσιο. Ο νάρθηκας και ο κυρίως ναός διαιρούνται σε τρία κλίτη από δύο σειρές κιόνων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι κίονες του εξωνάρθηκα ως μοναδικοί σωζόμενοι από τον παλαιό ναό. Το δάπεδο αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος του από θαυμάσια μαρμαροθετήματα του 11ου αιώνα, τα οποία είναι και το μοναδικό στοιχείο διακόσμησης που διασώζεται, καθώς οι τοιχογραφίες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα από την περίοδο 1831-1838, κατά την οποία ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων ο ναός.
Μονή Βαρνάκοβας.
Ιδρύθηκε το έτος 1077 από τον 'Oσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη και είναι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο (Κοίμηση). Το αγάπησαν και το προστάτεψαν οι Κομνηνοί, οι Παλαιολόγοι και ο Καποδίστριας. Στην Μονή λειτούργησε κρυφό σχολειό από το 1520 έως το τέλος περίπου του 19ου αιώνα.Το 1821 ήταν ορμητήριο Καπεταναίων της περιοχής.Ανάμεσα στις οσιακές μορφές που εμόνασαν εκεί διακρίνονται εκτός του ιδρυτή Οσίου Παρθενίου, ο 'Oσιος Δαυίδ ο της Ευβοίας, οι Δάσκαλοι Καλλίνικος και Καβάσιλας, ο ήρωας μοναχός Θεοχάρης κ.α.Σε έγγραφο του 1212μ.Χ. αναφέρονται 96 Ιερομόναχοι.Σήμερα ο επισκέπτης της Μονής θα βρει φιλοξενία από την γερόντισσα Θεοδοσία και την αδελφότητα των 10 μοναχών γυναικών και θα εμβιώσει το ιερό ρίγος προσκυνώντας την εικόνα της Παναγιάς.