Το χωριό Λιβαδάκι είναι κτισμένο στην ανατολική πλευρά του όρος Κοκκινιά. Ο πληθυσμός του χωριού είναι περίπου 52 άτομα (απογραφή 2001). Η έκταση του χωριού ανέρχεται σε 12.847 στρέμματα.
Το Λιβαδάκι, ονομάζεται έτσι από το 1931. Παλιότερα ονομαζόταν Αβόρανη. Λέγεται πως η ονομασία προέρχεται από το στερητικό [α] και βορράς ή βοριάς. Στη πρώτη περίπτωση θα έπρεπε να γράφεται με δύο (ρ). Στη δεύτερη, θα' πρεπε να λέγεται Αβόριανη. Όπως όμως και αν έχει η ονομασία, τούτο είναι φανερό, ότι το χωριό δεν έχει καμιά συγγένεια με Σλάβικες λέξεις.
Πώς συμβαίνει όμως σε ένα χώρο που κατοικήθηκε από Σλάβους και όλα τα γύρω χωριά, Παλούκοβα, Τέρνοβα, Αράχωβα, Στίστα, Τσελίστα, Σινίστα και λοιπά έχουν ονομασία Σλάβικη, η Αβόρανη να έχει ονομασία Ελληνική; Σ' αυτό το σημείο θα μας βοηθήσει η παράδοση. Η Αβόρανη το χωριό που δεν το έπαιρνε ο βοριάς, είναι το χωριό που πρωτοχτίστηκε στη περιοχή των Αμπελιών, εκατό με διακόσια περί που μέτρα, πάνω από το Φείδαρη. Στις μέρες μας, από αυτό το χωριό, διατηρήταν μόνο η εκκλησία και το νεκροταφείο πίσω από το ιερό. Η παράδοση λέει ότι το χωριό χτίστηκε από τρία αδέλφια μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Τούρκους. Τα τρία αυτά αδέλφια ήρθαν από τον Μωριά κυνηγημένα από τους Τούρκους, για το φόνο κάποιου Πασά. Τα ονόματα τους Μιχάλης, Κίτσος, Αδάμ. Για ευνόητους λόγους έκρυψαν το επώνυμο τους. Από αυτούς έχουν την καταγωγή τους, οι Μιχαλαίοι, οι Κιτσαίοι και οι Αδαμαίοι. Και τούτο πρέπει να κρύβει κάποια αλήθεια, γιατί είναι ιστορικά εξακριβωμένο, ότι τον καιρό της Τουρκοκρατίας στη περιοχή της Αβόρανης κυρίως, αλλά και της Άμπλιανης , Παλούκοβας, και Γραμμένης Οξιάς, εύρισκαν καταφύγιο, οι κυνηγημένοι για τη δράση τους κατά των Τούρκων, ραγιάδες του κάμπου. Τούτο, λοιπόν, όπως και πολλά άλλα γεγονότα που η παράδοση διέσωσε, εξηγεί την Ελληνική ονομασία του χωριού.
Το χωριό επομένως αυτό, σφήνα ανάμεσα στην Τέρνοβα και Άμπλιανη και κάπως παράνομα χτισμένο, επεκτάθηκε και κατέλαβε χώρους των χωριών αυτών, με το παλικαρίσιο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τις συνεχείς διαμάχες μεταξύ των Αβορανιτών και των γύρω χωριών. Είναι γνωστό σε όλους και αναφέρεται από γενιά σε γενιά, ότι σε φιλονικία, για τα όρια του χωριού, οι Αβορανίτες σκότωσαν κάποιον Αμπλιανίτη, που λέγεταν Κρίντας. Πότε έγινε αυτό ; Άγνωστο. Είναι όμως γνωστό, ότι σαν αποζημίωση για το φόνο, δόθηκε στους Αμπλιανίτες, η περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο μεγάλους παραπόταμους: τον Αμπλιανίτικο, που ξεκινά από τα βόρεια μέρη της Κοκκινιάς και τον Αβορανίτικο, που ξεκινά Νότια της Ιτιάς, περνά του Κρίκου το μύλο και χύνεται στο μύλο του Χοντρού. Ο χώρος αυτός λέγεταν και λέγεται, Τάμζα. Και οι φιλονικίες με την Τέρνοβα , για τα όρια των δυό χωριών , δεν είναι λιγότερες και αναίμακτες. Για παρόμοιο λόγο λέγεται ότι και οι Τερνοβίτες δώσανε την Καναβίστρα στους Αβορανίτες. Το χίλια εννιακόσια τριάντα δύο (1932), οι Τερνοβίτες διεκδικούσαν ακόμα, τμήμα του Νότιου μέρους της Αβόρανης, του Καράπαπα και του Άμμου. Σε προσωρινά μέτρα, που έγιναν και στα οποία η Αβόρανη είχε δικηγόρους τον Τσακανίκα και τον Καραμανίδη, οι Τερνοβίτες κέρδισαν τον χώρο αυτόν. Τα πράγματα όμως τώρα ήσαν ηπιότερα, και οι φιλονικούμενοι κατέφυγαν στη δικαιοσύνη. Παλιότερα όμως οι διαμάχες ήσαν άγριες και οδηγούσαν σε φόνους. Ο πιο φοβερότερος είναι ο σκοτωμός του παπά του χωριού Παπαβασιλείου.
Τη Μεγάλη Πέμπτη βράδυ το 1826 (ή το 1823) και ενώ ο παπάς, έβγαζε κάποιο από τα Δώδεκα Ευαγγέλια, κάποιος Τσιμπούκης από την Τέρνοβα, με πολεμικό όπλο, από τη φεγγίστρα του ιερού, σημάδεψε και σκότωσε τον παπά. Το βόλι πέρασε το σώμα του και τρύπησε το Ευαγγέλιο. Το Ευαγγέλιο υπάρχει ακόμα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής . Λένε ότι τον Τσιμπούκη τον βάλανε οι Τούρκοι να σκοτώσει τον παπά. Αυτό όμως δεν πρέπει να είναι σωστό. Προφανώς οι ίδιοι οι Τερνοβίτες, για να αποφύγουν αντίποινα από τους Αβορανίτες, που φαίνεται ότι ήσαν πιο δυναμικοί, διέδωσαν κάτι τέτοιο. Και πιθανότερα δεν ευσταθεί, γιατί οι Τούρκοι δεν είχαν ανάγκη μιανού χαφιέ και εκτελεστή, για τον απλούστατο λόγο ότι μπορούσαν οι ίδιοι να τον πιάσουν και να τον εκτελέσουν. Η αλήθεια όμως φαίνεται ότι βρίσκεται στη διαμάχη των δύο χωριών. Και στη διαμάχη αυτή, ο παπάς άγνωστο για ποιους λόγους, πρωτοστατούσε, είτε από προσωπικό συμφέρον, είτε γιατί η θέση του την εποχή εκείνη, επέβαλε την ανάμειξη του στα κοινοτικά ζητήματα. Φαίνεται όμως ότι παρεξηγήθηκε η θέση του, κρίθηκε υπεύθυνος, συγκεντρώθηκε η οργή εναντίον του και αποφασίστηκε ο σκοτωμός του. Ο Γ. Μποσινάκος στο έργο του "Στ' απόσκια της Αράχωβας", αναφέρει το γεγονός αυτό, λέγοντας ότι ο Τερνοβίτης - έτσι τον λέει γιατί δεν γνωρίζει το όνομα του- σκότωσε το ιερέα Παπαβασιλείου, βαλτός από τον Στρατηγό Σαφάκα. Το συμπεραίνει αυτό, γιατί ο Τερνοβίτης μετά την πράξη του κατέφυγε στα Σάλωνα, όπου βρισκόταν ο Σαφάκας. Δεν μας λέει όμως γιατί τον σκότωσε. Και φυσικό είναι, γιατί εκείνος ο Αβορανίτης που ίσως τον πληροφόρησε, δεν θα το γνώριζε. Αναγκαζόμαστε όμως εμείς να κάνουμε κάποιους συλλογισμούς και να βγάλουμε κάποια πιθανά συμπεράσματα, σε κάποια ερωτήματα που γεννιούνται. Τον σκότωσε γιατί είχε κοινοτικές ή προσωπικές διαφορές ; Αν είναι έτσι, τότε τι δουλειά έχει η ανάμειξη του Στρατηγού Σαφάκα; Τον σκότωσε σαν εχθρό ή φίλο των Τούρκων ; Και τούτο δεν μπορούμε να το συμπεράνουμε, γιατί τα πράγματα μπλέκονται στο εξής γεγονός. Η δολοφονία του παπά, γίνεται τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1826, δηλαδή νωρίτερα δύο μήνες, από τότε που ο Σαφάκας, προσκυνά τον Τούρκο και διορίζεται από αυτόν Καπετάνιος του Καζάν (επαρχία δηλαδή), του Λιδωρικίου. Αν όμως δεν μπορούμε να συμπεράνουμε, αν ο παπάς σκοτώθηκε σαν συνεργάτης ή σαν εχθρός των Τούρκων, μπορούμε να συμπεράνουμε με βεβαιότητα, ότι το έγκλημα είχε πολιτικά κίνητρα. Το ότι υπήρχαν πολιτικές διαιρέσεις, το μαρτυράει και ένα άλλο γεγονός. Οι Κιτσαίοι πήγαιναν στο σπίτι τους από το δρόμο που βρίσκεται μεταξύ Σμαναίων και Χριστογιανναίων, (παλιότερα Μαντελαίων). Αλλά πήγαιναν και από του Καφετζή και το κάτω μέρος του σπιτιού των Μαντελαίων. Οι Μαντελαίοι έκλεισαν κάποιον από τους δρόμους αυτούς. Συνέβη όμως ακριβώς τότε να περάσει απ' το χωριό ένα Τούρκικο απόσπασμα και οι Κιτσαίοι ανήκοντες ίσως σε άλλη πολιτική μερίδα και χολωμένοι για το κλείσιμο του δρόμου, κατέδωσαν ότι ο μεγαλύτερος αδελφός των Μαντελαίων επρόκειτο να σηκώσει κομιτάτο. Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Μαντέλο και τον κρέμασαν σε μια μελικοκιά που βρίσκεταν στην άκρη του συνόρου Σιάχου και Σμάνη και κοντά στο δρόμο, ακριβώς απέναντι από εκεί που ανηφορίζει σήμερα ο δρόμος για την Παναγιά. Αργότερα οι Μαντελαίοι, για να μη βλέπουν το δέντρο που κρεμάστηκε ο αδελφός τους, έκοψαν τη μελικοκιά. Το κούτσουρο διασώζεταν μέχρι πρόσφατα. Υπήρχαν, λοιπόν, πολιτικές τοποθετήσεις και διαμάχες, δυστυχώς και τότε. Πίσω όμως από αυτές, κρύβονταν τοπικιστικές έριδες και διεκδικήσεις. Το γεγονός δε, ότι οι Αβορανίτες μπήκαν "σφήνα", ανάμεσα στις δύο κοινότητες, Άμπλιανης και Τέρνοβας, τους έκανε να βρίσκονται πάντα σε διαμάχες και να μισούνται θανάσιμα από τους γείτονες τους. Και αυτό το μίσος συνέβαλε στο σκοτωμό του παπά. Σ' αυτό το σημείο υπάρχει φόβος να ερμηνευτεί και να χαρακτηριστεί ο παπάς σαν πρόσωπο που δεν στάθηκε στο ύψος του, γι' αυτό και επιβάλλεται να πούμε δύο λόγια ακόμα. Οι Παπαβασιλαίοι φαίνεται ότι κατά κανόνα ήσαν ιερείς στο χωριό, μέχρι του τελευταίου Παπαγιάννη, που πέθανε κάπου εκεί κοντά στην Κατοχή, γνωστός για τα ανέκδοτα του, τη φιλοξενία του, την επιρροή του και το σεβασμό του στη ορεινή και πεδινή Ναυπακτία. ..... Παπαβασιλείου επίσης, απόγονος του φονευθέντος παπά, χρημάτισε Δήμαρχος του Δήμου Οφιονίας και έφορος στο Αγρίνιο.
Όλα όμως αυτά που αναφέραμε παραπάνω μπορεί να εξηγούν και να αποσαφηνίζουν κάποια δευτερευούσης σημασίας θέματα, δεν βοηθούν όμως στη διασαφήνιση του βασικού ερωτήματος μας που είναι το πότε χτίστηκε το χωριό. Η γνώμη μας είναι, ότι το χωριό των Αμπελιών δεν πρέπει να είχε μεγάλη διάρκεια ζωής. Οι κάτοικοί του δεν πρέπει να ήταν πολλοί. Η μικρή σε έκταση περιοχή των αμπελιών, δεν επέτρεπε μεγάλο αριθμό κατοίκων. Το ότι δεν σώζονται σε κανένα σημείο ίχνη κατοικιών, παρά ελάχιστα κομμάτια πήλινων δοχείων, επιβεβαιώνει τον συλλογισμό αυτόν. Ο Λάμπρος Σμάνης, που ρωτήθηκε και που είχε σπίτι και έζησε τις τελευταίες δεκαετίες στα Αμπέλια, ανέφερε ότι σε κανένα σημείο δεν υπάρχει κτίσμα, αλλά ούτε και αγκωνάρι δεν βρέθηκε πουθενά. Διατύπωσε μάλιστα την άποψη, ότι οι Αμπελιώτες - Αβορανίτες, πρέπει να ζούσαν σε ταράτσες και τούτο δεν είναι καθόλου απίθανο. Στου Βαρελά όμως, όπως μπαίνουμε στην Καναβίστρα, χαμηλά από τη Λουγγά του Κατσαντώνη, υπάρχουν ίχνη κεραμιδιών, και λέγεται ότι εκεί ήταν κεραμιδαριό, το ίδιο και απέναντι, κάπου στου Λούγαρη που πάμε για την Παλούκοβα. Ο Κοκουσούλας ο Γιώργος ανέφερε ότι στα Αμπέλια βρέθηκαν μεγάλα πιθάρια και ότι σπασμένο τμήμα πιθαριού, το πήρε η θυμιούλα του Παπαγιάννη και τόβαλε οροφή στο φούρνο της που έφτιαξε στο χωριό, για να ψήνει. Υπήρχαν, λοιπόν, κεραμιδαριά. Ποιου χωριού όμως ήτανε; Γιατί δε μπορούσε, βέβαια, να είναι των Αμπελιωτών-Αβορανιτών, κατοίκων νιόφερτων και χωριού νεοσύστατου; Θα πρέπει, επομένως, να ήτανε της Τέρνοβας και είναι άγνωστο πως τα καταπάτησαν και τα άρπαξαν οι Αβορανίτες. Έτσι δικαιολογείται η άποψη, τόσο ότι οι Αβορανίτες μπήκαν σφήνα ανάμεσα στα δύο άλλα χωριά, αλλά και το μίσος των χωριών αυτών κατά της Αβόρανης.
Ας ξανάρθουμε όμως στο θέμα μας. Είπαμε ότι η έκταση της περιοχής δεν επέτρεπε ανάπτυξη του χωριού των Αμπελιών και ήταν ένας από τους λόγους που υποχρέωνε τους κατοίκους να αναζητήσουν γρήγορα άλλο χώρο, για εγκατάσταση τους. Άλλος λόγος ήτανε και η έλλειψη πόσιμου νερού. Σήμερα υπάρχει ο Άμπλας της Παναγιάς, που στάζει με το σταγονόμετρο. Κάτι παρόμοιο υπάρχει και στη κορυφή των χωραφιών των Αδαμαίων. Τούτο όμως δεν ήταν αρκετό, ούτε για τις ανάγκες δύο οικογενειών. Να συμπεράνουμε ότι κατέβαιναν στα Φείδαρη; Και αν πάλι συνέβαινε τούτο, ήταν κουραστικό, χρειαζόταν χρόνο και δεν έλυνε το πρόβλημα. Όμως το θέμα δημιουργεί μια απορία. Πώς χτίστηκε χωριό, όσοι λίγοι και αν ήταν οι κάτοικοι του σε περιοχή, που δεν υπήρχε νερό για ύδρευση; Λέγεται και αυτό βέβαια επαληθεύεται, ότι στις αρχές του 16ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1544, στη Ναυπακτία έλαβε χώρα μεγάλος σεισμός, κατά τον οποίο πολλές πηγές στέρεψαν. Μήπως και εδώ συνέβη το ίδιο; Όπως και αν έχει το πράγμα, όλα μαρτυρούν ότι η ζωή του χωριού των αμπελιών ήταν μικρής διάρκειας. Αν οι συλλογισμοί μας ευσταθούν, ότι δηλαδή το χωριό των Αμπελιών χτίστηκε στους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας και έφυγε μετά από ζωή λίγων χρόνων για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, τότε είναι εύκολο να συμπεράνουμε, για το χρόνο που χτίστηκε το νέο χωριό, το Λιβαδάκι.
Και πρώτα, πρώτα ας προστρέξουμε στην παράδοση. Βοσκός λέει του χωριού των Αμπελιών, έχασε τα βόδια του και αναζητώντας τα, μέσα στο δάσος, τα βρήκε να βόσκουν μέσα σε ένα υπέροχο Λειβάδι, με άφθονο νερό και τρυφερό χορτάρι . Όσο και αν έχει τούτο κάτι από τα συνηθισμένα στοιχεία του συμπτωματικού, του τυχαίου, του μυθικού, κρύβει μια αλήθεια, ότι οι άνθρωποι πιέζονταν από τις ανάγκες και τις ελλείψεις του χώρου των Αμπελιών και αναζητούσαν άλλο χώρο, που θα κάλυπταν τις όποιες ανάγκες είχαν. Και ο νέος χώρος ήταν παράδεισος σε σχέση με τον παλιό. Αυτά λέει η παράδοση.
Ας δούμε όμως και άλλα στοιχεία που έχουμε. Του Βασίλη Κάνη (Καφετζή) το σπίτι, σε αγκωνάρι που βρίσκεται πάνω από την πόρτα του, είναι χαραγμένη η χρονολογία 1684. Ήταν όμως το πρώτο σπίτι; Η παράδοση αναφέρει ότι πρωτύτερα το χωριό και οι πρώτοι κάτοικοι που έφυγαν από τα Αμπέλια, χτίσανε σπίτια στη θέση Παλιόσπιτα. Από τα σπίτια αυτά που αργότερα εγκαταλείφτηκαν πήρε και η τοποθεσία το όνομα. Και χτίστηκαν λέει τα σπίτια αυτά σε χώρο ανήλιαγο, απόκρημνο και υγρό, για να μην φαίνονται από τους Τούρκους.
Στα Ναυπακτιακά Γ' τόμος ο Χαράλαμπος Χαραλαμπόπουλος, στη μελέτη του "Τα Κράβαρα στη Τουρκοκρατία" αναφέρει ότι κατά το έτος 1575 υπήρχαν στην ορεινή Ναυπακτία εννιά τιμάρια που τα αποτελούσαν τα παρακάτω χωριά.
Αμόρανη
Αντριβίστα
Κάτω Λομποτινά
Αράχωβα
Χόμορη
Μερτατόβα
Αρτοτίβα
Γρανίτσα
Πεντινάνι (Πόδος;)
Λεφτοκαρία
Λάγκος
Βετουλίστα
Ασπριάς
Χρύσοβο
Λευτέριανη
Πετρίτσι
Πέρκος
Κουτολίστα
Ποκίστα
Βέλιου Χάνι
Μεγάλο Χωριό
Λάλα
Άμπλιανη
Κλεπά
Βίλκα
Ταχταλή
Περίστα
Σίμου
Πλάτανος
Απάνω Αβόρανη
Εκείνο, λοιπόν, που επιβεβαιώνεται από τον πίνακα αυτών των χωριών, είναι ότι η Αβόρανη, υπήρχε το 1575 και ότι ονομαζόταν Απάνω Αβόρανη, προφανώς προς διάκριση από την Κάτω Αβόρανη, το κάτω χωριό όπως το λέγανε.
Ο Γ. Μποσινάκος στα "Αραχωβίτικα Νέα", δέχεται ότι η Απάνω Αβόρανη είναι το σημερινό Λειβαδάκι. Θεωρεί όμως Κάτω Αβόρανη, το Δενδροχώρι (Τέρνοβα), ή την Καναβίστρα. Ο Μποσινάκος, είναι συγγενής των Αβορανιτών, Μαντραλαίων και Παπαβασιλαίων, οι οποίοι όπως ανέφερα και παραπάνω, είχαν σπίτια στην Καναβίστρα, που κατέβαιναν και έμειναν τους χειμερινούς μήνες. Αυτό το γνώριζε ο Μποσινάκος, ίσως μάλιστα και σαν συγγενής να τους επισκέφτηκε καμιά φορά στην Καναβίστρα. Βλέποντας, λοιπόν, σπίτια και ανθρώπους νόμισε ότι, αυτή θα ήταν η Κάτω Αβόρανη, και τούτο γιατί αγνοούσε το χωριό των Αμπελιών. Συμπέρασμα, επομένως, πρώτον: Ότι αφού το νέο χωριό το 1575 ονομάζεται Απάνω Αβόρανη, σημαίνει ότι ακόμα διατηρείται η Κάτω Αβόρανη. Συμπέρασμα δεύτερον: Αφού η μετοίκηση δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, έπεται ότι το Νέο Χωριό, η Απάνω Αβόρανη, δεν πρέπει να αριθμούσε πολλά χρόνια ζωής. Και τρίτον, ότι μεμονωμένες οικογένειες ίσως να ήταν ακόμα στο Κάτω Χωριό, στο χωριό των Αμπελιών, γιατί αν είχε πολλούς κατοίκους θα αναφερόταν στη κατάσταση, η απλώς ως Αβόρανη ή Πάνω και Κάτω Αβόρανη.
Οι κάτοικοι, όπως είναι φυσικό, μετέφεραν και τους Αγίους τους και η πρώτη εκκλησία που χτίστηκε, ήταν της Παναγιάς, ίδια σαν την εκκλησία των Αμπελιών, αφού και οι δύο διατηρούνταν στις μέρες μας. Η Παναγιά βρίσκεται στο νότιο μέρος του χωριού, πάνω σε ένα λοφίσκο, που είναι και το ψηλότερο μέρος του χωριού. Ακριβώς απέναντι, στη βορινή πλευρά, πάνω σε άλλο ύψωμα, χτίστηκε αργότερα η Αγία Παρασκευή. Πότε όμως χτίστηκε η Παναγιά; Άγνωστο. Είναι όμως φυσικό να χτίστηκε, ύστερα από λίγα, πολύ λίγα χρόνια, από την εγκατάλειψη του χωριού των Αμπελιών. Αναφέρεται ότι τη μέρα της Λαμπρής, το χωριό πήγαινε και γιόρταζε την ανάσταση, στο χωριό των Αμπελιών. Ότι ψήνανε εκεί. Εκεί ρίχνανε στο σημάδι, βάζοντας για στόχο τις πλάτες των σφαχτών. Γιόρταζαν τ' απόγευμα την Αγάπη και το βράδυ γύριζαν στο χωριό. Αν και το πράγμα φαίνεται πραγματικά λίγο δύσκολο, όμως δείχνει ότι ο δεσμός με το παλιό χωριό ήταν ακόμα ζωηρός. Τούτο όμως προκαλεί και μια άλλη απορία. Αν η Παναγία του νέου χωριού χτίστηκε νωρίς, όπως και συμβαίνει στη πραγματικότητα, τότε γιατί πήγαιναν στη Παναγία του παλιού χωριού για να γιορτάσουν το Πάσχα; Φαίνεται όμως δεν θεωρήταν ότι είναι το ίδιο. Γιατί αν ήταν το ίδιο, έπρεπε όλες οι εικόνες και όλα τα αντικείμενα να μεταφερθούν στη νέα Εκκλησία. Όμως δεν μεταφέρθηκαν. Έμεινε εκείνη η εκκλησία, στον τόπο και για το σκοπό που χτίστηκε. Και εννοούσαν να πηγαίνουν μια φορά το χρόνο, στον τόπο που έμειναν και στον Άγιο που τους προστάτεψε και τους βοήθησε στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης τους. Όπως φαίνεται, λοιπόν, η εκκλησία του νέου χωριού χτίστηκε νωρίς. Δεν ήταν νοητό να υπάρχει χωριό χωρίς εκκλησία. Στο βόρειο μέρος της Παναγιάς υπήρχαν τέσσερα πανύψηλα δέντρα και από ένα στην ανατολική και Νοτιοδυτική πλευρά. Από αυτά σώζεται μόνο ένα σήμερα. Τα άλλα καταστράφηκαν κατά καιρούς από κεραυνούς. Τα τέσσερα, λοιπόν, αυτά δένδρα, ήταν φυτεμένα στη σειρά και σχεδόν στην ίδια απόσταση το ένα από το άλλο. Αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν στη τύχη φυτεμένα, και πως κάποιο χέρι τα φύτεψε. Ότι τα δέντρα φυτεύτηκαν, μαρτυράει και το γεγονός ότι σε όλο το χωριό δεν υπάρχει άλλο, εκτός από αυτά της Παναγίας και το μοναδικό στη βορειοδυτική γωνιά της Αγίας Παρασκευής που κόπηκε εκεί κοντά στα χίλια εννιακόσια τριάντα [1930], γιατί χαλούσε τον τοίχο της εκκλησίας.
Το πλατάνι της πλατείας του χωριού, για να μνημονεύουμε και τον άνθρωπο που το φύτεψε, φυτεύτηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940, ημέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος, από τον Κάνη Ιωάννη (Καφετζή). Και καλό θα ήταν να πούμε δύο λόγια για αυτόν, όπως καλό θα ήταν να πούμε και δύο λόγια και για τον Γιώργο Κοκουσούλα από τα χέρια του οποίου, μπολιάζοντας όλα τα δένδρα του χωριού, αύριο πολλοί θα τρώνε καρπούς, αλλά όμως δε θα ξέρουν για να τον μνημονεύσουν. Η Βασίλω Κάνη (ΚολοφωτοΒασίλω), να πως εξιστόρησε το φύτεμα του πλατανιού στη μέση της πλατείας. «Ήτανε 28 Οκτωβρίου το 1940. Από την προηγούμενη είχαμε κανονίσει να φύγουμε για τον κάμπο παρέα με τον Καφετζόγιαννο. Το θυμάμαι γιατί τα πρωί που ξεκινούσαμε, η Θυμιούλα του Παπαγιάννη, που στο σπίτι της ήταν το τηλέφωνο, έμαθε ότι κηρύχτηκε ο πόλεμος και περνώντας έξω από το σπίτι μας μας τόπε. Όταν φτάσαμε στη Πλατεία φωνάξαμε τον Καφετζόγιαννο και σταματήσαμε στη βρύση να τον περιμένουμε. Κάποια στιγμή ξεκίνησε, μα σαν έφτασε στη μέση της πλατείας σταμάτησε. Άφησε το ζώο φορτωμένο και ξαναγύρισε. Τον βλέπαμε που πηγαινόερχεταν από τη πλατεία στο σπίτι, τον βλέπαμε κάτι να φτιάχνει, μα δεν διακρίναμε τι. Όταν τέλος ξεκίνησε και ήρθε κοντά μας και εκφράσαμε την απορία μας, μας εξήγησε ότι φύτεψε ένα πλάτανο στη μέση της πλατείας που τον είχε φέρει από την Καναβίστρα και που την τελευταία στιγμή τον θυμήθηκε.» Το πλατάνι της πλατείας , όπως και τα πλατάνια, που φύτεψε γύρω στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής ο Κάνης Κώστας (Τζάντζαλος), λίγο νωρίτερα, έχουν ζωή πενήντα χρόνων περίπου. Αν λοιπόν ένα δέντρο πενήντα χρονών έχει περιφέρεια σαράντα ή πενήντα πόντους, πόσων χρόνων ζωή θα πρέπει να έχει ένα δέντρο με περιφέρεια κορμού δεκαπλάσια; Ο τελευταίος, βέβαια, αυτός συλλογισμός, ελάχιστα μπορεί να είναι πειστικός. Παρόλα αυτά όμως δεν μπορεί το Λιβαδάκι να χτίστηκε νωρίτερα της Τουρκοκρατίας και ούτε πολύ αργότερα αυτής, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω.