Η μεγάλη οικογένεια των Ξυδαίων προέρχεται από τη Σίμου Ναυπακτίας με αξιόλογη δράση κατά την Τουρκοκρατία, την επανάσταση και τους μεταεικοσιενικούς χρόνους. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η δράση τους στον στρατιωτικό τομέα, χωρίς να παραγνωρίζεται και η δράση τους στον διοικητικό και πολιτικό τομέα, αφού κατά την Τουρκοκρατία και την επανάσταση ένα τουλάχιστον μέλος της πάντοτε συμπεριλαμβανόταν στους προκρίτους της επαρχίας Κραβάρων.
Ξυδαίοι υπήρχαν στην Κλεπά και στον Πλάτανο και είναι άγνωστο αν είχαν συγγενική σχέση με τους Ξυδαίους της Σίμου. Γενεαλογικά για τις ρίζες της οικογένειας δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Οι μόνες πηγές είναι μερικές ομολογίες της Τουρκοκρατίας, όπου υπογράφουν κάποιοι από τους Ξυδαίους ως μάρτυρες. Ο Μήτρος Ξιδόπουλος, Αντώνης Ξιδόπουλος, Πέτρος Ξιδόπουλος (κατά τη δική τους γραφή) μάλλον ήταν αδέλφια, παιδιά του Ξύδη (άγνωστο το βαπτιστικό του) και τους συναντάμε στα 1790. Για τον Μήτρο και τον Πέτρο δεν γίνεται στις γνωστές πηγές έκτοτε λόγος. Τον Αντώνη τον συναντάμε στα 1800, 1811 και 1817. Μετά το 1817 δεν απαντιέται στις γνωστές πηγές. Ο Αναγνώστης Ξιδόπουλος που υπογράφει με τον Αντώνη Ξύδη είναι ο γνωστός Στρατηγός του 21 Θύμιος Ξύδης. Ο Χρίστος Ξυδαντωνίου, που τον συναντάμε στα 1811, είναι προφανές ότι είναι γιος του Αντώνη Ξύδη (Ξυδαντώνη). Ο Κωνσταντής ή Μπέης που τον συναντάμε στα 1817 μαζί με τον Αντώνη είναι ο γνωστός πρόκριτος. Πιθανολογούμε ότι ο Αντώνης Ξύδης είχε παιδιά: τον Θύμιο ή Αναγνώστη, τον Σπύρο ή Σπήλιο, τον Κωνσταντή ή Μπέη και τον Χρίστο. Από άλλες πηγές ξέρουμε ότι ο Θύμιος, Σπύρος και Κωνσταντής, η Ευφροσύνη σύζυγος Δημητρίου Γ. Λούρου και η σύζυγος του Ν. Βαλτινού ήταν αδέλφια. Τώρα ποιος ήταν ο πατέρας Ξύδης και ο υιός Ξύδη, που κατά τον Αινιάνα εξοντώθηκαν από τον Αλήπασα, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Ήταν ο γέρο Ξύδης (πατέρας των: Μήτρου, Αντώνη και Πέτρου) ή ο Αντώνης Ξύδης, με τον γιο του Χρίστο, που δεν απαντιέται στις πηγές μετά το 1811, ή με κάποιον άλλο γιό πουδεν ξέρουμε; Δυστυχώς δεν μπορούμε να απαντήσουμε με βεβαιότητα. Ο Θύμιος ήταν άγαμος. Ο Κωνσταντής κατά τον Καρκαβίτσα νυμφεύθηκε την διάσημη για την ομορφιά της Λάμπρω Γιάννη Καναβού. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την οικογενειακή παράδοση. Επομένως δεν είναι σωστό αυτό που γράφει ο Κωτσόπουλος ότι η σύζυγος του ήταν η Ελένη Νικολ. Δεσποτόπουλου από Χώμορη. Πιθανόν όμως να έγινε σύγχυση με την Ελένη συζ. Σπύρου Ξύδη. Παιδιά του Κωνσταντή Ξύδη ήταν ο Νάκος Ξύδης, που παρουσιάζεται στις καταστάσεις των ενόρκων να έχει γεννηθεί στα 1815 και πιθανόν ο Θύμιος (1823-1903), ο Θόδωρος (1833-1869) και ο Γιάννης Ξύδης, που εμφανίζεται στις καταστάσεις αριστείων (1844) να παίρνει χάλκινο αριστείο. Παιδιά του Σπύρου Ξύδη και της Ελένης είναι: ο Αντώνης, η Ευφορία και η Βασιλική συζ. Κ. Γουβέλη. Ο Αντώνης στα 1865 αναφέρεται σε πιστοποιητικό του Δήμου Προσχίου 25 ετών (γεν. 1840), ενώ στους καταλόγους των ενόρκων18 εμφανίζεται ότι γεννήθηκε στα 1823.
Οι Ξυδαίοι στην επανάσταση.
Οι Ξυδαίοι στην επανάσταση.
Θύμιος (Αναγνώστης) Ξύδης:
Ο σημαντικότερος των Ξυδαίων ήταν ο Θύμιος-Αναγνώστης Ξύδης. Από τα αυτόγραφα γράμματα του φαίνεται ότι ήταν εγγράμματος και είχε και τον εκκλησιαστικό τίτλο του Αναγνώστη. Είναι βεβαιωμένο ότι υπηρετούσε στην αυλή του Αλήπασα· εκεί άλλωστε έμαθε τη στρατιωτική τέχνη. Άγνωστο, αν ξεκίνησε ως όμηρος, γιατί πάντα ο Αλήπασας συνήθιζε να κρατάει ομήρους γόνους επιφανών οικογενειών, για να τις ελέγχει, ή στρατολογήθηκε λόγω των ικανοτήτων του. Πόσο έμεινε στα Γιάννενα δεν γνωρίζουμε. Λέγεται ότι κατόρθωσε να δραπετεύσει κατά την πολιορκία του Αλή από τα Σουλτανικά στρατεύματα. Εκείνο που ξέρουμε σίγουρα είναι ότι τον βρίσκομε με την έναρξη της επανάστασης στα 1821 στη Ναυπακτία να ηγείται σώματος 600 ανδρών στην πολιορκία της Ναυπάκτου, όπου και πληγώθηκε καιρίως, ως αναφέρει ο ίδιος σε αναφορά του προς το Υπουργείο πολέμου. Στην αναφορά του αυτή είναι έκδηλη η πικρία του από την συμπεριφορά μερικών καπιταναίων των επαρχιών Βενετικού και Κραβάρων, ως επίσης δύσκολα υποκρύπτεται η περηφάνειά του, ότι υπήρξε η «ψυχή» της πολιορκίας της Ναυπάκτου. Βέβαια δεν έχομε λόγους να αμφισβητήσουμε τούτο. Εκτός από τον ακέραιο και γενναίο χαρακτήρα του, η επισημότητα της αναφοράς, αφού παραλήπτης ήταν το Υπουργείο Πολέμου, που εύκολα μπορούσε να ελέγξει τα γραφόμενα, είναι στοιχεία που μας βεβαιώνουν την ακρίβεια και την πιστότητα αυτής. Και είναι τουλάχιστον μικρόχαρο και εξυπηρετικό σκοπιμοτήτων το πιστοποιητικό της 22 Φεβρουαρίου 1844 που υπογράφεται κυρίως από παλιούς προύχοντες που δεν είχαν σχέση με τη Ναύπακτο και αναφέρεται στον ποτέ Γεώργιο Λογοθέτη Καναβό σημειώνοντας ότι: «[ο Γεώργιος Καναβός]... εσήκωσε με θ' εαυτού άπαντα τα όπλα της επαρχίας Κραβάρων μετά των επί τούτω προετοιμασμένων οπλαρχηγών Κώστα Χορμόβα, Διαμαντή Χορμόβα και Γεωργίου Πηλάλα μεθ’ όλων των προεστών των Κραβάρων συμποσούμενων απάντων εις δύο χιλιάδες περίπου όπλων...». Πουθενά βέβαια δεν αναφέρονται οι Ξυδαίοι, οι Σισμαναίοι, οι Σωτηραίοι, οι Ροντηραίοι, οι Μακρυγιανναίοι, ο Καλτσοδήμος και άλλοι μικρότεροι οπλαρχηγοί γιατί τούτο θα μείωνε κατά τους συντάκτες του πιστοποιητικού τον προβαλλόμενο ως «αρχιστράτηγο» Κοτζαμπάση. Από πιστοποιητικά στρατιωτών διαπιστώνουμε ότι έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στη Ρούμελη (Αγάθωνα Υπάτης κλπ.) μέχρις ότου απογοητευμένος από τις αντενέργειες των καπιταναίων της περιοχής, που τον θεωρούσαν αντίζηλο στην στρατιωτική αρχηγία των Ναυπακτιακών όπλων, αναγκάσθηκε να περάσει στην Πελοπόννησο και να ενταχθεί με το σώμα του από 67 στρατιώτες στο σώμα του Στρατηγού Ανδρέα Λόντου. Πότε πέρασε στην Πελοπόννησο δεν είναι εξακριβωμένο. Εκεί έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και πολιορκίες, όπως στην Πάτρα, στη Βοστίτζα, στην Ακρατα. Ακόμα ο Θύμιος ξαναπέρασε στην Ρούμελη και έλαβε μέρος στη μάχη της Καλιακούδας (28 Αυγούστου 1823). Μετά ξαναγύρισε στην Πελοπόννησο, όπου στα τέλη του 1823 ανέλαβε Πολιτάρχης Τριπολιτσάς. Έξι ημέρες μετά την υποβολή της παραπάνω αναφοράς του, το Βουλευτικό εγκρίνει την προαγωγή του σε Χιλίαρχο. Την 1 Δεκεμβρίου 1824 εγκρίνει πάλι το Βουλευτικό την προαγωγή του σε στρατηγό. Κατά τα πιστοποιητικά των στρατιωτών του, ο Θύμιος Ξύδης, ενώ ήταν Πολιτάρχης Τριπολιτσάς διεκπεραιώθηκε στη Ρούμελη και έλαβε μέρος στη μάχη της Άμπλιανης (14 Ιουλίου 1824). Τον Αύγουστο τον συναντούμε πάλι ως Πολιτάρχη Τριπολιτσάς, με αρκετή δράση που φαίνεται στα παρακάτω έγγραφα. Βέβαια ως πολιτάρχης βρέθηκε στη δίνη του εμφύλιου πολέμου. Ακολουθούσε τις προσταγές της Διοίκησης (πρόεδρος του Εκτελεστικού ο Γ. Κουντουριώτης) και τις εφάρμοζε με ακρίβεια. «Ημείς όσοι εδώ προσταγμένοι παρά της διοικήσεως ευρισκόμεθα, είμεθα πρόθυμοι να χύσωμεν το αίμα μας υπέρ της διοικήσεως και υπέρ των νόμων» γράφει στις 2.9.1824 προς την Υπέρτατη Διοίκηση. Ο Θύμιος ήταν ατρόμητος και ορμούσε ακατάσχετος, γι' αυτό διέπρεπε σ' όλες τις μάχες που έλαβε μέρος. Η ριψοκίνδυνη ορμητικότητα του έκανε πολλούς συναδέλφους του οπλαρχηγούς να του φωνάζουν προσπαθώντας να τον συγκρατήσουν: Ξύδημ’, δεν είναι εδώ τα Γιάννινα να πέφτεις από τα παραθύρια. (Στα Γιάννενα ήταν ξακουστός για τους έρωτες του). Το τέλος του γενναίου Κραβαρίτη οπλαρχηγού ήλθε στις 7 Απριλίου 1825 στο Κρεμύδι κοντά στο Νιόκαστρο Μεσσηνίας. Ο Πολιτάρχης Στρατηγός είχε λάβει διαταγή να εκστρατεύσει κατά των Αράβων. Εκεί στο Κρεμύδι έδειξε απαράμιλλο θάρρος και ανδρεία και τελικά έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Ο άπειρος θαλασσινός Σκούρτης, που ανοήτως η Κυβέρνηση τον διόρισε αρχηγό των στρατιωτικών σωμάτων, πήρε πολλούς στο λαιμό του. «Οι περισσότεροι έφυγαν, και ούτως οι ανδρείοι εφονεύθησαν» και ένας από τους ανδρείους ήταν ο Θύμιος Ξύδης. Ακόμα «μερικοί βεβαίωναν ότι είδαν το πτώμα του Ξύδη, το οποίον εγνώρισαν μολονότι ήταν ακέφαλον». Σώθηκε όμως η σημαία του από ένα γενναίο στρατιώτη Κραβαρίτη (το σώμα του Ξύδη αποτελιόταν στην πλειοψηφία του από Κραβαρίτες) που τον καταδίωκαν για πολλές ώρες οι εχθροί. Στην κορυφή του κονταριού της σημαίας ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Θεός! Πατρίδα! Ελπίδα! Φιλανθρωπία!». Οι χαρακτηριστικές αυτές λέξεις δείχνουν το χαρακτήρα του Ξύδη. Ο Στρατηγός Θύμιος Ξύδης ήταν θανάσιμα πληγωμένος. Ένας στρατιώτης κι αυτός πληγωμένος προσπαθούσε μάταια να οδηγήσει τον στρατηγό του έξω από την ακτίνα προσβολής των εχθρών. Έμεινε κοντά του ένας 14χρονος που αρνιόταν να εγκαταλείψει το στρατηγό, παρά την αυστηρή διαταγή του να φύγει, να τρέξει να σωθεί. Ο μικρός αγωνιστής κρύφτηκε σ' ένα λάκκο, σκότωσε ένα Αιγύπτιο και του πήρε το ντουφέκι του, που τόφερε αργότερα λάφυρο στα Κράβαρα. Τα στιγμιότυπα αυτά της αφοσίωσης των στρατιωτών στο στρατηγό, δείχνουν τον σεβασμό και την αγάπη που απολάβαινε ο Θύμιος για την ανδρεία του και τις στρατηγικές του ικανότητες. Μεγάλες επικήδειες τιμές αποδόθηκαν στην Τριπολιτζά στη μνήμη του ατρόμητου στρατηγού και ήταν ευτυχής συγκυρία που κάποιος ξένος αυτόπτης τις κατέγραψε. Ο ηρωικός θάνατος του Θύμιου Ξύδη δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητος από την δημοτική μούσα. Ενώ ήταν Πολιτάρχης στην Τρίπολη αγαπούσε ωραιότατη νέα, που τον παρουσιάζει να θρηνεί το χαμό του το δημοτικό τραγούδι που κατέγραψε στα 1890 στη Σίμου ο Καρκαβίτσας:
«— Θύμιο μου τι συντάζεσαι, συντάξεις τ άρματα σου;
— Θέλω να πάου στο Νιόκαστρο, που γένουντ' οι πόλεμοι
και πάλι συλλογίζομαι και πάλι συλλογιούμαι,
π' αν λαβωθώ’ γω τα’ αρφανό, π' αν σκοτωθώ το μαύρο,
δεν έχω μάνα να με κλαίει και να πονεί για μένα.
— Ξένε μ' σε κλαίν' οι φίλοι σου, σε κλαιν οι εδικοί σου,
κι από κρυφά σε κλαίω κ εγώ στα μαύρα φορεμένη.
Τρεις χρόνους κάνω ξέπλεγη, τρεις χρόνους και τρεις μήνους,
κι αν με ρωτήσ' η μάνα μου κ η δόλια η αδελφή μου,
— Κόρη μ' πούναι ο άντρας σου, σαν πούναι κι ο καλός σου;
— Άντρας μου πάει στο Νιόκαστρο που γένουντ' οι πόλεμοι,
δεν ξέρω κι αν λαβώθηκε, δεν ξέρω κι αν σκοτώθη!»
Και ο Γιώργος Αθάνας, ο κορυδαλλός του Επάχτου, δεν μπορούσε παρά να τραγουδήσει το γενναίο στρατηγό:
«Απ' του Μοριά το Νιόκαστρο, μες απ' το Ναβαρίνο
πουλάκι αναφτερώνεται για μακρινό ταξίδι.
Το χαιρετώ στη Ρούμελη, στον Έπαχτο τ' αφήνω.
Στη Σίμου πικροκελαϊδεί και κλαίει το Θύμιο Ξύδη!
Βαρείτε νεκροκάμπανα, στα μαύρα φορεθήτε,
σύντροφοι του καριοφυλιού, κορίτσια της αγάπης.
Το παλικάρι τ' όμορφο δε θαν το ξαναϊδήτε.
Το' φάγε ο κάμπος κι ο Μοριάς κι ο Ιμπραχήμ αράπης ».
Όμως πέρα από τους επαίνους για τα προτερήματα του υπάρχει και μια βαριά κατηγορία εναντίον του ότι ενεχόταν στη δολοφονία του Υδραίου οπλαρχηγού Αντωνίου Ι. Οικονόμου, ο οποίος ξεσήκωσε τον λαό της Ύδρας στις 28 Μαρτίου 1821 κατά των νοικοκυραίων, που έβλεπαν επιφυλακτικά την Εξέγερση του Έθνους και ανέλαβε τη διοίκηση του νησιού. Έτσι στις 16 Απριλίου 1821 επανεστάτησε και η Ύδρα. Στις 12 Μαΐου 1821 οργανώθηκε συνωμοσία των προκρίτων και καπεταναίων κατά του Οικονόμου, ο οποίος παραδόθηκε στον απεσταλμένο από τους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν στην Πάτρα Σωτήρη θεοχαρόπουλο που τον οδήγησε στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Φενεού, απόπου δεν του επιτρεπόταν να φύγει. Ο Οικονόμου εκδήλωσε την πρόθεση να πάει στο Άργος, όπου από τις 11 Οκτωβρίου 1821 βρίσκονταν και οι αντιπρόσωποι των προκρίτων της Ύδρας στην Α' Εθνική Συνέλευση. Οι πρόκριτοι ταράχθηκαν και κατά τον Φωτάκο σε συμφωνία με τον Ανδ. Λόντο αποφάσισαν να τον δολοφονήσουν. Ο Ανδρέας Λόντος «έστειλε λοιπόν τους αρχηγούς των μισθοφόρων του αδελφούς Ξυδαίους, τον Ευθύμιο και Σπύρον Κραβαρίτας και τον Γεώργιον Κοντοβαζενίτην Πελοποννήσιον ο δε Σωτήρης Χαραλάμπης τον υπασπιστή του Ιωάννην Φεϊζόπουλον Βοστιτζιάνον και τον Ανδρέα Νικολόπονλον με 70 στρατιώτας εκ των μισθοφόρων και τους επαράγγειλε να υπάγουν να τον εύρουν ερχόμενον και να τον σκοτώσουν, όπου και αν τον απαντήσουν». Το απόσπασμα συνάντησε τον Οικονόμου και τον διέταξε να το ακολουθήσει. Ο Οικονόμου «δεν υπάκουσεν, αλλ' αντεστάθη και μάλιστα όρμησε να τρέξη διό να πιάση τον τοίχον και να υπερασπισθεί, ότε οι δολοφόνοι αμέσως επυροβόλησαν κατ αυτού, όστις και έπεσεν από το άλογο του νεκρός». Ο Μιχαήλ Οικονόμου γράφει: «... και μη πειθόμενον να τον καταναγκάσουν και βία ως τοις υπεσχέθησαν. Επέμφθησαν λοιπόν προς τούτο τρεις εκ των υποδεεστέρων οπλαρχηγών, ο Ανδ. Νικολόπουλος και Ευθ. Ξύδης και ο Γ. Κοντοβαζενίτης με 100 στρατιώτας, υφ' ων μη πειθόμενος να επιστρέψει και εναντιούμενος εις την από Κουτσοποδίου εις Άργος πορείαν του, εφονεύθη και γυμνωθείς αφέθη εκεί...». Ο Ν. Σπήλιάδης σημειώνει: «... και ο Υψηλάντης υπογράφει την οποίαν ο Βάμβας έγραψε καταδικαστικήν διαταγήν κατά του Οικονόμου. Εστάλησαν επομένως ο Ευθύμιος Ξύδης με τον Ανδρέαν Νικολόπουλον, οίτινες διετέλουν υπό τας διαταγάς τουΑνδρ. Λόντου και του Σ. Χαραλάμπους και ενεδρεύοντες τον εδολοφόνησαν πλησίον εις το Κουτσοπόδι, χωρίον του Αργούς...». Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης σημειώνει: «... Μίαν ημέραν εκοινοποιήθη ότι εις Κουτσοπόδι εφονεύθη επίτηδες ο Αντώνιος Οικονόμου Υδραίος από στρατιώτας (από Ξύδην) του Λόντου (ως και αληθές) ερχόμενος από το Μεγάλο Σπήλαιον. Ο φονευθείς ήταν ο αρχηγός της επαναστάσεως της Ύδρας, όπου καθώς λέγουν έγραψαν να σκοτωθή». Σκόπιμο είναι να κάνουμε κάποιες διευκρινιστικές παρατηρήσεις: 1. Και οι τέσσερις συγγραφείς τοποθετούν τη «δολοφονία» του Οικονόμουστα 1821 μετά τις 11 Οκτώβρη 1821, οπότε ήλθαν οι πρόκριτοι αντιπρόσωποι τηςΎδρας, και ως τα τέλη του χρόνου. Όμως ο Θύμιος Ξύδης αυτή την εποχήβρισκόταν στην πολιορκία της Ναυπάκτου. Ήταν 6 μήνες στην πολιορκία πουάρχισε τέλη Μάη του 1821. Άρα σύμφωνα με τα λεγόμενα του, έπρεπε νάναι εκείμέχρι το Δεκ. 1821. Πότε πέρασε στην Πελοπόννησο και εντάχθηκε στο σώματου Λόντου παραμένει ερωτηματικό. 2. Όσο για το θάνατο του Οικονόμου δεν είναι ξεκαθαρισμένα τα πράγματα.Αντιστάθηκε και έγινε συμπλοκή ή δολοφονήθηκε εν ψυχρώ; Μάλλον το πρώτοσυνέβη. Πάντως το στρατιωτικό απόσπασμα βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία. Συνεπώς είναι δύσκολο να κατηγορήσουμε τους αρχηγούς του για ψυχρήδολοφονία, και ούτε ξέρουμε ποιος από τους οπλαρχηγούς είχε την πρωτοβουλία. Βέβαια ο θάνατος του Οικονόμου ήταν ένα από τα δυσάρεστα και σκοτεινάγεγονότα της Επανάστασης και προανάκρουσμα του εμφύλιου πολέμου που ήρθελίγο αργότερα. Τελικά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν αποδεικνύονται οι ευθύνες του Θύμιου Ξύδη για το θάνατο Οικονόμου και δεν μπορεί το επεισόδιο αυτό να αμαυρώσει τη φήμη του.
Σπύρος (Σπήλιος) Ξύδης:
Από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης ακολούθησε τον αδελφό του Θύμιο και ήταν υπαρχηγός του Σώματός του. Έλαβε μέρος σ' αρκετές μάχες στη Ρούμελη και στην Πελοπόννησο. Έτσι μέχρι το θάνατο του αδελφού του η δράση του ήταν παράλληλη με εκείνου. Το Δεκέμβρη του 1824 έλαβε το βαθμό του Χιλιάρχου, ενώ ο αδελφός του το βαθμό του Στρατηγού. Δεν πήρε μέρος στη μάχη στο Κρεμύδι, αλλά παρέμεινε στην Τριπολιτσά με πενήντα στρατιώτες ως αναπληρωτής του Πολιτάρχη αδελφού του, αφού ο Θύμιος είχε εκστρατεύσει. Μετά τον ηρωικό θάνατο του Στρατηγού Θύμιου Ξύδη, ο Χιλίαρχος Σπύρος Ξύδης τον διαδέχθηκε στην αρχηγία του σώματος του, που αποτελούνταν από 200 στρατιώτες και στην Πολιταρχία της Τριπολιτζάς. Με έγγραφο του στις 2 Μάη 1825 το Υπουργείο Πολέμου του ανέθεσε εκτός από τα καθήκοντα του Πολιτάρχη και τα καθήκοντα του φρουράρχου. Ως Πολιτάρχης και Φρούραρχος Τριπολιτσάς έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Μάλιστα στην ατυχή μάχη στα Μαγούλιανα, όπως γράφει ο Γενναίος Κολοκοτρώνης «ένας καπετάνιος Ξύδης από Κράβαρι ονομαζόμενος είχον αφήσει το άτι τον και είχε πάρει μόνον την σέλλαν τον όπου ήταν αργυρή». Ως φαίνεται από τα έγγραφα στις αρχές Ιουνίου ο Ξύδης παραιτήθηκε από την Πολιταρχία και έλαβε την εντολή να εκστρατεύσει. Βέβαια δεν πρόκειται για λιποταξία. Ακολούθησε κι αυτός τα λοιπά Ρουμελιώτικα στρατεύματα, τα οποία επέστρεψαν στη Ρούμελη. Άλλωστε η διαταγή (βλ. έγγρ. 9) της διοικήσεως είναι εύγλωττη. Πάντως ως φαίνεται από τον σχετικό λογαριασμό από 1.6.1825 — 20 Ιουλ. 1825 βρισκόταν ακόμα στην Πελοπόννησο με 40 στρατιώτες. Από άλλη κατάσταση πληροφορούμαστε ότι με 120 στρατιώτες βρισκόταν έξω από το Μεσολόγγι, τον Απρίλη του 1826. Έκτοτε ακολούθησε τον Καραϊσκάκη στην νικηφόρα εκστρατεία του. Συνυπογράφει με τον Καραϊσκάκη και άλλους οπλαρχηγούς στην αναφορά (Ράχοβα 26.11.1826) προς την Διοικητική Επιτροπή Ελλάδος στην οποία περιγράφεται η νικηφόρα μάχη της Αράχοβας Βοιωτίας.