Γνωστή αρχοντική οικογένεια των Κραβάρων που κατά την παράδοση είχε τις ρίζες της στο Βυζάντιο. Στις 28.1.1204 ένας προγονός της ο Νικόλαος Καναβός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ύστερα από επανάσταση κατά της ανίκανης διοίκησης των Αγγέλων. Σε λίγες όμως μέρες (5.2.1204) ο Νικόλαος Καναβός φονεύεται και ανέρχεται στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Αλέξιος Ε' ο Μούρτζουφλος. Μετά την άλωση της πόλης από τους Τούρκους (1453) ένας κλάδος των Καναβαίων βρήκε καταφύγιο στην Μεγάλη Λομποτινά Κραβάρων όπου διετέλεσαν Προεστώτες. Γνωστά μέλη της Κραβαρίτικης οικογένειας είναι:
1. Αναγνώστης Καναβός, υιός Ανδρέα. Υπογράφει ως μάρτυρας σε ιεροδικαστική απόφαση (1747). Ο ίδιος χωρίς το πατρώνυμο υπογράφει σε ομολογία στις 2.5.1746. Ο Αναγνώστης ήταν εκείνη την εποχή εκκλησιαστικός τίτλος και υποκαθιστούσε πολλές φορές το βαπτιστικό. Δεν γνωρίζουμε όμως ποιο ήταν το βαπτιστικό του παραπάνω και αν ταυτίζεται με τον αμέσως παρακάτω Γεωργάκη.
1. Αναγνώστης Καναβός, υιός Ανδρέα. Υπογράφει ως μάρτυρας σε ιεροδικαστική απόφαση (1747). Ο ίδιος χωρίς το πατρώνυμο υπογράφει σε ομολογία στις 2.5.1746. Ο Αναγνώστης ήταν εκείνη την εποχή εκκλησιαστικός τίτλος και υποκαθιστούσε πολλές φορές το βαπτιστικό. Δεν γνωρίζουμε όμως ποιο ήταν το βαπτιστικό του παραπάνω και αν ταυτίζεται με τον αμέσως παρακάτω Γεωργάκη.
2. Γιωργάκης-(Λογοθέτης;) Καναβός. Υπογράφει σε ομολογίες (18 Δεκ. 1739, 15.3.1746 και 25.8.1753).
3. Κωνσταντάκης-Λογοθέτης Καναβός. († 1775) Περιέχεται σε «εμμάρτυρο γράμμα» (27.9.1770).
4. Νικολάκης-Αναγνώστης Καναβός. († 1800 ή 1801). Όπως παραπάνω, στο ίδιο «εμμάρτυρο γράμμα».
5. Ιωάννης Καναβός. Αδελφός του Νικολάκη.
6. Αντώνης Καναβός (; - 1828). Αδελφός του Νικολάκη.
7. Γεώργιος-Λογοθέτης Καναβός (αρχές 1827), γιος του Νικολάκη.
8. Ανδρέας-Αναγνώστης Καναβός (1790-1844), γιος του Νικολάκη.
9. Ιωάννης Λογοθέτου-(Καναβός), γιος του Νικολάκη.
10. Νικόλαος Καναβός (; - 1902) γιος του Ανδρέα-Αναγνώστη Καναβού.
11. Ιωάννης Νικολάου Καναβός (1865-1953), γιος του προηγούμενου και τελευταίος γόνος των Καναβαίων της Λομποτινάς.
Περί του Γενάρχη των Καναβαίων, Νικόλαου Καναβού, το 1204 μ.Χ.
Το γεγονός της επιλογής και πρόκρισης του «νεανίσκου» Νικολάου Καναβού για τον αυτοκρατορικό θρόνο εκ μέρους του λαού της Βασιλεύουσας, ενώ τεκταινόταν η ανατροπή της διεφθαρμένης κυβέρνησης των Αγγέλων αυτοκρατόρων Αλέξιου Δ' και του τυφλού πατέρα του τελευταίου, Ισαάκιου Β', στις 25 Ιανουαρίου 1204, δεν αποκλείεται να σημαίνει ότι ο Νικόλαος ήταν γόνος ονομαστής —ίσως και αριστοκρατικής— βυζαντινής οικογένειας· από τις σχετικές πληροφορίες στις πηγές μόνο ο μεταγενέστερος Ψευδο-Κωδινός μαρτυρεί ότι κατείχε το αξίωμα του σεβαστού, πληροφορία που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η οποία, πάντως, μάλλον αποκλείει τις απόψεις των Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ν. Βέη και Ν. Καλομενόπουλου περί του «ασήμου» και του «ταπεινού» της καταγωγής του. Στον Νικόλαο, πάντως, έπεσε ο δυσμενής κλήρος να χριστεί, άθελα του, «βασιλεύς Ρωμαίων» στις αρχές του δίσεκτου για την Αυτοκρατορία έτους 1204, πιθανώς στις 28 Ιανουαρίου κατά τους Νικήτα Χωνιάτη και Θεόδωρο Σκουταριώτη," από τον επαναστατημένο όχλο της βυζαντινής πρωτεύουσας, τον «χυδαίο δήμο», όπως μαρτυρεί ο Ψευδο-Κωδινός Αν και οι ελληνικές πηγές δεν αναφέρουν συγκεκριμένα «στέψη» του Καναβού, εν τούτοις την πληροφορία αυτή μας την παρέχει το «Χρονικό του Νόβγκοροντ», κατά το οποίο μαζί με τον Νικόλαο πιθανώς να στέφθηκε και η σύζυγος του, της οποίας πάντως δεν σώζεται το όνομα. Ακόμη και αν, πάντως, η πληροφορία του παλαιορωσικού χρονικού είναι σωστή, εν τούτοις λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η «στέψη» αυτή, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά τα λεγόμενα του Γ. Κορδάτου ότι ο Καναβός πρέπει να θεωρείται «νόμιμος αυτοκράτορας», που ανατράπηκε από το κίνημα του Αλέξιου Ε' Δούκα Μούρτζουφλου. Προτού παρακολουθήσουμε τα γεγονότα από την στιγμή της εκλογής του Καναβού, θα αναφερθούμε σε μια πολύ σημαντική πληροφορία, την οποία παρέχει μόνο το «Χρονικό του Νόβγκοροντ»· πριν ο Καναβός επιλεγεί για αυτοκράτορας, την ίδια τύχη είχε ένας άλλος Βυζαντινός αξιωματούχος, ο σεβαστός Κωνσταντίνος Ραδεινός, γνωστός από άλλη περίπτωση στους Ν. Χωνιάτη και Θ. Σκουταριώτη· σύμφωνα με την γλαφυρή περιγραφή του Χρονικού, πάντως, ο Ραδεινός, αντιλαμβανόμενος τις τεράστιες δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε, στην κυριολεξία εξαφανίστηκε, ενώ η γυναίκα του —όσο και να πιέστηκε— δεν αποκάλυψε το κρησφύγετο του συζύγου της. Έτσι, στη συνέχεια ο κλήρος έλαχε στον Νικόλαο Καναβό. Παρά τα μαρτυρούμενα από τις ελληνικές πηγές χαρίσματα και προσόντα του (ηθικός, ικανός στη γνώμη, έμπειρος στα πολεμικά), εν τούτοις ο Νικόλαος Καναβός αποτέλεσε τραγική μορφή, αφού δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα για τις δύσκολες εκείνες ώρες αποθέματα ψυχικής δύναμης και σθένους, για να ανταποκριθεί στο βάρος μια τόσο τεράστιας ευθύνης, την οποία του είχε αναθέσει ο λαός της Κωνσταντινούπολης. Επιπρόσθετα, είχε να αντιμετωπίσει από την αρχή τις πλάγιες και ύπουλες ενέργειες του Αλέξιου Δ' Άγγελου, που ταμπουρωμένος στο ανάκτορο των Βλαχερνών και προφανώς πανικόβλητος από την αναμφισβήτητη δημοτικότητα που θα είχε αρχικά ο Καναβός, έσπευσε να καλέσει τον αρχηγό της Δ' Σταυροφορίας, μαρκίωνα Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, για την ανατροπή του Καναβού με σταυροφορικές δυνάμεις· αυτά παραδίδει ο Χωνιάτης, ακολουθούμενος από τον Σκουταριώτη, ενώ το «Χρονικό του Νόβγκοροντ», οπωσδήποτε λιγότερο αξιόπιστο στο σημείο αυτό, αποδίδει τις ενέργειες για προσεταιρισμό των Φράγκων στον τυφλό γέροντα Ισαάκιο Β' Άγγελο· πράγματι, όπως διαφαίνεται από τις επιστολές του Βαλδουίνου (Α') της «Ρωμανίας», οι ενέργειες αυτές αποδίδονται στον Αλέξιο Δ', καθώς εξάλλου αναφέρουν σαφώς οι Hendrickx και Matzukis. Η ανδρεία και, οπωσδήποτε, η στρατιωτική εμπειρία του Καναβού συνάγεται από τις φράσεις των Χωνιάτη και Σκουταριώτη ότι δεν ήταν «αγεννής τά πολέμια». Από μια αρκετά σημαντική λατινική πηγή του 13ου αι., τον Aubray de Trois-Fontaines μαθαίνουμε ότι ήδη πριν την ανατροπή του Ισαάκιου Β' από τον αδελφό του Αλέξιο Γ’ Άγγελο το 1195, ο Καναβός συμπεριλαμβανόταν —μαζί με τον Μούρτζουφλο— στους αναφερόμενους (από τον Χωνιάτη) Βυζαντινούς αριστοκράτες που είχαν εναντιωθεί στον Ισαάκιο, έχοντας επιδείξει στασιαστικές τάσεις, ενώ έχει ακόμη υποστηριχθεί από τον Brand ότι ο Καναβός «φαίνεται ότι υπήρξε οπαδός του Αλέξιου Γ'», αν και η σχέση τους αυτή δεν αναφέρεται ούτε στο λεπτομερές περί Αλεξίου Γ' λήμμα του Κ. Βαρζού ούτε στο πρόσφατο κεφάλαιο περί της βασιλείας του Αλεξίου Γ' από τον Ι. Καραγιαννόπουλο. Πάντως, από την προαναφερόμενη πληροφορία του Aubray μπορεί να συναχθεί ένα άλλο χρήσιμο για την παρούσα έρευνα συμπέρασμα, όσον αφορά στην ηλικία του Καναβού αφού πριν το 1195 (ίσως περί το 1192) ο Νικόλαος Καναβός μπορούσε να διαδραματίζει κάποιο ρόλο στις κατά του Ισαάκιου Β' κινήσεις, τότε το 1204 μπορεί βέβαια να ήταν ακόμη νέος άνδρας, όχι όμως και «νεανίσκος», που όπως είδαμε τον αποκαλούν οι Χωνιάτης και Σκουταριώτης. Όσον δε αφορά την περίπτωση να υπήρξε οπαδός του Αλέξιου Γ’, αυτό θα μπορούσε ίσως να μας οδηγήσει στην εικασία ότι θα πολέμησε κατά των σταυροφόρων λίγο πριν από την ανατροπή του Αλέξιου Γ' στις 17 Ιουλίου και την επαίσχυντη φυγή του από τη Βασιλεύουσα. Το κυριότερο ίσως πρόβλημα σχετικά με την εκλογή του Καναβού από τον κωνσταντινουπολιτικό λαό σχετίζεται με την προβληματική «στέψη» του στην Αγία Σοφία, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Chronista Novgorodensis, μαρτυρία που δεν ενισχύεται ούτε από τις ελληνικές πηγές, που χρησιμοποιούν τα ρήματα «χρίουσιν» και «άνηγόρευσαν», αλλά ούτε και από την Devastatio, κατά την οποία «εκλέγουν βασιλέα» («regem eligunt»). Επίσης με την πληροφορία του «Χρονικού του Νόβγκοροντ» συνδέεται και η αινιγματική φράση ότι η «στέψη» του Καναβού έγινε «με την απουσία του πατριάρχη» («absente patriarcha»), φράση που προβλημάτισε τον μεταφραστή του έργου, J. Gordon, κατά τον οποίο δεν φαίνεται καθαρά αν εδώ υπονοείται ότι ο πατριάρχης απλά απουσίαζε ή σκόπιμα δεν παρέσχε την υποστήριξη του στον Καναβό. Νομίζουμε ότι παρά το γεγονός ότι ο Καναβός θα πρέπει να είχε αρκετούς οπαδούς κατά το διάστημα της πολύ σύντομης «βασιλείας» του (εξαήμερης ή οκταήμερης), όταν κατέλαβε με τους υποστηρικτές του την Αγία Σοφία, εν τούτοις δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του πατριάρχη, ο οποίος προτίμησε να την παράσχει στον Μούρτζουφλο, που είχε επίσης «χριστεί» αυτοκράτορας στις 28/29 Ιανουαρίου (λίγο μετά δηλ. από τον Καναβό) από άλλο τμήμα του λαού της Βασιλεύουσας. Η σταδιακή επικράτηση του Μούρτζουφλου σε βάρος του Καναβού περιγράφεται γλαφυρά και συμβολικά στα κείμενα των Χωνιάτη και Σκουταριώτη, που γράφουν ότι η ισχύς και η επιρροή του πρώτου συνεχώς γιγαντωνόταν σε αντίθεση με εκείνη του τελευταίου, η οποία μίκραινε και έσβηνε. Η διστακτικότητα και η έλλειψη αποφασιστικότητας εκ μέρους του Καναβού δεν δικαιολογούν τις απόψεις του Γ. Κορδάτου, κατά τον οποίο ο δημοφιλής Καναβός δεν ήταν αρεστός ούτε στον πατριάρχη, αλλά ούτε στους άρχοντες και τους συγκλητικούς, οι οποίοι ανησυχούσαν για την (δήθεν) δυναμικότητα του νέου αυτού «Ανδρόνικου» (υπερβολικός παραλληλισμός του Κορδάτου ανάμεσα στους Καναβό και τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α' Κομνηνό). Συνεχίζοντας δε τις υπερβολικές του εκτιμήσεις ο Κορδάτος έγραφε πως ο Καναβός ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει τους Φράγκους και τους Βενετούς και «άρχισε να οργανώνει στρατό από τις λαϊκές μάζες, έχοντας το στρατηγείο του στην Αγία Σοφία». Κάθε άλλο όμως παρά κάτι τέτοιο έγινε· διστακτικός και χωρίς την απαιτούμενη ενεργητικότητα ή τον ενθουσιασμό που θα ανέμεναν οι οπαδοί του, ο Καναβός φαίνεται ότι αδράνησε. Στα γεγονότα του 1204 ο Καναβός ούτε «διακρίθηκε για την παληκαριά του και για τον πατριωτισμό του», ούτε βέβαια υπήρξε «αληθινός λαϊκός ηγέτης, που μέρα νύχτα προπαγάνδιζε την ιδέα της αντίστασης στους Φράγκους και στους Βενετσάνους», έχοντας «μαζέψει γύρω του πολλούς φανατικούς ομοϊδεάτες του από τα λαϊκά στρώματα». Όπως είναι φανερό, ο Κορδάτος έχει «εκβιάσει» τις πηγές. Στην Αγία Σοφία, όπου σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις παρέμεινε για έξι (ή οκτώ) ημέρες με τους οπαδούς του ο Νικόλαος Καναβός, έμελλε τελικά να εξουδετερωθεί, όταν ο Μούρτζουφλος αποφάσισε να παρέμβει δυναμικά για να γίνει κύριος της κατάστασης. Δεν είναι πάντως απόλυτα σαφές αν ο Μούρτζουφλος χτύπησε τελικά τους οπαδούς του Καναβού με το στρατό του, συλλαμβάνοντας και εκτελώντας τον τελευταίο (περί του υποτιθέμενου θανάτου του Καναβού βλ. παρακάτω), όπως μαρτυρεί η Devastatio, ή —εγκατελειμμένος τελικά από τους οπαδούς του— συνελήφθη από τους άνδρες του Μούρτζουφλου, όπως γράφουν οι βυζαντινές πηγές. Πιθανότερη, ίσως, να είναι η εκδοχή του Chronista Novgorodensis, σύμφωνα με τον οποίο ο Μούρτζουφλος πρότεινε στον Καναβό να απαρνηθεί το στέμμα που του είχαν προσφέρει και, σε αντάλλαγμα, θα τον αναγνώριζε ως τον πρώτο ανάμεσα «στους βογιάρους του»· όταν όμως οι οπαδοί του Καναβού απέτρεψαν τον τελευταίο από του να παραιτηθεί από το αξίωμα στο οποίο τον είχαν οι ίδιοι ανεβάσει, την ίδια εκείνη νύκτα οι ίδιοι αυτοί οπαδοί του εγκατέλειψαν (ανεξήγητα) τον Καναβό, που μαζί με την γυναίκα του συνελήφθη από τον Μούρτζουφλο και ρίχτηκε στη φυλακή. Αυτά συνέβησαν στις 5 Φεβρουαρίου 1204, αν και οι Hendrickx και Matzukis τονίζουν την επιφυλακτικότητα τους στην αβίαστη αποδοχή της ημερομηνίας αυτής για την εξουδετέρωση του Καναβού και την επίσημη «στέψη» του Αλέξιου Ε'. Έτσι, παρά το γεγονός ότι είχε υποστηριχθεί από όχι ευκαταφρόνητο τμήμα του κωνσταντινοπολιτικού λαού, του «απλού και ανοργάνωτου» κατά τον Ν. Οικονομίδη, που μάλλον θα προερχόταν από τις «χαμηλότερες τάξεις» κατά τον Brand, εν τούτοις ο Καναβός έχασε την ευκαιρία και υποχώρησε εμπρός στην αποφασιστικότητα του Μούρτζουφλου. Σχετικά με την τύχη του άτυχου Καναβού, οι πηγές δεν παρουσιάζουν ομοφωνία- κατά την Devastatio συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε από τους άνδρες του Μούρτζουφλου, οι οποίοι είχαν περικυκλώσει την Αγία Σοφία, ενώ κατά την Croisade de Constantinople οι οπαδοί του Καναβού διασκορπίστηκαν από τις δυνάμεις του Μούρτζουφλου, οι οποίες συνέλαβαν και εκτέλεσαν τον ίδιο τον Καναβό μέσα ή κοντά στη Μεγάλη Εκκλησία. Καμιά όμως από τις δυο κύριες πηγές μας, ο Νικήτας Χωνιάτης ή ο Chronista Novgorodensis δεν αναφέρουν εκτέλεση του Καναβού· κατά τον Χωνιάτη «φρουρά παραδίδοται» (ή «φρουρά παραπέμπεται» κατά τον Σκουταριώτη, ενώ κατά τον Chronista» μαζί με την γυναίκα του «custodiae tradidit». Έτσι, η άποψη αρκετών ερευνητών που έχουν υιοθετήσει την περί θανάτωσης μαρτυρία των δυο ελασσόνων δυτικών πηγών, δεν μας φαίνεται ορθή. Για το λόγο αυτό συμφωνούμε με εκείνους που υιοθετούν την μαρτυρία περί σύλληψης και φυλάκισης, μετά τον διασκορπισμό των οπαδών του ατυχούς Καναβού. Ιδιαίτερα αναφέρουμε την χαρακτηριστική άποψη του E. Bradford ότι ο Καναβός, ένας «απρόθυμος αποδέκτης ενός αξιώματος που ποτέ δεν είχε επιδιώξει, αμέσως εγκαταλείφθηκε» και «πέρασε έξω από τη δημοτικότητα στην οποία σύρθηκε τόσο απρόθυμα και αποσύρθηκε στην ιδιωτική του ζωή». Αν κρίνει κανείς από τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες κλήθηκε να σώσει την κατάσταση, παρατηρεί ο Βρεταννός συγγραφέας, «ήταν σώφρων στην προσπάθεια του να αποσείσει από πάνω του μια τόσο αμφίβολης αποτελεσματικότητας τιμή». Πράγματι, αν κρίνουμε από τη μεγάλη ταλαιπωρία στην οποία άθελα του υποβλήθηκε ο άτυχος Καναβός, η τελική εξέλιξη θα πρέπει να του δημιούργησε μεγάλη ανακούφιση.
Το γεγονός της επιλογής και πρόκρισης του «νεανίσκου» Νικολάου Καναβού για τον αυτοκρατορικό θρόνο εκ μέρους του λαού της Βασιλεύουσας, ενώ τεκταινόταν η ανατροπή της διεφθαρμένης κυβέρνησης των Αγγέλων αυτοκρατόρων Αλέξιου Δ' και του τυφλού πατέρα του τελευταίου, Ισαάκιου Β', στις 25 Ιανουαρίου 1204, δεν αποκλείεται να σημαίνει ότι ο Νικόλαος ήταν γόνος ονομαστής —ίσως και αριστοκρατικής— βυζαντινής οικογένειας· από τις σχετικές πληροφορίες στις πηγές μόνο ο μεταγενέστερος Ψευδο-Κωδινός μαρτυρεί ότι κατείχε το αξίωμα του σεβαστού, πληροφορία που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η οποία, πάντως, μάλλον αποκλείει τις απόψεις των Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ν. Βέη και Ν. Καλομενόπουλου περί του «ασήμου» και του «ταπεινού» της καταγωγής του. Στον Νικόλαο, πάντως, έπεσε ο δυσμενής κλήρος να χριστεί, άθελα του, «βασιλεύς Ρωμαίων» στις αρχές του δίσεκτου για την Αυτοκρατορία έτους 1204, πιθανώς στις 28 Ιανουαρίου κατά τους Νικήτα Χωνιάτη και Θεόδωρο Σκουταριώτη," από τον επαναστατημένο όχλο της βυζαντινής πρωτεύουσας, τον «χυδαίο δήμο», όπως μαρτυρεί ο Ψευδο-Κωδινός Αν και οι ελληνικές πηγές δεν αναφέρουν συγκεκριμένα «στέψη» του Καναβού, εν τούτοις την πληροφορία αυτή μας την παρέχει το «Χρονικό του Νόβγκοροντ», κατά το οποίο μαζί με τον Νικόλαο πιθανώς να στέφθηκε και η σύζυγος του, της οποίας πάντως δεν σώζεται το όνομα. Ακόμη και αν, πάντως, η πληροφορία του παλαιορωσικού χρονικού είναι σωστή, εν τούτοις λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η «στέψη» αυτή, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά τα λεγόμενα του Γ. Κορδάτου ότι ο Καναβός πρέπει να θεωρείται «νόμιμος αυτοκράτορας», που ανατράπηκε από το κίνημα του Αλέξιου Ε' Δούκα Μούρτζουφλου. Προτού παρακολουθήσουμε τα γεγονότα από την στιγμή της εκλογής του Καναβού, θα αναφερθούμε σε μια πολύ σημαντική πληροφορία, την οποία παρέχει μόνο το «Χρονικό του Νόβγκοροντ»· πριν ο Καναβός επιλεγεί για αυτοκράτορας, την ίδια τύχη είχε ένας άλλος Βυζαντινός αξιωματούχος, ο σεβαστός Κωνσταντίνος Ραδεινός, γνωστός από άλλη περίπτωση στους Ν. Χωνιάτη και Θ. Σκουταριώτη· σύμφωνα με την γλαφυρή περιγραφή του Χρονικού, πάντως, ο Ραδεινός, αντιλαμβανόμενος τις τεράστιες δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε, στην κυριολεξία εξαφανίστηκε, ενώ η γυναίκα του —όσο και να πιέστηκε— δεν αποκάλυψε το κρησφύγετο του συζύγου της. Έτσι, στη συνέχεια ο κλήρος έλαχε στον Νικόλαο Καναβό. Παρά τα μαρτυρούμενα από τις ελληνικές πηγές χαρίσματα και προσόντα του (ηθικός, ικανός στη γνώμη, έμπειρος στα πολεμικά), εν τούτοις ο Νικόλαος Καναβός αποτέλεσε τραγική μορφή, αφού δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα για τις δύσκολες εκείνες ώρες αποθέματα ψυχικής δύναμης και σθένους, για να ανταποκριθεί στο βάρος μια τόσο τεράστιας ευθύνης, την οποία του είχε αναθέσει ο λαός της Κωνσταντινούπολης. Επιπρόσθετα, είχε να αντιμετωπίσει από την αρχή τις πλάγιες και ύπουλες ενέργειες του Αλέξιου Δ' Άγγελου, που ταμπουρωμένος στο ανάκτορο των Βλαχερνών και προφανώς πανικόβλητος από την αναμφισβήτητη δημοτικότητα που θα είχε αρχικά ο Καναβός, έσπευσε να καλέσει τον αρχηγό της Δ' Σταυροφορίας, μαρκίωνα Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, για την ανατροπή του Καναβού με σταυροφορικές δυνάμεις· αυτά παραδίδει ο Χωνιάτης, ακολουθούμενος από τον Σκουταριώτη, ενώ το «Χρονικό του Νόβγκοροντ», οπωσδήποτε λιγότερο αξιόπιστο στο σημείο αυτό, αποδίδει τις ενέργειες για προσεταιρισμό των Φράγκων στον τυφλό γέροντα Ισαάκιο Β' Άγγελο· πράγματι, όπως διαφαίνεται από τις επιστολές του Βαλδουίνου (Α') της «Ρωμανίας», οι ενέργειες αυτές αποδίδονται στον Αλέξιο Δ', καθώς εξάλλου αναφέρουν σαφώς οι Hendrickx και Matzukis. Η ανδρεία και, οπωσδήποτε, η στρατιωτική εμπειρία του Καναβού συνάγεται από τις φράσεις των Χωνιάτη και Σκουταριώτη ότι δεν ήταν «αγεννής τά πολέμια». Από μια αρκετά σημαντική λατινική πηγή του 13ου αι., τον Aubray de Trois-Fontaines μαθαίνουμε ότι ήδη πριν την ανατροπή του Ισαάκιου Β' από τον αδελφό του Αλέξιο Γ’ Άγγελο το 1195, ο Καναβός συμπεριλαμβανόταν —μαζί με τον Μούρτζουφλο— στους αναφερόμενους (από τον Χωνιάτη) Βυζαντινούς αριστοκράτες που είχαν εναντιωθεί στον Ισαάκιο, έχοντας επιδείξει στασιαστικές τάσεις, ενώ έχει ακόμη υποστηριχθεί από τον Brand ότι ο Καναβός «φαίνεται ότι υπήρξε οπαδός του Αλέξιου Γ'», αν και η σχέση τους αυτή δεν αναφέρεται ούτε στο λεπτομερές περί Αλεξίου Γ' λήμμα του Κ. Βαρζού ούτε στο πρόσφατο κεφάλαιο περί της βασιλείας του Αλεξίου Γ' από τον Ι. Καραγιαννόπουλο. Πάντως, από την προαναφερόμενη πληροφορία του Aubray μπορεί να συναχθεί ένα άλλο χρήσιμο για την παρούσα έρευνα συμπέρασμα, όσον αφορά στην ηλικία του Καναβού αφού πριν το 1195 (ίσως περί το 1192) ο Νικόλαος Καναβός μπορούσε να διαδραματίζει κάποιο ρόλο στις κατά του Ισαάκιου Β' κινήσεις, τότε το 1204 μπορεί βέβαια να ήταν ακόμη νέος άνδρας, όχι όμως και «νεανίσκος», που όπως είδαμε τον αποκαλούν οι Χωνιάτης και Σκουταριώτης. Όσον δε αφορά την περίπτωση να υπήρξε οπαδός του Αλέξιου Γ’, αυτό θα μπορούσε ίσως να μας οδηγήσει στην εικασία ότι θα πολέμησε κατά των σταυροφόρων λίγο πριν από την ανατροπή του Αλέξιου Γ' στις 17 Ιουλίου και την επαίσχυντη φυγή του από τη Βασιλεύουσα. Το κυριότερο ίσως πρόβλημα σχετικά με την εκλογή του Καναβού από τον κωνσταντινουπολιτικό λαό σχετίζεται με την προβληματική «στέψη» του στην Αγία Σοφία, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Chronista Novgorodensis, μαρτυρία που δεν ενισχύεται ούτε από τις ελληνικές πηγές, που χρησιμοποιούν τα ρήματα «χρίουσιν» και «άνηγόρευσαν», αλλά ούτε και από την Devastatio, κατά την οποία «εκλέγουν βασιλέα» («regem eligunt»). Επίσης με την πληροφορία του «Χρονικού του Νόβγκοροντ» συνδέεται και η αινιγματική φράση ότι η «στέψη» του Καναβού έγινε «με την απουσία του πατριάρχη» («absente patriarcha»), φράση που προβλημάτισε τον μεταφραστή του έργου, J. Gordon, κατά τον οποίο δεν φαίνεται καθαρά αν εδώ υπονοείται ότι ο πατριάρχης απλά απουσίαζε ή σκόπιμα δεν παρέσχε την υποστήριξη του στον Καναβό. Νομίζουμε ότι παρά το γεγονός ότι ο Καναβός θα πρέπει να είχε αρκετούς οπαδούς κατά το διάστημα της πολύ σύντομης «βασιλείας» του (εξαήμερης ή οκταήμερης), όταν κατέλαβε με τους υποστηρικτές του την Αγία Σοφία, εν τούτοις δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του πατριάρχη, ο οποίος προτίμησε να την παράσχει στον Μούρτζουφλο, που είχε επίσης «χριστεί» αυτοκράτορας στις 28/29 Ιανουαρίου (λίγο μετά δηλ. από τον Καναβό) από άλλο τμήμα του λαού της Βασιλεύουσας. Η σταδιακή επικράτηση του Μούρτζουφλου σε βάρος του Καναβού περιγράφεται γλαφυρά και συμβολικά στα κείμενα των Χωνιάτη και Σκουταριώτη, που γράφουν ότι η ισχύς και η επιρροή του πρώτου συνεχώς γιγαντωνόταν σε αντίθεση με εκείνη του τελευταίου, η οποία μίκραινε και έσβηνε. Η διστακτικότητα και η έλλειψη αποφασιστικότητας εκ μέρους του Καναβού δεν δικαιολογούν τις απόψεις του Γ. Κορδάτου, κατά τον οποίο ο δημοφιλής Καναβός δεν ήταν αρεστός ούτε στον πατριάρχη, αλλά ούτε στους άρχοντες και τους συγκλητικούς, οι οποίοι ανησυχούσαν για την (δήθεν) δυναμικότητα του νέου αυτού «Ανδρόνικου» (υπερβολικός παραλληλισμός του Κορδάτου ανάμεσα στους Καναβό και τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α' Κομνηνό). Συνεχίζοντας δε τις υπερβολικές του εκτιμήσεις ο Κορδάτος έγραφε πως ο Καναβός ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει τους Φράγκους και τους Βενετούς και «άρχισε να οργανώνει στρατό από τις λαϊκές μάζες, έχοντας το στρατηγείο του στην Αγία Σοφία». Κάθε άλλο όμως παρά κάτι τέτοιο έγινε· διστακτικός και χωρίς την απαιτούμενη ενεργητικότητα ή τον ενθουσιασμό που θα ανέμεναν οι οπαδοί του, ο Καναβός φαίνεται ότι αδράνησε. Στα γεγονότα του 1204 ο Καναβός ούτε «διακρίθηκε για την παληκαριά του και για τον πατριωτισμό του», ούτε βέβαια υπήρξε «αληθινός λαϊκός ηγέτης, που μέρα νύχτα προπαγάνδιζε την ιδέα της αντίστασης στους Φράγκους και στους Βενετσάνους», έχοντας «μαζέψει γύρω του πολλούς φανατικούς ομοϊδεάτες του από τα λαϊκά στρώματα». Όπως είναι φανερό, ο Κορδάτος έχει «εκβιάσει» τις πηγές. Στην Αγία Σοφία, όπου σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις παρέμεινε για έξι (ή οκτώ) ημέρες με τους οπαδούς του ο Νικόλαος Καναβός, έμελλε τελικά να εξουδετερωθεί, όταν ο Μούρτζουφλος αποφάσισε να παρέμβει δυναμικά για να γίνει κύριος της κατάστασης. Δεν είναι πάντως απόλυτα σαφές αν ο Μούρτζουφλος χτύπησε τελικά τους οπαδούς του Καναβού με το στρατό του, συλλαμβάνοντας και εκτελώντας τον τελευταίο (περί του υποτιθέμενου θανάτου του Καναβού βλ. παρακάτω), όπως μαρτυρεί η Devastatio, ή —εγκατελειμμένος τελικά από τους οπαδούς του— συνελήφθη από τους άνδρες του Μούρτζουφλου, όπως γράφουν οι βυζαντινές πηγές. Πιθανότερη, ίσως, να είναι η εκδοχή του Chronista Novgorodensis, σύμφωνα με τον οποίο ο Μούρτζουφλος πρότεινε στον Καναβό να απαρνηθεί το στέμμα που του είχαν προσφέρει και, σε αντάλλαγμα, θα τον αναγνώριζε ως τον πρώτο ανάμεσα «στους βογιάρους του»· όταν όμως οι οπαδοί του Καναβού απέτρεψαν τον τελευταίο από του να παραιτηθεί από το αξίωμα στο οποίο τον είχαν οι ίδιοι ανεβάσει, την ίδια εκείνη νύκτα οι ίδιοι αυτοί οπαδοί του εγκατέλειψαν (ανεξήγητα) τον Καναβό, που μαζί με την γυναίκα του συνελήφθη από τον Μούρτζουφλο και ρίχτηκε στη φυλακή. Αυτά συνέβησαν στις 5 Φεβρουαρίου 1204, αν και οι Hendrickx και Matzukis τονίζουν την επιφυλακτικότητα τους στην αβίαστη αποδοχή της ημερομηνίας αυτής για την εξουδετέρωση του Καναβού και την επίσημη «στέψη» του Αλέξιου Ε'. Έτσι, παρά το γεγονός ότι είχε υποστηριχθεί από όχι ευκαταφρόνητο τμήμα του κωνσταντινοπολιτικού λαού, του «απλού και ανοργάνωτου» κατά τον Ν. Οικονομίδη, που μάλλον θα προερχόταν από τις «χαμηλότερες τάξεις» κατά τον Brand, εν τούτοις ο Καναβός έχασε την ευκαιρία και υποχώρησε εμπρός στην αποφασιστικότητα του Μούρτζουφλου. Σχετικά με την τύχη του άτυχου Καναβού, οι πηγές δεν παρουσιάζουν ομοφωνία- κατά την Devastatio συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε από τους άνδρες του Μούρτζουφλου, οι οποίοι είχαν περικυκλώσει την Αγία Σοφία, ενώ κατά την Croisade de Constantinople οι οπαδοί του Καναβού διασκορπίστηκαν από τις δυνάμεις του Μούρτζουφλου, οι οποίες συνέλαβαν και εκτέλεσαν τον ίδιο τον Καναβό μέσα ή κοντά στη Μεγάλη Εκκλησία. Καμιά όμως από τις δυο κύριες πηγές μας, ο Νικήτας Χωνιάτης ή ο Chronista Novgorodensis δεν αναφέρουν εκτέλεση του Καναβού· κατά τον Χωνιάτη «φρουρά παραδίδοται» (ή «φρουρά παραπέμπεται» κατά τον Σκουταριώτη, ενώ κατά τον Chronista» μαζί με την γυναίκα του «custodiae tradidit». Έτσι, η άποψη αρκετών ερευνητών που έχουν υιοθετήσει την περί θανάτωσης μαρτυρία των δυο ελασσόνων δυτικών πηγών, δεν μας φαίνεται ορθή. Για το λόγο αυτό συμφωνούμε με εκείνους που υιοθετούν την μαρτυρία περί σύλληψης και φυλάκισης, μετά τον διασκορπισμό των οπαδών του ατυχούς Καναβού. Ιδιαίτερα αναφέρουμε την χαρακτηριστική άποψη του E. Bradford ότι ο Καναβός, ένας «απρόθυμος αποδέκτης ενός αξιώματος που ποτέ δεν είχε επιδιώξει, αμέσως εγκαταλείφθηκε» και «πέρασε έξω από τη δημοτικότητα στην οποία σύρθηκε τόσο απρόθυμα και αποσύρθηκε στην ιδιωτική του ζωή». Αν κρίνει κανείς από τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες κλήθηκε να σώσει την κατάσταση, παρατηρεί ο Βρεταννός συγγραφέας, «ήταν σώφρων στην προσπάθεια του να αποσείσει από πάνω του μια τόσο αμφίβολης αποτελεσματικότητας τιμή». Πράγματι, αν κρίνουμε από τη μεγάλη ταλαιπωρία στην οποία άθελα του υποβλήθηκε ο άτυχος Καναβός, η τελική εξέλιξη θα πρέπει να του δημιούργησε μεγάλη ανακούφιση.