Αχμέτ Νεπρεβίστα ή Πρεβίστας ή Ντεπριβιστάνης: ο τελευταίος ντερβέναγας των Κραβάρων .
Τον Οκτώβριο του 1828, ο Δημ. Υψηλάντης, με τρεις χιλιαρχίες, εκστρατεύει στη Ρούμελη. Ταυτόχρονα ο Κίτσος Τζαβέλλας -με μια χιλιαρχία, με την πεντηκονταρχία του Νίκου Τζαβέλλα και με τα στρατιωτικά σώματα του Μαστραπά, του Μακρή και του Γάλλου Georges Frederic baron Dentze, που όλα μαζί έφταναν τους 4.000 στρατιώτες -εκστρατεύει προς τα Κράβαρα και την Οξυά. Οι Τούρκοι έντρομοι μπρος στην ορμή του Τζαβέλα, κατέφυγαν στη Ναύπακτο, στο Καρπενήσι, στην Υπάτη (Πατρατζίκι) και στην Λομποτινά (Άνω Χώρα). Ο Τζαβέλας καλεί τους Τούρκους να του παραδώσουν τα Κράβαρα. Ο Αλβανός Δερβέναγας της περιοχής Κραβάρων Αχμέτ Νεπρεβίστα, πολιορκούμενος στην Λομποτινά απαντά προς τον Κίτσο Τζαβέλα, όταν ο τελευταίος τον κάλεσε να παραδοθεί και να εγκαταλείψει τον τόπο:
“Αγαπητέ μοι κίτζο τζαβέλα,το γράμμα σου έλαβα τα γραφόμενα σου καλώς εκατάλαβα.Τζαβέλα,΄ήξευρε ότι απο τον καιρόν οπού έβαλα το ντουφέκι εις τον ώμον στοχάζομαι τον εαυτόν μου τω όντι δια βασιλέα και τα εδικά σου τα ελληνοκορομπλίσματα να τα ειπείς εκεί οπου περνάνε ειδέ εις εμένα μένουν άκαιρα ορφανέ. Οτι αν θελης να δείξης το ελληνικόν σου έρχεσαι εδώ και τότε θέλεις καταλάβει δυστυχισμένε εκείνους οπου τρώγουν τα ψημένα κάστανα. Ορέ κίτζο τζαβέλα το να μου λέγεις οτι η υψηλή πόρτα της ρωσσίας πολεμά εις τα κάστρα της Πόλεως,και τον βασιλέα μας έχουν κλεισμένον εις το ουτζκαλεση,το γνωρίζω καιμένε,οτι μ’αυτά σας γελούν οι φράγκοι,και σας στέλνουν εδώθε δια να σας σκοτώνωμεν σαν τα σκυλιά,και έχομεν ελπίδα εις τον θεόν,οπου ο πολυχρονεμένος βασιλέας μας την υψηλήν πόρταν της ρωσσίας σας θέλει την χαμηλώσει,τζαβέλα περισσότερα δεν σου γράφω και θεόθεν υγίαν.
Τη 8 76ρ/ 1828, Λομπότινα
Ο του κραβάρου ντερβέναγας αχμέτ νεπρεβιστάνης”
Ο ίδιος ξαναγράφει λίγο αργότερα, προς τον Κίτσο:
«Λέγεις ότι είναι τόπος Ελληνικός , ήξευρε ότι εγώ όπου έχυσα τόσον αίμα ως καθώς λέγεις άλλον τόπον θέλεις χύσει και εσύ και τότε θα φας κράβαρα και λοιδορίκι, πλην μη στέλνεις και μαζώνεις καρβουναραίους ότι αυτοί δια κάρβουνα ηξεύρουν και όχι δια ντουφέκι, πολλά λόγια δεν σου λέω σύρε από κει όπου ήλθες ορφανέ, ότι σας λυπούμαι όπου εμείνατε τρείς σουλιώτες και θα χαθήτε όλοι.Και δια τόπον ελληνικόν όπου τον λέγεις εδώ, τόπος είμαι εγώ και νησάλα θέλεις με γνωρίσεις ογλίγορα. Μωρέ κίτζο εγώ σε ηξεύρω αρβανίτην ωσάν εμένα, εσύ που στον διάβολον τα έμαθες αυτά τα ελληνικά και εγώ δεν τα ηξεύρω; ... »
Τη 8 76ρ/ 1828, Λομπότινα
Ο του κραβάρου ντερβέναγας αχμέτ νεπρεβιστάνης”
Ο ίδιος ξαναγράφει λίγο αργότερα, προς τον Κίτσο:
«Λέγεις ότι είναι τόπος Ελληνικός , ήξευρε ότι εγώ όπου έχυσα τόσον αίμα ως καθώς λέγεις άλλον τόπον θέλεις χύσει και εσύ και τότε θα φας κράβαρα και λοιδορίκι, πλην μη στέλνεις και μαζώνεις καρβουναραίους ότι αυτοί δια κάρβουνα ηξεύρουν και όχι δια ντουφέκι, πολλά λόγια δεν σου λέω σύρε από κει όπου ήλθες ορφανέ, ότι σας λυπούμαι όπου εμείνατε τρείς σουλιώτες και θα χαθήτε όλοι.Και δια τόπον ελληνικόν όπου τον λέγεις εδώ, τόπος είμαι εγώ και νησάλα θέλεις με γνωρίσεις ογλίγορα. Μωρέ κίτζο εγώ σε ηξεύρω αρβανίτην ωσάν εμένα, εσύ που στον διάβολον τα έμαθες αυτά τα ελληνικά και εγώ δεν τα ηξεύρω; ... »
...Δεν πέρασε όμως ένας μήνας και ο Κίτσος Τζαβέλας έδειξε το «ελληνικό» του στον επηρμένο Αλβανό, που κατάλαβε ποιος τελικά τρώει τα «ψημένα κάστανα»! Στις 22 Οκτωβρίου οι πολιορκημένοι Αλβανοί της Λομποτινάς έκαναν προσπάθεια να σπάσουν τον ελληνικό κλοιό και να διαφύγουν προς την Ναύπακτο . Απέτυχαν παταγωδώς. Κατά την πορεία τους δέχονται επίθεση των Ελλήνων υπό τους Μακρυγιάννη, Ευαγ.Ιωάννου, Φ.Κορκολιό, Καλαντζογιάννη, Κ.Τζαβέλλα και Φωτομάρα, στην θέση Μυρμηγκιάρια ( ανάμεσα στην Λομποτινά και στην Ανδρίβιστα). Από τους 800, μόνο 150 σώθηκαν στο φρούριο της Ναυπάκτου. Οι άλλοι σκοτώθηκαν και μόνο 80 αιχμαλωτίστηκαν. Ανάμεσά τους και ο Αχμέτ Νεπρεβίστανης. Ο Κίτσος διέταξε να τους σφραγίσουν με πυρωμένο σίδερο που είχε την παράσταση του αναγεννώμενου Φοίνικα. Ο Κασομούλης τον επικρίνει αλλά ταυτόχρονα τον δικαιολογεί: «Ο Τζαβέλας εκατηγορήθη διά την βάρβαρον ταύτην πράξιν, πλην η περίστασις το συγχωρούσεν, αφού είχαμε να κάμωμεν με βάρβαρον εχθρόν» (Ενθυμήματα στρατιωτικά,τόμ. Γ', σελ.124).