23 Νοεμβρίου 1828: Απελευθέρωση του Καρπενησίου από τους Τούρκους.

Τον Οκτώβριο του 1828 ο Δημ. Υψηλάντης ξεκίνησε με 3 χιλιαρχίες για τη Στερεά Ελλάδα. Απελευθερώνει πόλεις και χωριά της Βοιωτίας, της Παρνασσίδας και της Λοκρίδας.
Ο Κίτσος Τζαβέλας απελευθερώνει τα Κράβαρα (Ναυπακτία), ενώ μια χιλιαρχία με το Στράτο και το Βαγγέλη Κοντογιάννη προχώρησαν για την Υπάτη.
Κατόπιν ο Κίτσος Τζαβέλας με μια χιλιαρχία, με την πεντηκονταρχία του Νίκου Τζαβέλα και με τα στρατιωτικά σώματα του Μαστραπά, του Μάκρη και του Γάλλου στρατηγού Δέντζελου, (που όλα μαζί έφταναν τους 4.000 στρατιώτες), τραβούν για το Καρπενήσι κι άρχισαν να το περισφίγγουν από παντού.
Ο Γιαν. Ράγκος εισχωρεί στ' Άγραφα. Στο μεταξύ μάχες δίνονται στη Λάσπη Καρπενησίου, στην Αγ. Τριάδα και στο Μεγάλο Χωριό.
Αρχές Νοεμβρίου 1828 ο Κιουταχής αποφάσισε ν' αντικαταστήσει τον αρχηγό της φρουράς του Καρπενησίου Ασλάν-μπέη Μοχορδάρη και να βάλει στη θέση του τον Καρανφίλ-μπέη (ή Καρνοφίλμπεη).
Ο Μοχορδάρης δυσαρεστημένος ζητάει τη βοήθεια των Γιολδασαίων και των άλλων Ελλήνων οπλαρχηγών για ν' αντιμετωπίσει τον αντίπαλο του. Και για να δείξει την καλή του θέληση έδωσε άδεια στις ελληνικές οικογένειες που ήταν έγκλειστες στο Καρπενήσι να φύγουν, αφού όμως εγκαταλείψουν στα σπίτια τους όλα τα υπάρχοντα τους. Ο Καρανφίλ-μπεης με 1.700 Τούρκους στρατιώτες μπαίνει στ' Άγραφα και προχωρεί για το Καρπενήσι. Ο Ράγκος δεν μπόρεσε να τους συγκρατήσει κι υποχώρησε. Έτσι οι Τούρκοι μπήκαν στο Καρπενήσι κι ενίσχυσαν τη φρουρά.
Στις 10 Νοεμβρίου ο Τζαβέλας κι οι άλλοι καπετανέοι συγκρούσθηκαν με τους Τούρκους και έπιασαν μια εφοδιοπομπή από 200 ζώα φορτωμένα με τροφές, που προορίζονταν για τους πολιορκημένους του Καρπενησίου. Τα τούρκικα αποσπάσματα με αρχηγούς τους Σμαήλ-μπέη Κιαφιζέζη και τον Μουσταφά Γκέγγα, με 2.000 στρατιώτες κατέλαβαν επίκαιρες θέσεις και φρουρούσαν σ' όλη τη γραμμή από το Βελούχι μέχρι τη Ρεντίνα.
Όλο αυτό τον καιρό το Καρπενήσι ζει τις τελευταίες μέρες της σκλαβιάς του. Οι Τούρκοι είναι πεινασμένοι, τρομαγμένοι, εξαγριωμένοι. Ευτυχώς οι ελληνικές οικογένειες είχαν φύγει και γλύτωσαν από τη μανία του κατακτητή, που ξεσπά ενάντια στα άψυχα.
Γράφει η "Γενική Εφημερίς της Ελλάδος":
"Οι εν Καρπενησίω εχθροί αυθημερόν εις μίαν ώραν πριν φέξει, έως 500 υπήγαν εις την Αγίαν Τριάδα, την οποίαν και έκαυσαν. Αι εμπροσθοφυλακαί των στρατοπεδευμένων εις το χωρίον Μεζίλον, εννοήσασαι τους εχθρούς επυροβόλησαν αυτούς και αντεπυροβολήθησαν οι δ' εν Μεζίλω ακούοντες τον πόλεμον έτρεξαν και συνεπλάκησαν εις μάχην. Ο Α΄ εκατόνταρχος με τους περί αυτόν έτρεξαν εις βοήθειαν και μετά τριών ωρών μάχην ετράπησαν οι εχθροί εις φυγήν και οι Έλληνες τους εδίωξαν αρκετόν διάστημα και εφόνευσαν οκτώ, συνέλαβαν δε και δύο ζώντας".
Ξημερώματα 23 Νοεμβρίου του 1828, οι Τούρκοι αποφασίζουν την εγκατάλειψη του Καρπενησίου. Η πείνα, το κρύο και οι αρρώστιες δεν τους επέτρεπαν άλλο την παραμονή τους σ’ αυτό. Στις 5 το πρωί, για αντιπερισπασμό, καίνε τον πολύπαθο Ναό της Αγίας Τριάδας. Εκεί, ενεπλάκησαν ανταλλάσσοντας τουφεκιές με τμήματα Ελλήνων. Ενώ η μάχη άρχισε να φουντώνει, οι 4.500 Τούρκοι, μέσα από τα Καγκέλια του Βελουχιού, εγκατέλειπαν το Καρπενήσι.
Η ίδια εφημερίδα μας πληροφορεί:
"Εξ Αιγίνης, 12 Δεκεμβρίου. Από αξιωματικά γράμματα εκ του εν Καρπενησίω στρατοπέδου της 24 του Νοεμβρίου βεβαιούμεθα την οποία προαναγγείλαμεν είδησιν ότι οι εν Καρπενησίω εχθροί περί τους 4.500 την 23, δύο ώρας πριν εξημερώσει έφυγαν και διηυθύνθησαν εις Άγραφα από το μέρος των Καγκελίων. Αι προσθοφυλακαί των ημετέρων τους εδίωξαν, αλλ' αγνοείται ακόμη η έκβασις του κινήματος. Την επαύριον το στρατόπεδον διηυθύνθη εις Νεόπατραν".
Από το Καρπενήσι μέχρι και το Ζαχαράκη, τους κατεδίωκαν Ελληνικά τμήματα, προκαλώντας τους απώλειες, με μεγαλύτερη αυτή στον Προφήτη Ηλία Νεοχωρίου. Οργανωμένα πλέον Ελληνικά τμήματα έστηναν ενέδρες ή καταδίωκαν από κοντά τους Τούρκους και τους Αρβανίτες του Καρανφίλμπεη και του Ασλάμπεη και τους προξενούσαν σημαντικές ζημιές. Μεγάλη επίθεση έκαμαν οι Έλληνες στη Ράχη του Προφήτη Ηλία - Νεοχωριού όπου βοηθούσε τις κινήσεις τους ο πυκνός γύρω ελατιάς.
Άλλη αναφορά "εκ του εν Σαλώνοις στρατοπέδου, 6 Δεκεμβρίου" πληροφορεί:
"Την αυτήν ημέραν της εκ του Καρπενησίου φυγής των Τούρκων, δηλ. την 23 του Νοεμβρίου, εισήλθαν τα ελληνικά στρατεύματα εις την πόλιν. Αύτη εφάνη θέαμα ελεεινών δια τα ερείπια και την ερήμωσίν της. Ευρέθησαν πολλότατα μνημεία Τούρκων, εκ του οποίου δεικνύεται ότι υπέφεραν ούτοι πολύν θάνατον από το ψύχος και από την των αναγκαίων έλλειψιν. Ο στρατηγός Δέντζελος κρατεί ήδη την γραμμήν την από Τατάρνας έως Βλοχόν και Απόκουρον. Ο χιλίαρχος Στράτος ευρίσκεται εις τα ορεινά της Νεόπατρας ο δε χιλίαρχος Τζαβέλας μετέβη αυτοπροσώπως εις τα Ζάλωνα δια να λαβή νέας οδηγίας".
Τα Ελληνικά τμήματα, μπαίνοντας στη πόλη, αντίκρισαν μια εικόνα απογοήτευσης. Τα πάντα ήταν ρημαγμένα από την εκδικητικότητα των Τούρκων, όμως, το Καρπενήσι, έπειτα από 435 χρόνια τούρκικης κατοχής, απελευθερώθηκε οριστικά.

18η Απριλίου 1829: Η απελευθέρωση της Ναυπάκτου.

Με τον ερχομό του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στην πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, στις 6 Ιανουαρίου 1828, οι Προστάτιδες Δυνάμεις είχαν προαποφασίσει ως έκτασή του την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες, με το Πρωτόκολλο της 16ης Νοεμβρίου 1828. Ήταν μια λύση που συμβίβαζε τα αντιτιθέμενα συμφέροντα, ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Αγγλίας, στο χώρο της Μεσογείου. Εις μάτην ο Κυβερνήτης, πριν φθάση στην Ελλάδα, αξίωνε με το υπόμνημά του, της 3ης Οκτωβρίου 1827, τα ιστορικά δίκαια των Ελλήνων γράφοντας:
“Τα όρια της Ελλάδος από τεσσάρων μεν αιώνων διεγράφησαν υπό δικαιωμάτων, τα οποία ούτε χρόνος, ούτε αι πολύμορφοι συμφοραί, ούτε η δορυκτησία ουδέποτε ίσχυσαν να παραγράψωσιν, διεγράφησαν δε από του 1821 δια του αίματος του χυθέντος εις τας σφαγάς των Κυδωνίων, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών, του Μεσολογγίου και τας πολυαρίθμους ναυμαχίας τε και πεζομαχίας, εν αίς εδοξάσθη το γενναίον τούτο Έθνος....”. Νωρίτερα, 31 Αυγούστου 1827, είχε υποβάλει λαμπρό υπόμνημα “πρός τα Ανακτοβούλια Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας”, εκθέτοντας τη δεινή θέση των Ελλήνων, διατυπώνοντας επιγραμματικά την κατάσταση της ερειπωμένης χώρας, αλλά και το φρόνημα των Ελλήνων επαναστατών. Προσωπικότητα διαμορφωμένη με την αρχαία ελληνική γραμματεία, με διεθνές κύρος και εξαιρετικές ικανότητες στο διπλωματικό πεδίο. Ως αρχή στις ενέργειές του είχε το “διά βαθμόν προχωρείν”, αποφεύγοντας να παρουσιάζη από την αρχή πλήρως τις απόψεις του εμφανίζοντας μέρος μόνον από τις ελληνικές διεκδικήσεις, όσο έκρινε ότι επέτρεπαν οι γενικές συνθήκες και προχωρούσε τολμηρότερα, εφόσον η θέση της χώρας και οι γενικές συνθήκες παρουσιάζονταν βελτιωμένες.
Στα πλαίσια αυτά, από την αρχή, απέβλεπε στην ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας και κατ' επέκταση της Ναυπάκτου, γιατί γνώριζε ότι κατά τη διευθέτησή του ελληνικού ζητήματος η Πελοπόννησος ήταν εξασφαλισμένη, ενώ υπήρχε ενδεχόμενο αντίδρασης για την Στερεά Ελλάδα. Έπρεπε, λοιπόν, να καταρριφθή το ταχύτερο το απόρθητο φρούριο, μοναδικό στην Ευρώπη με πέντε διαζώματα, για να υπάρξη τετελεσμένο γεγονός στρατιωτικής κατοχής κατά το χρόνο των διπλωματικών συζητήσεων. Συνάμα δε να προφυλαχθούν, και στα πλαίσια πάντα της πολεμικής του πολιτικής, οι καλές σχέσεις με τις τρεις δυνάμεις, που θα έκριναν την τύχη του Έθνους μας. Η Ναύπακτος με την οχύρωσή της αποτελούσε στρατηγικό κόμβο μεγάλης σημασίας, λόγος για τον οποίο η κατοχή της ενίσχυε, και από την άποψη αυτή, τα επιχειρήματα για την διερεύνηση των ορίων του νέου κράτους.
Γνωρίζοντας ο Κυβερνήτης και τη διάσταση των απόψεων μεταξύ των Αγγλων και των Γάλλων αποφάσισε την γρήγορη εξέλιξη των γεγονότων. Μάλιστα στα πλαίσια των πολιτικών διεργασιών στις 23 Ιανουαρίου 1829, διορίζει “Πληρεξούσιο Τοποτηρητή” στη Στερεά Ελλάδα με το υπ' αριθμόν 8905 διάταγμα τον αδερφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια. Πράξη καθαρά πολιτική, δεδομένης της άγνοιας του Αυγουστίνου περί τα στρατιωτικά. Ενώ ταυτόχρονα στο διπλωματικό πεδίο συνεχίζονται οι ενέργειές του για την εξουδετέρωση των δυσμενών σημείων του Πρωτοκόλλου του Νοεμβρίου 1828.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1829, ο πληρεξούσιος τοποτηρητής του Κυβερνήτη στη Στερεά Ελλάδα Αυγουστίνος Καποδίστριας διέταξε τον αποκλεισμό των φρουρίων της Ναυπάκτου, του Αντιρρίου και του Μεσολογγίου, που κατείχαν ακόμη οι τούρκοι, για να είναι, εν όψη της Διάσκεψης των προστατών ελεύθερη η Στερεά Ελλάδα. Το πρωί της 12 Μαρτίου 1829 πλησίασαν το Αντίρριο η φρεγάτα «Ελλάς», στην οποία επέβαινε ο Τοποτηρητής, και μερικά άλλα πλοία, απο δε την ξηρά η χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλλα και το ιππικό του Χατζηχρήστου. Μετά σφοδρό κανονιοβολισμό, παραδόθηκε την επομένη το φρούριο.
Η πτώση του Αντιρρίου και η ακριβής τήρηση των όρων του πρακτικού της παράδοσης ενθάρρυνε την παράδοση της Ναυπάκτου, που πραγματοποιήθηκε μετά στενή πολιορκία και ανηλεή βομβαρδισμό του φρουρίου της. Η τουρκική φρουρά της πόλης μας, αποτελούμενη από πέντε χιλιάδες στρατιώτες υπό τον εμπειροπόλεμο Κιόρ Ιμβραήμ Πασά, φάνηκε προς στιγμή, ότι θα προβάλλει σθεναρή αντίσταση.
Γι αυτό τα ελληνικά σώματα, υπό τον Νικολό Τζαβέλλα, το Φαρμάκη και το Μαστραπά περιέζωσαν το φρούριο, το δε ιππικό υπό τον Χατζηχρήστο κατεδίωξε τους εκτός των τειχών της πόλης τούρκους στρατιώτες, για να κλειστούν τελικά και αυτοί στο κάστρο, ενώ το πολεμικό «Ελλάς» με πλοίαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη και τα άλλα μικρότερα πλοία, κανονιοβολώντας το φρούριο, απέκοπταν κάθε επικοινωνία της πόλης.
Ο Κασομούλης, στα Στρατιωτικά του Ενθυμήτατα, περιγράφει ως εξής την πολιορκία: Η πρώτη χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλλα και τα σώματα του Φαρμάκη και του Μαστραπά κατέλαβαν τη δεξιά πλευρά προς το κάστρο, από το Κεφαλόβρυσο, μέχρι το Ιτς Καλέ, την κορυφή δηλαδή του κάστρου. Ο Χατζηχρήστος με το ιππικό του και το σώμα του Βέρη αναπτύχθηκαν στην αριστερή πλευρά, από τη θάλασσα και μέχρι την κορυφή του, ενώ το πυροβολικό κατέλαβε τον πάνω από το κάστρο λόφο, που λεγόταν «του Βρανά η Ράχη», σήμερα λεγομένη Βαρναράχη, αναγκάστηκαν ν' αποσυρθούν και ο στρατηγικός για την πολιορκία αυτός λόφος περιήλθε στους έλληνες.
Οι Έλληνες, κατανοώντας, ότι δεν ήταν δυνατή η από τα βόρεια εισβολή, επιχείρησαν να κατασκευάσουν υπόνομο, για να γκρεμίσουν το τείχος στο κυριώτερο μέρος του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Κατά τις ημέρες αυτές της πολιορκίας έφθασε πρό της Ναυπάκτου, εκτιμώντας την ευρύτερη σημασία των πολεμικών αυτών επιχειρήσεων για τον καθορισμό των ορίων του νέου κράτους, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, επιβαίνοντας στο ατμοκίνητο πολεμικό «Ερμής».
Ο Βεζύρης —Φρούραρχος της Ναυπάκτου Κιόρ Ιμ-βραήμ Πασάς— αντιλαμβανόμενος ότι πλέον έχει φθάσει το τέλος, έστειλε στον Κυβερνήτη τον Αχμέτμπεη, ζητώντας δεκαήμερη ανακωχή, για να κερδίσει χρόνο. Ο Καποδίστριας, εκμεταλευόμενος την ευκαιρία, διερμήνευσε στον Κιόρ Ιμβραήμ Πασά, ότι υπάρχουν ελπίδες αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων με ασφάλεια.
Στις 11 Απριλίου υπογράφτηκε η ανακωχή και ο Κυβερνήτης, αφού την επικύρωσε, αναχώρησε για τη Βοστίτσα, το σημερινό Αίγιο.
Μετά πολιορκία μερικών ακόμη ημερών, απελπισμένος ο Πασάς για τη σκοπιμότητα της συνέχισης της άμυνας, διεμήνυσε στον Τοποτηρητή Καποδίστρια, ότι, αν υπάρξουν εγγυήσεις για την εξασφάλιση της φρουράς και των επιθυμούντων να εγκαταλείψουν την πόλη, είναι πρόθυμος να παραδώσει το φρούριο. Υπογράφτηκε το συμφωνητικό της παράδοσης, κατά το οποίο μάλιστα οι τουρκικές οικογένειες θα μεταφερθούν με πλοία στην Πρέβεζα, με δαπάνη της ελληνικής κυβέρνησης, οι στρατιώτες θ' αναχωρήσουν διά ξηράς, οι δε ελληνικές δυνάμεις δεν θέλουν έμβει, ούτε πλησιάσει στο φρούριο, εάν προηγουμένως δεν εξέλθουν όλοι οι τούρκοι.Η καθυστέρηση, λόγω της προεργασίας για τη μεταφορά των τουρκικών οικογενειών με πλοία και την έξοδο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, ανάγκασε τον Καποδίστρια να αξιώσει την επίσπευση της παράδοσης της πόλης, ενόψη των διαβουλεύσεων για τον καθορισμό της έκτασης, και των ορίων του νεοελληνικού κράτους, η οποία πραγματοποιήθηκε την 18η Απριλίου με την έπαρση της ελληνικής σημαίας στην κορυφή του κάστρου της ελεύθερης πια πόλης .

Την επομένη επισκέφτηκε την Ναύπακτο ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, επιβαίνοντας στη φρεγάτα «Ελλάς» για να χαρεί «επί τόπου δια των ιδίων οφθαλμών την νίκην εκείνην των ελληνικών όπλων», όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος στην ιστορία του για την ελληνική επανάσταση. Τόση ήταν η σημασία της πολιορκίας και της άλωσης της Ναυπάκτου για την επέκταση των ορίων του νέου ελληνικού κράτους, από τον Ισθμό της Κορίνθου στη γραμμή Άρτα - Βόλος, ώστε η Κυβέρνηση εκφράζοντας τη χαρά και την ικανοποίηση των Πανελλήνων, διένειμε δώρα στο στρατό, για την επιτυχία του αυτή: στους στρατιώτες της ξηράς 45.000 γρόσια, στους ναύτες του στόλου 15.000 και στους τακτικούς και το πυροβολικό 4.000 γρόσια, καίτοι η οικονομική κατάσταση της χώρας μας, όπως είναι γνωστό, τελούσε υπό δεινή δοκιμασία.
Η απελευθέρωση της Ναυπάκτου από τον Οθωμανικό ζυγό υπήρξε ιστορικό γεγονός για την εξέλιξη του απελευθερωτικού αγώνα 1828-1829, όχι μόνο για την στρατηγική της θέση στη Ρούμελη, αλλά και γιατί προπαρασκεύασε την παράδοση των φρουρών του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας. Στη σημασία του γεγονότος αυτού αναφερόμενος ο πολύς Σπυρίδων Τρικούπης έγραψε:
“Η άλωσις της Ναυπάκτου στερέωσε τον αγώνα κατά την Στερεάν Ελλάδα και απήλπισεν όλους στην δυτικήν Ελλάδα Τούρκους, οίτινες εγκαταλιπόντες όσας κατείχον εν αυτή θέσεις, εκτός των εν Μεσολογγίω και Αιτωλικώ, ανεχώρησαν εις Πρέβεζαν”, ενώ, “η ελευθέρωσις της Ναυπάκτου προετοίμασεν την του Μεσολογγίου”…

ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΑΡΑΝΤΑΙΝΑΣ!

Αντιγράφουμε - παραθέτουμε και προσυπογράφουμε την αρνητική εισήγηση της Δ/σης Δασών Ευρυτανίας, για την εγκατάσταση αιολικών πάρκων στην Σαράνταινα:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Καρπενήσι 14-2-2008
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Αριθμ. Πρωτ.: 4
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΔΑΣΩΝ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ
Προς: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων
Ταχ. Δ/νση :Καρπενήσι 36100
Δ/νση Αισθητικών Δασών, Δρυμών και Θήρας
Τμήμα Γραφείο: Τμήμα Γ΄ Πληροφορίες: Στ. Κοσμάς Χαλκοκονδύλη 31
Τηλέφωνα: 2237022946 – 23017 114 73 Αθήνα
FAX : 2237023017
Κοιν.: Δασαρχείο Καρπενησίου
36 100 Καρπενήσι
ΘΕΜΑ: Τροποποιημένη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για το έργου: «Εγκατάσταση Αιολικού Σταθμού Παραγωγής Ενέργειας (ΕΣΠΥΕ), της εταιρείας ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΒΕΤΕ στις θέσεις Καστρί - Κοκκάλια, ισχύος 18,9MW, Καράβι-Αλογοβούνι, ισχύος 23,4 MW και Τύμπανο Τρυπήρι ισχύος 13,5 MW του Δήμου Δομνίστας, Νομού Ευρυτανίας»
ΣΧΕΤ: Το 104541/6404/20-12-07 έγγραφό σας.
Σε απάντηση του παραπάνω εγγράφου σας, για τις απόψεις μας επί της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του έργου «Εγκατάσταση Αιολικού Σταθμού Παραγωγής Ενέργειας (ΕΣΠΥΕ), της εταιρείας ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΒΕΤΕ στις θέσεις Καστρί - Κοκκάλια, ισχύος 18,9MW, Καράβι-Αλογοβούνι, ισχύος 23,4 MW και Τύμπανο -Τρυπήρι ισχύος 13,5 MW του Δήμου Δομνίστας, Νομού Ευρυτανίας» σας γνωρίζουμε τα εξής:
Οι εκτάσεις που αναφέρεται η μελέτη είναι Δημόσιες δασικές εκτάσεις. Το μεγαλύτερο μέρος τους εκτείνεται στην ψευδαλπική ζώνη και στα χαμηλότερα υψόμετρα δάση ελάτης και οξιάς που αναπτύσσονται στα δασοόρια. Το υψόμετρο που θα αναπτύχθούν τα πάρκα κυμαίνονται από 1.600μ μέχρι 1.992μ!. Και οι τρείς αιολικοί σταθμοί βρίσκονται εντός του καταφυγίου άγριας ζωής «Κρικέλλου-Σταύλων –Άμπλιανης».
Δεν συμφωνούμε για την εγκατάσταση αιολικών πάρκων στη συγκεκριμένη περιοχή για τους λόγους που σας παραθέσαμε με αριθμ. πρωτ.2679 πε/13 – 5 – 2002 έγγραφό μας.
Επιπλέον, διερευνώντας έκτοτε με περισσότερη λεπτομέρεια τα στοιχεία της περιοχής, είμαστε πεπεισμένοι ότι είναι πραγματικό έγκλημα κατά της φύσης μια τέτοιου μεγέθους επέμβαση στην περιοχή της κορυφογραμμής αυτής με αυτό το υψόμετρο. Το αιολικό πάρκο τοποθετείται στην καρδιά ενός φυσικού οικοσυστήματος με ελάχιστη διείσδυση ανθρώπινων δραστηριοτήτων και αποτελεί βίαιη εισβολή και αναστάτωση μη αντιστρεπτή. Τέτοιες περιοχές στην Ελλάδα έχουν μείνει ελάχιστες και αποτελούν αυτό που λέμε ακόμα φύση. Το πολύ μεγάλο υψόμετρο όπου τοποθετείται δημιουργεί ακραίο οικολογικό περιβάλλον για την ανάπτυξη φυτών και σε συνδυασμό με το μητρικό πέτρωμα (ψαμμίτες κυρίως) οποιαδήποτε απομάκρυνση του επιφανειακού εδαφοκαλύματος θα αποτελέσει αφετηρία διαβρώσεων και την δημιουργία νέων ρεμάτων. Οι γυμνές επιφάνειες της ψευδαλπικής ζώνης την ημέρα "ψήνονται " απ’ τον ήλιο και το βράδυ παγώνουν, Το οργανικό έδαφος είναι ελαχίστου πάχους, αποτέλεσμα του κλίματος και της ποόδους βλάστησης (που σημαίνει μικρό βάθος ριζών και κατά συνέπεια διεργασιών) που απαιτεί χιλιετίες να δημιουργηθεί. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες οποιαδήποτε αποκατάσταση είναι δύσκολη όπως παραδέχεται και ο συνάδελφος μελετητής που υπογράφει το κεφάλαιο της αναχλόασης, ανέφικτη κατ’ εμάς, όπως αποδεικνύουν τα πρανή των δρόμων βοσκοτόπων της περιοχής που έχουν ηλικία 30έτη, ή πρανή εγκαταστάσεων κεραιών κινητής τηλεφωνίας ηλικίας 15 ετών που παραμένουν "κρανίου τόπος".Στα υψόμετρα αυτά αναπτύσσεται σπάνια βλάστηση μεγάλης οικολογικής σημασίας και αυτός είναι και ο λόγος που τα περισσότερα ορεινά συγκροτήματα εντάχθηκαν στο δίκτυο ΦΥΣΗ 2000. Η συγκεκριμένη περιοχή αν και δεν είναι ενταγμένη στον κατάλογο αυτό, δεν έχει μικρότερη οικολογική σημασία τη στιγμή που εδώ περιλαμβάνονται τα υπολείμματα δασών οξιάς στο νοτιότερο όριο εξάπλωσής της στην Ευρώπη, (ότι είναι δηλ. το Βάι για τον φοίνικα) σύμφωνα με τη βιβλιογραφία. Αυτό και μόνο μπορούσε να αποτελέσει λόγο ένταξής στο εν λόγω δίκτυο. Επιπλέον στην περιοχή εντοπίζονται και σπάνια ενδημικά είδη όπως Centaurea princeps ενδημικό αποκλειστικά στην περιοχή!, Thymus hartvigii subsp. macrocalyx, Medicago medicaginoides που αναφέρονται στα διάφορα Red data books όπως π.χ το Medicago medicaginoides που απ’ όλη την Ελλάδα μόνο σ’ αυτή την περιοχή εμφανίζεται (είδος κυρίως της Ασίας) και εδώ είναι το ανατολικότερο όριο εξάπλωσής του. Στην περιοχή έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 1130 TAXA εκ των οποίων 111 ενδημικά των βαλκανίων και 80 Ελληνικά και έχει μεγάλη σημασία η διατήρηση της ενδοειδικής ποικιλομορφίας. Αποτελεί δηλ. περιοχή φυσικού αποθέματος προς διατήρηση και προστασία άσχετα αν δεν εντάχθηκε στο δίκτυο ΦΥΣΗ 2000, που αποτελεί κοινό μυστικό ότι συντάχθηκε πρόχειρα και χωρίς τη συνεργασία της τοπικής δασικής υπηρεσίας.
Η χρήση για την αναχλόαση σπόρων του εμπορείου που παράγονται σε άλλες χώρες (συνήθως Αυστραλία ), έστω και αν είναι του ίδιου είδους, αποτελεί εισβολή ξένου γενετικού υλικού σε ένα φυσικό οικοσύστημα με άγνωστες συνέπειες για την εξέλιξη της ενδημικής βλάστησης η σύνθεση της οποίας δεν έχει καν μελετηθεί απ’ τον συντάκτη της μελέτης. Αυτό σημαίνει ότι μόνο επιδερμικά αντιμετωπίστηκε το θέμα των επιπτώσεων και της αποκατάστασης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μελετητής παραθέτει παραδείγματα απ’ τη Γαλλία αφού στον Ελλαδικό χώρο δεν υπάρχει αντίστοιχη εμπειρία και δεν σκόπιμο να αποτελέσουμε επι του προκειμένου του "κασσίδη το κεφάλι". Θα μπορούσε να προτείνει την απόξεση εκ των προτέρων όλου του φυτοτάπητα στις θέσεις των εκσκαφών υπο μορφή χορτόπλινθων, την διατήρησή του σε κατάλληλες συνθήκες ώστε να επανατοποθετηθεί στις γυμνές επιφάνειες που θα προκύψουν, για αποκατάστασή τους.Όσον αφορά την κατασκευή των δρόμων συνολικού μήκους 19,4χλμ. σύμφωνα με την εμπειρία μας απ’ τη διάνοιξη πολλών χιλιομέτρων δασικών οδών στην περιοχή μας, θα παραχθούν τουλάχιστον οι διπλάσιες ποσότητες εκχωμάτων ( μέση διατομή (8 m 3 ). Οι εκσκαφές που θα προκύψουν θα αλλοιώσουν οριστικά το τοπίο. Η αύξηση της κατά μήκος κλίσης μέχρι 20% ώστε να μειωθεί το μήκος δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αυτό γιατί οι χωματόδρομοι με κλίσεις > 8-9% αντί να στραγγίζουν εγκάρσια στις τάφρους, το νερό συγκεντρώνεται, ρέει κατά μήκος και διαβρώνει το κατάστρωμα. Έτσι βαθμιαία μετατρέπεται σε χαντάκι. Σε σχέση μ’ αυτό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η άποψη του καθηγητή κ. Παπακυριαζόπουλου ( Κεφ. Γεωλογικές, υδρογεωλογικές και γεωτεχνικές συνθήκες) ότι "δεν αναμένονται επιπτώσεις των έργων στην κίνηση των επιφανειακών υδάτων καθόσον οι μορφολογικές επεμβάσεις είναι περιορισμένης έκτασης και γίνονται στις ανάντη περιοχές των υφιστάμενων υδρολογικών λεκανών και ουδεμία παρέμβαση γίνεται στις κοίτες των ρευμάτων ". Θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο, επειδή οι δρόμοι αναγκαστικά συγκεντρώνουν νερά που προέρχονται από το κατάστρωμά τους που είτε είναι εντελώς αδιαπέραστο είτε έχει ελάχιστη διηθητικότητα (οι χωματόδρομοι), όπως επίσης συγκεντρώνονται απ’ τη διακοπή των μικροχαραδρώσεων και τη οδήγησή τους με τις τάφρους σε μεγαλύτερα ρέματα όπου τοποθετούνται εγκάρσιοι οχετοί. Επειδή ακριβώς οι δρόμοι θα διανοιγούν στην κορυφή της πλαγιάς καινούργια ρέματα και διαβρώσεις θα ξεκινήσουν από εκεί. Επίσης δεν ευσταθεί η άποψη του κ. καθηγητή ότι "Στην ευρύτερη περιοχή εξαιτία ςτου ήπιου ανάγλυφου και του φλυσχικού υποβάθρου, δεν παρατηρούνται κινητικά φαινόμενα κατολισθήσεων και ερπυσμών". Σε όλη τη Δυτική πλαγιά (η πλευρά του Ν. Ευρυτανίας), είχαμε την ευκαιρία στις προσημάνσεις προς υλοτομία των συστάδων βήμα-βήμα, να διαπιστώσουμε πληθώρα μικροπηγών, κατολισθήσεων και ερπυσμών μέσου και μεγάλου βάθους, ρηξιγενείς επιφάνειες και πλαγιές ολόκληρες υπό μετακίνηση . Επομένως είναι άγνωστη η συμπεριφορά του γεωλογικού υποθέματος στην υπερφόρτωση και τους κραδασμούς.
Το Γενικό χωροταξικό σχέδιο της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας προορίζει τους ορεινούς όγκους για άλλες χρήσεις:
«Οι ορεινοί όγκοι (>800 μ.), αποτελούν σημαντικό χώρο αγροτο-δασικώνδραστηριοτήτων, ενώ τα ορεινά δάση και δασικές εκτάσεις, αποτελούνπεριοχές φυσικού αποθέματος προς διατήρηση και προστασία (Δ.3.3).
Ιδιαίτερα το τρίγωνο Άμφισσα-Λαμία-Καρπενήσι, αποτελεί κυρίαρχοχώρο φυσικού αποθέματος (Δ.3.3).- Τα μεγάλα φυσικά τοπία (NATURA κλπ), κυρίως τα υψηλά ορεινά και οιπολυπληθείς ιστορικοί και αρχαιολογικοί τόποι και τα θρησκευτικάμνημεία, ενδείκνυνται για εναλλακτικές μορφές τουρισμού (Β.5.3)»
Θεωρούμε επομένως ανεπίτρεπτες τις επεμβάσεις αυτού του μεγέθους, όσο και αν αυτές στην ΜΠΕ παρουσιάζονται ελάχιστες. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι οι αρνητικές επιπτώσεις είναι οριστικές και μη αναστρέψιμες. Παρόμοια έργα μπορούν να χωροθετούνται σε μικρότερα υψόμετρα με εξίσου υψηλό αιολικό δυναμικό, όπου ήδη ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν προκαλέσει την καταστροφή του τοπίου και του εδάφους και μπορούν σε τελευταία περίπτωση να αποκατασταθούν οι εκτάσεις.
Ο Δ/ντής Δασών
Γιώργος Καραγεώργος
Δασολόγος

Στάγια.


Πλάτανος Σπερχειάδας.

Τσικλίστα.


Ευηνόλιμνη...


Θέα από την κορυφή της Τσεκούρας.

Η μάχη της Σέλιανης.


Την άνοιξη του 1822 ο Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης στρατοπέδευσε στον κάμπο της Λαμίας με σκοπό να καταπνίξει την Επανάσταση στη Στερεά και στη συνέχεια στην Πελοπόννησο.Από το Φλεβάρη μέχρι τα τέλη Ιουνίου που παρέμεινε στη φθιωτική γή έδωσε πολλές μάχες με τους επαναστατημένους Έλληνες. Το Μάιο του 1822, ισχυρά τουρκικά αποσπάσματα ξεκίνησαν από την Υπάτη με σκοπό να σβήσουν κάθε εστία αντίστασης στη Δυτική Φθιώτιδα που αποτελούσε κυρίως το αρματολίκι του Πατρατζικίου, των Κοντογιανναίων.
Ένα από αυτά τα πολυάριθμα αποσπάσματα, με αρχηγό τον Κεχαγιά του Δράμαλη Αχμέτ Νεπρεβίστα, ξεκίνησε να επιτεθεί και να καταλάβει τη Σέλιανη ( σημερινά Μάρμαρα Φθιώτιδας ). Εκεί στρατοπέδευσαν τότε αρκετά ελληνικά Σώματα, όπως των οπλαρχηγών Κοντογιάννη και Σαφάκα, των καπεταναίων Χαλμούκη, Πιστιόλη, Φαρμάκη, Αντρέα Σπανού και άλλων αγωνιστών της περιοχής.
Ο Αντρέας Σπανός ή Σπαναντρέας ήταν Σελιανίτης. Είχε συγκροτήσει δικό του σώμα από καμιά πενηνταριά χωριανούς του και άντρες από τα γύρω χωριά, από την αρχή ακόμα της Επανάστασης. Για τη δράση του στον αγώνα του απονεμήθηκε ο βαθμός του χιλίαρχου.Στη Σέλιανη είχε μεγάλη περιουσία και ένα αρχοντόσπιτο που του είχε δωρίσει, πριν την Επανάσταση, ο Μουχορδάρ Πασάς. Με δικά του χρήματα συντηρούσε τους άντρες του και τους εξασφάλιζε και τα αναγκαία πολεμοφόδια.
Μόλις μαθεύτηκε ότι ισχυρό απόσπασμα κατευθυνόταν προς την περιοχή, καταστρώθηκε το σχέδιο άμυνας και της απόκρουσης του εχθρού. Πιασαν όλα τα περάσματα πρίν τη Σέλιανη και ταμπουρώθηκαν καλά στα γύρω υψώματα, ειδοποιώντας παράλληλα τον οπλαρχηγό Σκαλτσοδήμο στο Μακρυκάμπι και τους Καρπενησιώτες καπεταναίους στο Βελούχι.Οι Τούρκοι, έχοντας εντολή να καταλάβουν το χωριό, επιτέθηκαν οργανωμένα στους καλά οχυρωμένους Έλληνες , ζητώντας συνεχώς ενισχύσεις. Ενισχύσεις όμως ζήτησαν και οι αμυνόμενοι από το Μακρυκάμπι και το Βελούχι.
Οχτώ ημέρες κράτησαν οι μάχες. Από ταμπούρι σε ταμπούρι και από σπίτι σε σπίτι οι αμυνόμενοι πολεμούσαν γενναία τους αριθμητικά υπέρτερους σε στρατιωτικές δυνάμεις και πολεμοφόδια εχθρούς.
Μετά από πολλές επιθέσεις οι Τούρκοι κατάφεραν τελικά να μπουν στο χωριό.Οι καταστροφές που προξένησαν στο χωριό ήταν πρωτοφανείς. Αφού λεηλάτησαν τα σπίτια, έβαλαν φωτιά και τα ‘καψαν. Η μανία τους ξέσπασε και στο σπίτι του Σπαναντρέα το οποίο λεηλάτησαν και το έκαψαν, προκαλώντας ζημιές 30000 γροσίων.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για τα θύματα αυτής της μάχης, νεκρούς και τραυματίες.Η σημασία της όμως ήταν καθοριστική για την έκβαση του Αγώνα, αφού καθυστέρησε η ανασύνταξη των δυνάμεων του Δράμαλη για αρκετές ημέρες και η συνέχιση της εκστρατείας του προς το Μωριά.

Κρυονέρια.


Θέα από την Τσεκούρα.

Οι μάχες στην Σαράνταινα και την Τέρνοβα το 1828.

Ο Καποδίστριας που ήλθε στην Ελλάδα στις 8 Ιανουαρίου 1828, βλέποντας την αβεβαιότητα που επικρατούσε σχετικά με τη χάραξη των συνόρων του νεοϊδρυμένου Ελληνικού κράτους, διέταξε την απελευθέρωση των Στερεοελλαδίτικων πόλεων που βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων ( Ναύπακτος, Μεσολόγγι, Λαμία, Υπάτη, Καρπενήσι, περιοχή Κραβάρων και Μακρυνόρους). Οργανώνει τη διοίκηση και τα διαλυμένα τμήματα του στρατού. Ορίζει τον αδερφό του Αυγουστίνο ως "πληρεξούσιον τοποτηρητήν" στη Ρούμελη και αρχιστράτηγο τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Διέταξε λοιπόν τον Δημ. Υψηλάντη να εμποδίσει τον εφοδιασμό του Ιμπραήμ που γινόταν διά μέσου της Ναυπάκτου. Τον Οκτώβριο του 1828, ο Υψηλάντης, με τρεις χιλιαρχίες, εκστρατεύει στη Ρούμελη. Ενώνεται με κλέφτικα τμήματα και εξαπολύει επιθέσεις παντού, απελευθερώνοντας τη μία πόλη μετά την άλλη.Με αρχική δύναμη 1400 ανδρών στην οποία προστέθηκαν και ντόπιοι οπλαρχηγοί κατέλαβε το Βελούχοβο και τη Γρανίτσα και προχώρησε νύχτα και κατέλαβε την Αρτοτίνα.
Ταυτόχρονα ο Κίτσος Τζαβέλλας -με μια χιλιαρχία, με την πεντηκονταρχία του Νίκου Τζαβέλλα και με τα στρατιωτικά σώματα του Μαστραπά, του Μακρή και του Γάλλου Georges Frederic baron Dentze, που όλα μαζί έφταναν τους 4.000 στρατιώτες -εκστρατεύει προς τα Κράβαρα και την Οξυά. Οι Τούρκοι έντρομοι μπρος στην ορμή του Τζαβέλα, κατέφυγαν στη Ναύπακτο, στο Καρπενήσι, στην Υπάτη (Πατρατζίκι) και στην Λομποτινά (Άνω Χώρα). Ο Τζαβέλας καλεί τους Τούρκους να του παραδώσουν τα Κράβαρα. Ο Αλβανός Δερβέναγας της περιοχής Κραβάρων Αχμέτ Νεπρεβίστα, στην από 8/9/1828 απάντησή του προς τον Κίτσο Τζαβέλα, όταν ο τελευταίος τον κάλεσε να παραδοθεί και να εγκαταλείψει τον τόπο, του γράφει :"Πολλά λόγια δε σου λέγω. σύρε από εκεί όπου ήλθες, ορφανέ, ότι σας λυπούμαι όπου εμείνατε τρεις Σουλιώται και θα χαθήτε όλοι. Και δια τόπον ελληνικόν όπου τον λέγεις, εδώ ο τ'οπος είμαι εγώ και νισαλά θέλεις να με γνωρίσεις ογλίγωρα. Μωρέ Κίτζο εγώ σε ηξεύρω αρβανίτην ωσάν εμένα, εσύ που στον διάβολο τα έμαθες αυτά τα ελληνικά και εγώ δεν το ξέρω". (Η επιστολή σώζεται στο Γενικό Αρχείο του Κράτους, περιόδου Καποδίστρια, αρ.φ. 129/110).
Στην Υπάτη οι Τούρκοι συγκέντρωσαν στρατό και με αρχηγό τον Ασλάν Μπέη, ξεκίνησαν κι ανηφόρισαν προς το Γαρδίκι, στο οποίο έφτασαν κατάκοποι και στρατοπέδευσαν. Γέμισε ο τόπος Τούρκους και Αλβανούς. Οι Γαρδικιώτες τρομαγμένοι έφυγαν προς την Οξυά...
Στο μεταξύ ο Τζαβέλας που έμαθε πως οι Τούρκοι είχαν δύναμη 3000 ανδρών, έπιασε θέσεις στην "Αλογόβρυση" (τοποθεσία πιο πάνω από το Γαρδίκι) και με την υπόλοιπη δύναμη στην Οξυά με αρχηγό τον καπετάν Πιστιόλη.


Οι Τούρκοι , από το Γαρδίκι, ξεκίνησαν για την Οξυά κι έφτασαν στο σημείο που ο δρόμος σήμερα χωρίζεται προς το ορειβατικό καταφύγιο και προς την Αρτοτίνα. Εκεί κατέλαβαν θέσεις δεξιά και αριστερά και στρατοπέδευσαν (θέση Ρίπα) , στις 23 Σεπτεμβρίου 1828. Οι Έλληνες, που κατάλαβαν πως αν έφτιαχναν εκεί προμαχώνες οι Τούρκοι, δύσκολα θα τους έδιωχναν, αποφάσισαν να επιτεθούν. Ο Τζαβέλας που ήρθε από την Αλογόβρυση κι είχε το γενικό πρόσταγμα, διέταξε τον ΄Β Πεντακοσίαρχο Γ. Πανομάρα να επιτεθεί. Οι Τούρκοι υποχώρησαν μπρος στην ορμή των Ελλήνων και οχυρώθηκαν στην τελευταία ράχη (Κειθερίπα) που ήταν απότομη και δύσβατη και αντιστέκονταν με πείσμα. Ύστερα από επιθέσεις και αντεπιθέσεις, οι Τούρκοι γύρισαν πίσω στο Γαρδίκι και στου Βλαχιώτη το μνήμα (τοποθεσία κοντά σις 7 Οξυές). Ο πόλεμος κράτησε 4 ώρες και οι απώλειες ήταν: εκατό Τούρκοι νεκροί και από τους Έλληνες τρεις τραυματίες και ένας νεκρός.
Οι Τούρκοι αποσύρθηκαν και κατέλαβαν τα χωριά Κλεπά και Άμπλιανη.
Ο Τζαβέλλας μετά τις πρώτες επιτυχίες, για να μπορέσει να εκμεταλλευθεί τις ευρύτερες δυνατότητες που διανοίγονταν πέρα από την αρχική αποστολή του, ζήτησε από τον Κυβερνήτη να στείλει επειγόντως ενισχύσεις. Ο Καποδίστριας έστειλε αμέσως την Γ΄ χιλιαρχία υπό τον Ι. Στράτο.Στις αρχές Οκτωβρίου η τύχη των πολιορκουμένων στη Λομποτινά απασχολούσε και τους δύο αντίπαλους στρατούς. Ο Τζαβέλλας, μετά τη μάχη της Γραμμένης Οξυάς είχε στείλει τον Χρ. Φωτομάρα με ισχυρή δύναμη για να ενισχύσει τα ελληνικά τμήματα, που βρίσκονταν στην περιοχή της Λομποτινάς. Παράλληλα 2.000 Τούρκοι περίπου, υπό τους Οσμάν πασά και Ασλάμπεη Μουχουρδάρη, κατέλαβαν τα χωριά Κλεπά, Αβόρανη, και Αγίους Αποστόλους, με σκοπό να προωθήθουν περισσότερο, ώστε να δώσουν βοήθεια στους πολιορκουμένους στη Λομποτινά, Καφτάναγα και Αχμέτ Νεπρεβίστα.Ο Τζαβέλλας μαζί με τον Ι. Στράτο, που είχε φτάσει τότε στην Αρτοτίνα, αποφάσισαν να καταλάβουν χωριά κοντά στις θέσεις των εχθρών και στρατοπέδευσαν στο χωριό Ζελίστα ως κέντρον. Από εκεί, ύστερα από συμβούλιο, έστειλαν στη Στρωμίνιανη τον Πανομάρα με δύο εκατονταρχίες, και από δύο εκανταρχίες στην Παλούκοβα και στην Τέρνοβα, ενώ η υπόλοιπη δύναμη έμεινε στη Ζελίστα.Η μετακίνηση αυτή και ανάπτυξη των ελληνικών δυνάμεων κατατάραξε τους Τούρκους που «απεφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχην των με πόλεμον», καθώς βιάζονταν να βοηθήσουν τη Λομποτινά.
Συγκεντρώθηκαν τότε στους Αγίους Αποστόλους με σκοπό να επιτεθούν στις 10 Οκτωβρίου εναντίον της Τέρνοβας.Οι Έλληνες είχαν έγκαιρα την πληροφορία «από ανθρώπους ελθόντας εν είδει κατασκοπής εκ του στρατοπέδου των εχθρών», ότι η επίθεση θα άρχιζε την αυγή, και αποφάσισαν, σε νυκτερινό συμβούλιο, ο διοικητής της Γ΄ χιλιαρχίας Ι. Στράτος να καταλάβει με δύναμη 300 ανδρών δύο θέσεις πλάι στην Τέρνοβα και να επιπέσει εναντίον των εχθρών από τα νώτα, όταν θα άρχιζε η μάχη.Οι θέσεις καταλήφθηκαν και επιπλέον ειδοποιήθηκαν όλα τα χωριά «διά να τρέξουν, άμα αρχίσει η μάχη». Το σχέδιο όμως δεν μπόρεσε να εφαρμοσθεί, γιατί οι Τούρκοι δεν ξεκίνησαν την αυγή και ο Στράτος, κρίνοντας ότι δε θα κινηθούν, άφησε τις θέσεις που κατείχε και κατευθύνθηκε προς την Τέρνοβα. Τότε όμως ξεκίνησαν και οι Τούρκοι και έτσι έγινε συνάντηση των αντιπάλων στον δρόμο.
Ο Στράτος κατέλαβε εσπευσμένα ένα σπίτι σε κατάλληλη θέση «διά να απαντήσει την δύναμιν και την πρώτην ορμήν των εχθρών», και διέταξε τον Β΄ πεντακοσίαρχο της χιλιαρχίας του Ι. Μπαϊρακτάρη και τους άλλους αξιωματικούς του αποσπάσματος να καταλάβουν άλλα σπίτια και όποιες θέσεις προφθάσουν. Οι Τούρκοι όρμησαν «με δέκα σημαίας» από τρία μέρη και κατόρθωσαν να φθάσουν ως το σπίτι, όπου ήταν οχυρωμένος ο Στράτος. Εκεί αποκρούσθηκαν «και όσοι επλησίασαν, όλοι εφονεύθησαν». Επέμεναν όμως οι Τούρκοι στις επιθέσεις τους και τοποθέτησαν «πάτερα» στο σπίτι για να ανέβουν επάνω, αλλά δεν το πέτυχαν. Ο Μπαϊρακτάρης, θεωρώντας ότι το σπίτι, όπου βρισκόταν ο αρχηγός του, είχε περικυκλωθεί από τους εχθρούς, «ώρμησε με όλους κατ' αυτών και άρχισεν ο πόλεμος στήθος με στήθος».Στο μεταξύ ο Κίτσος Τζαβέλλας από το στρατόπεδο της Ζελίστας είχε ανέβει στο βουνό και παρατηρούσε τις κινήσεις των εχθρών. Όταν άρχισε η μάχη, διέταξε το τμήμα του να ρίξει πυροβολισμούς για να εμψυχωθούν αυτοί που πολεμούσαν και κινήθηκε προς βοήθειά τους. Συγχρόνως πυροβόλησαν αυτοί που φύλαγαν την Τρανή Παλούκοβα και φάνηκε να έρχεται από τη Στρωμίνιανη ο Γιαννούσης Πανομάρας. Από την Αρτοτίνα έτρεξε ο εκατόνταρχος Γιαννάκης Τζαβέλλας με την εκατονταρχία του και με όλους του κατοίκους.
Αλλά οι ενισχύσεις αυτές δεν πρόφθασαν τη μάχη. Οι Τούρκοι, που οι επιθέσεις τους αποκρούονταν στο χώρο της συγκρούσεως, «μη ημπορούντες πλέον να ανθέξουν εις την φωτιάν των Ελλήνων, και βλέποντες όλα τα βουνά να αστράφουν από τας ερχομένας βοηθείας, ετράπησαν εις φυγήν, και οι Έλληνες τους κατεδίωξαν με άκραν ζημίαν έως επάνω εις τους Αγίους Αποστόλους», όπου είχαν προμαχώνες.Η μάχη κράτησε μόνο μισή ώρα. Οι Τούρκοι είχαν απώλειες 120 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Έλληνες μόνο 8 τραυματίες.
Οι μάχες αυτές ήταν αποφασιστικής σημασίας για την απελευθέρωση των Κραβάρων, του Καρπενησιού και της περιοχής της Υπάτης.