- Αρχαία πόλη -
Η αρχαία Ναύπακτος, που βρισκόταν στη θέση της σημερινής, ήταν σημαντική πόλη και γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της στα ελληνιστικά χρόνια. Η εγκατάσταση στη θέση αυτή ανάγεται στα προϊστορικά χρόνια, όταν αποτελούσε τμήμα της χώρας των Οζολών Λοκρών. Στο τέλος των μυκηναϊκών χρόνων η περιοχή της πόλης αποτέλεσε χώρο ναυπήγησης των πλοίων των Δωριέων πριν αυτοί περάσουν στην Πελοπόννησο. Στα ιστορικά χρόνια, η πόλη, με το μικρό, αλλά καίριο λιμάνι της, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των μεγάλων αντίζηλων ελληνικών πόλεων. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο καταλήφθηκε από τους Αθηναίους, οι οποίοι εγκατέστησαν στη Ναύπακτο Μεσσήνιους, προκειμένου να διατηρήσουν οι ίδιοι τον έλεγχο του λιμανιού. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου η πόλη κυριεύεται από τους Σπαρτιάτες και στη συνέχεια αλλάζει διαδοχικά κυριάρχους, ώσπου τελικά, μετά το 338 π.Χ., παραδίδεται στους Αιτωλούς από το Φίλιππο της Μακεδονίας. Τη μεγαλύτερη ακμή της ως αιτωλική πλέον πόλη γνωρίζει η Ναύπακτος από τα τέλη του 3ου αι. π.Χ., οπότε και αναδεικνύεται σε σημαντικό κέντρο της περιοχής. Ακμή γνωρίζει επίσης και στα ρωμαϊκά χρόνια, όταν, ως πόλη εξαρτημένη από τη ρωμαϊκή αποικία των Πατρών, επιστρέφεται στους Λοκρούς και καθίσταται η σημαντικότερη πόλη της ερημωμένης Αιτωλίας. Από τη δημόσια ζωή της πόλης είναι γνωστά από τις αρχαίες πηγές αρχαία ιερά αφιερωμένα στον Ασκληπιό, το Σάραπι, την Αθηνά, την Αφροδίτη, τον Απόλλωνα και το Διόνυσο. Από αυτά έχουν ταυτιστεί το ιερό του Ασκληπιού και της Αθηνάς, ενώ για τα υπόλοιπα υπάρχουν ασαφείς τοπογραφικές ενδείξεις. Αντίθετα αρκετά καλά γνωστή είναι η ιδιωτική ζωή της πόλης, με την αποκάλυψη σπιτιών, αλλά και τάφων που μαρτυρούν τα έθιμα των αρχαίων χρόνων.
- Οχύρωση -
Η οχύρωση της Ναυπάκτου φαίνεται ότι κατασκευάστηκε για πρώτη φορά στα κλασικά χρόνια και υπήρχε ήδη στα μέσα του 5ου αι π.Χ. Ο οχυρωματικός της περίβολος, κατασκευασμένος κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα, είχε τετράγωνους πύργους και περιέκλειε μεγάλη έκταση, γεγονός που τον καθιστούσε δυσπρόσβλητο. Η ακρόπολη βρισκόταν στην κορυφή του λόφου του μεσαιωνικού κάστρου και μαζί με τα μακρά τείχη του περιβόλου αποτέλεσαν εν μέρει τη βάση της ενετικής οχύρωσης. Τμήματα του αρχαίου περιβόλου είναι και σήμερα ορατά στα ψηλότερα σημεία της πόλης, ενώ χαμηλότερα έχουν δεχθεί επιχώσεις και αποκαλύπτονται μέσα από τις σωστικές ανασκαφές που διεξάγονται στην πόλη. Συμπληρώσεις δέχθηκε ο αρχαίος περίβολος κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια.
-Aσκληπιείο Ναυπάκτου -
Το ιερό του Ασκληπιού βρισκόταν στο λόφο Τσουκάρι, στην περιοχή του Κεφαλόβρυσου, στο ανατολικό τμήμα της Ναυπάκτου. Ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος βρήκε ήδη ερειπωμένο το ιερό κατά την επίσκεψή του στην πόλη, αναφέρει την επικρατούσα παράδοση για την ίδρυση του ιερού από τον ιδιώτη Φαλύσιο μετά από την ίασή του από ασθένεια των ματιών. Μοναδικά κατάλοιπα του ιερού αποτελούν ένα μικρό βραχώδες άνδηρο, στο οπίσθιο μέτωπο του οποίου σώζονται ως σήμερα απελευθερωτικές επιγραφές οι οποίες αναφέρουν το όνομα του θεού. Παρόμοιο επιγραφικό υλικό, του τέλους του 3ου - αρχών 2ου αι. π.Χ., έχει συλλεγεί από την ευρύτερη περιοχή του Ασκληπιείου.
Η αρχαία Ναύπακτος, που βρισκόταν στη θέση της σημερινής, ήταν σημαντική πόλη και γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της στα ελληνιστικά χρόνια. Η εγκατάσταση στη θέση αυτή ανάγεται στα προϊστορικά χρόνια, όταν αποτελούσε τμήμα της χώρας των Οζολών Λοκρών. Στο τέλος των μυκηναϊκών χρόνων η περιοχή της πόλης αποτέλεσε χώρο ναυπήγησης των πλοίων των Δωριέων πριν αυτοί περάσουν στην Πελοπόννησο. Στα ιστορικά χρόνια, η πόλη, με το μικρό, αλλά καίριο λιμάνι της, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των μεγάλων αντίζηλων ελληνικών πόλεων. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο καταλήφθηκε από τους Αθηναίους, οι οποίοι εγκατέστησαν στη Ναύπακτο Μεσσήνιους, προκειμένου να διατηρήσουν οι ίδιοι τον έλεγχο του λιμανιού. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου η πόλη κυριεύεται από τους Σπαρτιάτες και στη συνέχεια αλλάζει διαδοχικά κυριάρχους, ώσπου τελικά, μετά το 338 π.Χ., παραδίδεται στους Αιτωλούς από το Φίλιππο της Μακεδονίας. Τη μεγαλύτερη ακμή της ως αιτωλική πλέον πόλη γνωρίζει η Ναύπακτος από τα τέλη του 3ου αι. π.Χ., οπότε και αναδεικνύεται σε σημαντικό κέντρο της περιοχής. Ακμή γνωρίζει επίσης και στα ρωμαϊκά χρόνια, όταν, ως πόλη εξαρτημένη από τη ρωμαϊκή αποικία των Πατρών, επιστρέφεται στους Λοκρούς και καθίσταται η σημαντικότερη πόλη της ερημωμένης Αιτωλίας. Από τη δημόσια ζωή της πόλης είναι γνωστά από τις αρχαίες πηγές αρχαία ιερά αφιερωμένα στον Ασκληπιό, το Σάραπι, την Αθηνά, την Αφροδίτη, τον Απόλλωνα και το Διόνυσο. Από αυτά έχουν ταυτιστεί το ιερό του Ασκληπιού και της Αθηνάς, ενώ για τα υπόλοιπα υπάρχουν ασαφείς τοπογραφικές ενδείξεις. Αντίθετα αρκετά καλά γνωστή είναι η ιδιωτική ζωή της πόλης, με την αποκάλυψη σπιτιών, αλλά και τάφων που μαρτυρούν τα έθιμα των αρχαίων χρόνων.
- Οχύρωση -
Η οχύρωση της Ναυπάκτου φαίνεται ότι κατασκευάστηκε για πρώτη φορά στα κλασικά χρόνια και υπήρχε ήδη στα μέσα του 5ου αι π.Χ. Ο οχυρωματικός της περίβολος, κατασκευασμένος κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα, είχε τετράγωνους πύργους και περιέκλειε μεγάλη έκταση, γεγονός που τον καθιστούσε δυσπρόσβλητο. Η ακρόπολη βρισκόταν στην κορυφή του λόφου του μεσαιωνικού κάστρου και μαζί με τα μακρά τείχη του περιβόλου αποτέλεσαν εν μέρει τη βάση της ενετικής οχύρωσης. Τμήματα του αρχαίου περιβόλου είναι και σήμερα ορατά στα ψηλότερα σημεία της πόλης, ενώ χαμηλότερα έχουν δεχθεί επιχώσεις και αποκαλύπτονται μέσα από τις σωστικές ανασκαφές που διεξάγονται στην πόλη. Συμπληρώσεις δέχθηκε ο αρχαίος περίβολος κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια.
-Aσκληπιείο Ναυπάκτου -
Το ιερό του Ασκληπιού βρισκόταν στο λόφο Τσουκάρι, στην περιοχή του Κεφαλόβρυσου, στο ανατολικό τμήμα της Ναυπάκτου. Ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος βρήκε ήδη ερειπωμένο το ιερό κατά την επίσκεψή του στην πόλη, αναφέρει την επικρατούσα παράδοση για την ίδρυση του ιερού από τον ιδιώτη Φαλύσιο μετά από την ίασή του από ασθένεια των ματιών. Μοναδικά κατάλοιπα του ιερού αποτελούν ένα μικρό βραχώδες άνδηρο, στο οπίσθιο μέτωπο του οποίου σώζονται ως σήμερα απελευθερωτικές επιγραφές οι οποίες αναφέρουν το όνομα του θεού. Παρόμοιο επιγραφικό υλικό, του τέλους του 3ου - αρχών 2ου αι. π.Χ., έχει συλλεγεί από την ευρύτερη περιοχή του Ασκληπιείου.
- Ελληνικό Βελβίνας -
Σημαντικά αρχαία ερείπια σώζονται στη θέση Ελληνικό, νοτιοδυτικά Βελβίνας, στην κορυφή ενός λόφου που βρίσκεται δυτικά της Ναυπάκτου. Η θέση, σύμφωνα με μία άποψη, όχι απόλυτα αποδεκτή, ταυτίζεται με το αρχαίο Μολύκρειο, το οποίο τοποθετείται σύμφωνα με τις πηγές μεταξύ Ναυπάκτου και Αντιρρίου. Το Μολύκρειο κατά τους αρχαϊκούς χρόνους αποτέλεσε κορινθιακή αποικία. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο περιήλθε στους Αθηναίους, ενώ μετά τη μάχη της Χαιρώνειας αποδόθηκε στους Αιτωλούς. Τελικά καταστρέφεται γύρω στο 218 π.Χ., κατά το Συμμαχικό πόλεμο. Τα αρχαία κατάλοιπα επισημάνθηκαν αρχικά από τον W. Woodhouse στα τέλη του 19ου αι. Περιορισμένη ανασκαφή τους πραγματοποιήθηκε το 1925 από τον Αν. Ορλάνδο, ενώ μελετήθηκαν και αργότερα από άλλους ερευνητές. Τα σωζόμενα ερείπια καταλαμβάνουν μία στενόμακρη, επίπεδη κορυφή που είχε περιβληθεί στους αρχαίους χρόνους από απλό περίβολο, χωρίς πύργους, κατασκευασμένο κατά το ακανόνιστο ισοδομικό σύστημα. Ο περίβολος αυτός διατηρείται καλύτερα στο δυτικό τμήμα της ακρόπολης, όπου φαίνεται ότι υπήρχε και η είσοδος από την πόλη, η οποία εκτεινόταν βορειοδυτικά, εκτός του περιβόλου. Ο εσωτερικός χώρος της ακρόπολης διαιρείται φυσικά σε δύο επίπεδα, στο χαμηλότερο από τα οποία, το βόρειο, βρίσκονται τα σπουδαιότερα κτίσματα, δηλαδή ο κυρίως ναός και μία διπλή στοά. Στο νότιο τμήμα της ακρόπολης είναι ορατά και άλλα αταύτιστα κτίρια, ανάμεσα στα οποία ίσως και ένας δεύτερος, ανερεύνητος ναός, καθώς και μία μεγάλη κυκλική κτιστή δεξαμενή νερού.
Σημαντικά αρχαία ερείπια σώζονται στη θέση Ελληνικό, νοτιοδυτικά Βελβίνας, στην κορυφή ενός λόφου που βρίσκεται δυτικά της Ναυπάκτου. Η θέση, σύμφωνα με μία άποψη, όχι απόλυτα αποδεκτή, ταυτίζεται με το αρχαίο Μολύκρειο, το οποίο τοποθετείται σύμφωνα με τις πηγές μεταξύ Ναυπάκτου και Αντιρρίου. Το Μολύκρειο κατά τους αρχαϊκούς χρόνους αποτέλεσε κορινθιακή αποικία. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο περιήλθε στους Αθηναίους, ενώ μετά τη μάχη της Χαιρώνειας αποδόθηκε στους Αιτωλούς. Τελικά καταστρέφεται γύρω στο 218 π.Χ., κατά το Συμμαχικό πόλεμο. Τα αρχαία κατάλοιπα επισημάνθηκαν αρχικά από τον W. Woodhouse στα τέλη του 19ου αι. Περιορισμένη ανασκαφή τους πραγματοποιήθηκε το 1925 από τον Αν. Ορλάνδο, ενώ μελετήθηκαν και αργότερα από άλλους ερευνητές. Τα σωζόμενα ερείπια καταλαμβάνουν μία στενόμακρη, επίπεδη κορυφή που είχε περιβληθεί στους αρχαίους χρόνους από απλό περίβολο, χωρίς πύργους, κατασκευασμένο κατά το ακανόνιστο ισοδομικό σύστημα. Ο περίβολος αυτός διατηρείται καλύτερα στο δυτικό τμήμα της ακρόπολης, όπου φαίνεται ότι υπήρχε και η είσοδος από την πόλη, η οποία εκτεινόταν βορειοδυτικά, εκτός του περιβόλου. Ο εσωτερικός χώρος της ακρόπολης διαιρείται φυσικά σε δύο επίπεδα, στο χαμηλότερο από τα οποία, το βόρειο, βρίσκονται τα σπουδαιότερα κτίσματα, δηλαδή ο κυρίως ναός και μία διπλή στοά. Στο νότιο τμήμα της ακρόπολης είναι ορατά και άλλα αταύτιστα κτίρια, ανάμεσα στα οποία ίσως και ένας δεύτερος, ανερεύνητος ναός, καθώς και μία μεγάλη κυκλική κτιστή δεξαμενή νερού.
- Ναός Βελβίνας -
Ο ναός στην ακρόπολη της Βελβίνας, από τον οποίο σήμερα έχει διατηρηθεί η κρηπίδα του, είχε ιδιόμορφο προσανατολισμό, ΒΔ-ΝΑ. Φαίνεται ότι ήταν περίπτερος, διπλός εν παραστάσι, και πιθανότατα είχε εσωτερική κιονοστοιχία κατά τις τρεις πλευρές. Το κτίριο για άγνωστους λόγους έμεινε ημιτελές, όπως φαίνεται από την πλήρη σχεδόν απουσία αρχιτεκτονικών μελών στο χώρο. Πιθανόν αυτό να οφείλεται είτε σε οικονομικούς λόγους, είτε, σύμφωνα με νεότερη άποψη, σε κακό σχεδιασμό του μνημείου. Ο ναός αυτός είχε κτιστεί στη θέση παλιότερου πώρινου ναού, ο οποίος κατά μία άποψη ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, θεό που είναι γνωστό από τον Παυσανία και το Θουκυδίδη ότι κατά τα κλασικά χρόνια λατρευόταν στην περιοχή του Μολυκρείου. Για την ταύτιση του ιερού δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία, ενώ το μόνο εύρημα λατρευτικού χαρακτήρα ήταν ένα ενεπίγραφο βάθρο αναθήματος στην Αθηνά. Βόρεια του ναού υπήρχε διπλή στοά, παράλληλη σε αυτόν, η οποία κατά την άποψη του ανασκαφέα χρησίμευσε ως εργαστήριο λιθοξόων μέχρι την περάτωση του ναού.
Ο ναός στην ακρόπολη της Βελβίνας, από τον οποίο σήμερα έχει διατηρηθεί η κρηπίδα του, είχε ιδιόμορφο προσανατολισμό, ΒΔ-ΝΑ. Φαίνεται ότι ήταν περίπτερος, διπλός εν παραστάσι, και πιθανότατα είχε εσωτερική κιονοστοιχία κατά τις τρεις πλευρές. Το κτίριο για άγνωστους λόγους έμεινε ημιτελές, όπως φαίνεται από την πλήρη σχεδόν απουσία αρχιτεκτονικών μελών στο χώρο. Πιθανόν αυτό να οφείλεται είτε σε οικονομικούς λόγους, είτε, σύμφωνα με νεότερη άποψη, σε κακό σχεδιασμό του μνημείου. Ο ναός αυτός είχε κτιστεί στη θέση παλιότερου πώρινου ναού, ο οποίος κατά μία άποψη ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, θεό που είναι γνωστό από τον Παυσανία και το Θουκυδίδη ότι κατά τα κλασικά χρόνια λατρευόταν στην περιοχή του Μολυκρείου. Για την ταύτιση του ιερού δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία, ενώ το μόνο εύρημα λατρευτικού χαρακτήρα ήταν ένα ενεπίγραφο βάθρο αναθήματος στην Αθηνά. Βόρεια του ναού υπήρχε διπλή στοά, παράλληλη σε αυτόν, η οποία κατά την άποψη του ανασκαφέα χρησίμευσε ως εργαστήριο λιθοξόων μέχρι την περάτωση του ναού.