Περίστα.


Η Περίστα, καμιά διακοσαριά σπίτια, είναι σκαρφαλωμένη σε μια αρκετά απότομη πλαγιά του Ξηροβουνιού, ενός ψηλού και πλατύστερνου βουνού που έχει στα Νώτα του την Ανατολή κι αντίκρυτά του, μα πολύ δυσμικά, τους βαθυπράσινους αχάτες της Πατρινής θαλάσσιας απλωσιάς. Ανήκει στη περιοχή που από τα χρόνια της Ρωμαϊκής κατάκτησης ονομάζεται Κράβαρα γιά τα πολλά θεόρατα, αλλού γυμνά κι αλλού πυκνόφυτα βουνοτόπια της. «Gravus» στα Λατινικά σημαίνη βαρύς, ασήκοτος, απόκρημνος. Ψηλά βουνά την περιζώνουν την Περίστα. Βουνά που ανάθρεψαν την κλεφτουριά και κούνησαν στις ελατοσκέπαστες κούνιες τους το Εικοσιένα. Στα ανατολικά το Ξηροβούνι καθώς είπα, βουνό γεροκόκαλο με ξάρια (κατάγυμνη) τη μακρόστενη κορμωστασιά του. Μα στις παρακατιανές σταχτοκόκκινες μαγούλες του ειναι κατάφυτο με κέδρα, έλατα, μήλους, σφεντάμια, μελίδια, πουρνάρια, πλατάνια, φτέρες κι ενα σωρό άλλα είδη δέντρων. Ομως πέρα απο όλα ετούτα τα κορμωμένα βαθιόριζα σημαδιακά δέντρα, ένα τόσο δα φυτό, περιζήτητο από τον άνθρωπο, αποτελεί το σήμα κατατεθέν του: το τσάϊ. Το Μάη ανθίζει και τον Ιούνιο είναι ώριμο για κόψιμο. Επειτα, απο τον ένα στον άλλο, μπαίνη σε ολα τα σπίτια σαν αναντικατάστατο γιατρικό για όλες τις ασθένειες.Μα και οι νεροπηγιές του Ξηροβουνιού, πλούσιες και δυνατές, διακλαδίζουν, τις διασταυρώνουν σε ολόκληρη την έκταση του βουνού. Κάθε εκατό μέτρα κι άμπλας δροσερού νερού, κάθε διακόσια και χοχλακιστό κεφαλόβρυσο. Στα χαμηλώματα οι ανάβρες δεν έχουν μετρημό. Πίσω απο κάθε βραχάκι κι ενα παρήγορο νότισμα από ξεμυαλισμένη νεροσυρμή. Κατά τη δύση υψώνεται το γυμνό, βασανισμένο απο τις χιονούρες και τις ανεμικές, κούτελο του Ψώριαρη. Συλλογισμένο βουνό, γεμάτο εγκαρτέρηση και ηρεμία. Οι χαμηλότερες, σαν αυγά, ραχούλες της Αγιασωτήρας το συνδέουν με το Ξηροβούνι. Τον είπαν Ψώριαρη γιατί είναι φτωχό βουνό. Δεν έχει δέντρα να κρύψουν το σαραντοπληγιασμένο του κορμί και τις κακοπαθημένες του κοκάλες. Μα είναι όμορφο βουνό, με στρωτή κοψιά και καλοδέχεται πάντοτε τον επισκέπτη δίχως να γυρεύει να τον κατατσακίσει στα βράχια του. Το μόνο άσχημο που άχει είναι τ'ονομά του. Τάχα ποιός σκουντούφλης νουνός να του το κόλλησε; Παρατσούκλι στην αρχή που κατάντησε με τον καιρό παραγκώμι. Εξόν απο τη φτώχια του πως δεν είδε την ομορφάδα και την προσήνεια του ο ευλογημένος; Τι να πει κανείς για χρόνια που περισσεύει η κακοψυχία του ανθρώπου.Στους παλιότερους καιρούς σκαρφάλωναν τον Ψώριαρη κάποιοι Θεόφτωχοι ξωμάχοι να καλλιεργίσουν τις κορφινές ρυτίδες του, τις μόνες όπου καταλάγιαζεν η πέτρα και πλήθαινε το χώμα, στέρφο κι αυτό και δίχως όρεξη ζωής μέσα. Αδικος κόπος, σε τόσο μεγάλο ψήλωμα κανένας σπόρος δεν προχωρούσε παραμέσα. Ολοι τους σάπιζαν στις πετραδερές αυλακωσιές ή έθρεφαν τ’αγριοπούλια του Ζυγού της Αγιασωτήρας. Βαρέθηκαν οι σποράδες, είπαν Θεού θέλημα είναι να ξενιτευτούμε στη Βλαχιά ή στην Αμέρικα. Κι έχτισαν στο διάσελο ενα καλυβάκι που το αφιέρωσαν στον λησμονημένο θαλασσινό, τον προφήτη Ηλία, και κατηφόρισαν δίχως να τους απολείπει η αισιοδοξία. Τώρα θάπιαναν τις θάλασσες που εκείνος απαρνήθηκε, κι όπου τους έβγαζε η ζωή.Συνεχούμενο με τον Ψώριαρη, όμως πιό χαμηλόκορφο, το βουνό του Πέρκου, έχει τη δική του ομορφάδα καθώς στέκεται καταπράσινο κι αλαφροκρατεί σαν τρυφερή μητέρα ανάμεσα στα δυό του αντικρυστά ρεματάκια τα λιγοστά, όμως καλοστεκούμενα αν και παλαιικά σπιτόπουλα του χωριού αυτού.Την κοινότητα του Πέρκου από την άλλη της Περίστας τη χωρίζει ενα δυνατό στους χειμωνιάτικους μήνες ρέμα που οι ντόπιοι τ' ονοματίζουν Κάκκαβο. Στο μεγάλο αυτό ρέμα, χύνονται τα μικρότερα που αυλακώνουν στις κακοκαιρίες τις χωματερές πλαγιές και τα σκληρά κατσάβραχα. Οι γεναριάτικες ιδιαίτερα κατεβασιές του Κάκκαβου είναι τόσο πολύβουες, καθώς παρασέρνουν στο διάβα τους ξεριζωμένα κλαριά και τρόχαλα βράχων, που θυμίζουνε δαιμονισμένο θόρυβο γύφτικων χαλκωματένιων κακκαβιών που κουτουλάνε ματαξύ τους. Το μεγάλο αυτό ρέμα, με τη σειρά του χύνει τα θολά νερά του στο Φίδαρη, το ποτάμι που κυλά εκεί κοντά, χωρίζωντας την επαρχία Ναυπακτίας από τις άλλες Αιτωλικές επαρχίες.

Στα βορινά της Περίστας και πάνω απο την μακρόστενη κοίτη του ποταμού Φίδαρη, σηκώνει σε ψήλος κοντά δύο χιλιάδων μέτρων το μελετημένο και στεριωμένο απο θεοτικούς, θαρρείς, αρχιμαστόρους αέτωμά του ο Ανινος, ένα βουνό κατάγυμνο στο κεντρικό μέρος του, πλασμένο απο γυαλιστερό σκουρογάλαζο γρανίτη. Στα πόδια του βουνού κάμποσες σπηλιές και σπηλιαράκια, φυλάνε ίσως μερικά απο τα μυστικά των πρωτανθρώπων. Βαθιές, ολοσκότεινες, απρόσφορες στην εξερεύνηση οι αρκουδοσπηλιές αυτές, καθώς τις λένε οι ντόπιοι, ίδια στόματα άδη, στέκονται εκεί από αιώνες κι αφουγκράζωνται το χειμωνιάτικο μουγκρητό η το καλοκαιρινό κελάρυσμα του Ευήνου, όπως ονοματίζουν οι γραμματιζούμενοι τον Φίδαρη. Το ποτάμι τούτο που έχει τις κεφαλοπηγές του στα ελατοσκέπαστα Βαρδούσια, ύστερα από επιδέξια φιδίσια θάλεγες κλωθογυρίσματα που κράτη σαν πολλούς αιώνες για ν' ανοίξουν δρόμο κάμποσων χιλιομέτρων, χύνεται στην πλατωσιά του Μεσολογγίου, λιγοστεύοντας διαρκώς τη ρηχή λιμνοθάλασσά του.Τα βορινά σύνορα της Περίστας τα βρέχει το ποτάμι τούτο. Και καθώς τα νερά του, είτε ήσυχα είτε αγριεμένα δεν καταφέρνουν να ξεκόψουν ούτε ενα νυχάκι απο τη μονοκόμματη ατσαλόπετρα του Ανίνου, στις ώρες τις φουσκονεριάς ξεχύνονται ασυγκράτητα κατά τον όχτο της Περίστας, καταστρέφοντας και επιχωματώνοντας μικρές ομαλίες, τις λογκές, που γίνονται πολύ αποδοτικές στην καλλιέργεια και αρκετά χρήσιμες στην κτηνοτροφία.Ο Φίδαρης είναι ενα πολύ όμορφο ποτάμι. Η κοίτη του άλλού στενή, ένας πήδος απόσταση, κι αλλού πλατύτερη, στεφανώνεται στο μεγαλύτερο μακρός της απο λογής δέντρα. Ομως το δέντρο που ξεχωρίζει κι ορίζει κυριαρχικά με το δικό του λυρικό τρόπο το τοπίο, είναι το πλατάνι με τη βαθυπράσινη παλαμωτή φυλλωσιά του, κατοικητήριο πουλιών μα και ζουλαπιών που φωλιάζουν στη συχνά κουφαλιασμένη πολυκαιρίτικη κορμοστασιά του. Τα πλατάνια όμως αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν για αιώνες γιατί είναι ριζιμιά. Αλλιώς θα τάχαν σαρώσει οι κατεβασιές, όπως σαρώνονται κάθε χρονιά με το έμπα του Νοέμβρη τα λυγερόκορμα βλασταρούδια δέντρων που δεν καταφέρνουν ποτέ τους ούτε να χρονιάσουν.»


Το έδαφος της Περίστας είναι επικλινές και συγκρατείτε με πεζούλια και μάντρες. Οι μάντρες κρατούν το χώμα, που σαν ισοπεδωθεί δημιουργούνται οι «ζαγάδες» όπου γίνεται η καλλιέργεια. Στις άκρες απο τις ζαγάδες βρίσκονται σωροί από πέτρες και χαλίκια που τις έριξαν εκεί οι σκαφτιάδες για να διευκολύνονται στην καλλιέργεια. Οι σωροί αυτοί λέγονται χαλιάδες. Το χώμα κλίνει προς το κόκκινο. Τα πετρώματα του εδάφους είναι διάφορης γεωλογικής σύστασης.Σε πολλά σημεία της περιοχής υπάρχουν μεγάλες και ανεξερεύνητες σπηλιές, κατοικία και ενδιαίτημα των μακρυνών μας προγόνων. Η έκταση της Κοινότητας Περίστας είναι γύρο στις δώδεκα χιλιάδες σρέμματα. Το έδαφος είναι φτωχό και η παραγωγή χαμηλή. Οι νέοι παίρνουν νωρίς τα μάτια τους και φεύγουν για τα ξένα. Η φυγή είναι μια ανοιχτή πληγή για το χωριό.Η Περίστα είναι χτισμένη στα πόδια του Ξηροβουνιού αμφιθεατρικά. Πάνω απο το χωριό βρίσκεται το δάσος γεμάτο απο μια ποικιλία δέντρων και αρκετές καλές βοσκές για τα γιδοπρόβατα. Ο χώρος αυτός έπρεπε να προστατευθεί για να μην κινδυνέψει το χωριό απο τη διάβρωση του κατηφορικού εδάφους πάνω στο οποίο έχουν ριζώσει τα πολλά σπίτια του. Και προστατεύθηκε, αλλά με πολλούς κόπους και θυσίες Περιστιάνων, προπαντός των προηγουμένων γενεών.

Παρά τις προσπάθειες διαπρεπών γλωσσολόγων, δεν κατορθώθηκε να βρεθεί η ετυμολογία του τοπωνύμιου Περίστα. Δεν υπάρχει στις σελίδες κανενός σλάβικου λεξικού ούτε του ειδικού έργου του Μαξ Βάσμερ που περιέχει σλαβικά τοπωνύμια. Παρά ταύτα ο καθηγητής Δρανδάκης ισχυρίζεται πως το τοπωνύμιο είναι Ελληνικό και αποτελεί συγκοπή της λέξης περίστασις. Με το όνομα αυτό(Περίστασις) άλλωστε, υπαρχουν αρκετά χωριά στον βορειοελλαδικό χώρο, και ένα στην Ανατολική Θράκη, εκεί που αρχίζει η χερσόνησος της Καλλίπολης . Κατά την άποψη των συντακτών του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, στην Περιστα ενδεχομένως υπήρχε ναός της θεάς Περιστάσεως και το όνομα να συγκόπηκε όπως λ.χ. στη λέξη χωριάτισσα - χωριάτα, Περίστασις - Περίστα. Αποκλείουν όμως τελείως την εκδοχή το όνομα να είναι σλάβικο.Στον χάρτη που τυπόθηκε το 1886 στη Λειψία με τον τίτλο « Ο Ατλας του υπέρ Ανεξαρτησίας ιερού των Ελλήνων Αγώνος », έργο του Ρώσου φιλέλληνα Πετρώφ, η Περίστα αναφέρεται ως Βερίστα (βλ.περ.«Στερρά Ελλάς» αριθ. 260 του 1991). Στα λατινικά η λέξη perusta Σημαίνει «καμμένη γη» είτε απο φωτιά είτε απο μεγάλο ψύχος.Perusta ossa, σημαίνει καμμένα οστά. Στο «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής» του Σταματάκου αναφέρεται ο τύπος περίστην,που επικρατεί στον ενεργητικό αόριστο β΄ του ρήματος περιίστιμι (περιίσταμαι εν κύκλω, στέκω τριγύρο), αντί του νεώτερου περιέστην. Την ίδια έννοια έχουν και οι λέξεις περισταίνω και περιίστιμι στο «Ομηρικόν Λεξικόν» πανταζίδου. Τέλος η λέξη περίστατος στον Σταματάκο σημαίνει κοσμώ δια στιγμάτων ολόγυρα Όμως δεν πρέπει να δίνουμε κάποτε και ιδιαίτερη σημασία στο όνομα της Περίστας για να αντλήσουμε εθνολογικά συμπεράσματα, αφού την απάντηση την έχει δώση με σαφήνεια η ιστορία. Οι Περιστιάνοι είχαν ανέκαθεν Ελληνική συνείδηση και η λαλιά τους δεν ήταν άλλη από την Ελληνική και μάλιστα στη λιτή δωρική της εκδοχή.

Ο χρόνος τρέχει σταθερά προς το μέλον, η νέα χιλιετία είναι πιά γεγονός. Κι η Περίστα, το όμορφο χωριό της Ναυπακτίας, παρασύρεται κι αυτή από το χρόνο πρός το μέλον, σ’ένα μέλον όμως αβέβαιο. Την μοίρα της όμως αυτή ακολουθούν όλα τα χωριά της πανέμορφης Ναυπακτίας και όλα τα ορεινά χωριά της πατρίδας μας.Ενταγμένη πλέον η Περίστα από 1-1-1999 ως Δημοτικό Διαμέρισμα στον Δήμο Πλατάνου (άλλοτε Δήμο Προσχίου) με το σχέδιο Καποδίστριας εκπροσωπείτε σ΄αυτόν από ένα τριμελές τοπικό συμβούλιο κι έναν Δημοτικό σύμβουλο.Αισθάνεται όμως όπως και παλιότερα ως κοινότητα, βαρειά στην πλάτη τής τάσεις εγκατάλειψης από τήν πολιτεία, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του τοπικού συμβουλίου και του Δήμου. Η πληθυσμιακή κατάρευση είναι ο βασικότερος λόγος της κατάστασης αυτής. Οι γέροι φεύγουν, οι νέοι δεν έρχονται, παιδιά δεν γεννιούνται. Ούτε όμως και στο άμμεσο μέλλον διαφαίνεται η ελπίδα επιστροφής κάποιων νέων ανθρώπων στην Περίστα, επειδή δεν υπάρχει η απαραίτητη υποδομή.

Τα ερυθρόμορφα γεωμετρικά εγχάρακτα αγγεία του νεκροταφείου και τα χάλκινα όπλα και σκεύη που ανέσκαψεν ο Παπανικόλας, όταν κατα τους Βαλκανικούς πολέμους εφύτευσε τ΄αμπέλια του στα Προσήλια, τα μεγάλα πειθάρια που βρέθηκαν λίγο παλαιότερα στη θέση Λαϊνάκια, ο βυζαντινός πύργος πάνω απο τον Αη-λιά, που ήλεγχε το δρόμο επί πέντε ολόκληρα χιλιόμετρα, απο το Ζυγό μεχρι το Σταυρούλι και τη Μεγάλη Σάρα, τα ίχνη παλαιών οικοδομών και πλούσιας βιοτεχνίας, που συναντώνται ακόμη στη θέση Λάκοι (Λάκκ’ς) όλα αυτά τα άφωνα σημάδια, διηγούνται μια μακρά και εύγλωττη ιστορία περιόδων ακμής και παρακμής του πανάρχαιου χωριού. Δεκαεπτά μεγάλες οικογένειες, επτά ιερείς και τρείς εκκλησίες είχεν η Περίστα, στις αρχές του 18ου αιώνος. Το χωριό τότε ητο χτισμένο χαμηλότερα απο το σημερινό, στο πλάτωμα μεταξύ Λάκκας, Καλλικρανιάς και Κοκκαλιάρας, όπου διακρίνονται ακόμα θεμέλια παλιών σπιτιών και αυθονία κεραμιδιών.Πολιούχο είχε τους Αγίους Αποστόλους, μια χαριτωμένη εκκλησία βυζαντινού ρυθμού, που βούλιαξε και εχάθη κατά την καθίζηση του 1917. Μια μικρότερη εκκλησία ήτο στα Μαντζοδημητρέϊκα, κοντά στη Βρύση Κωσταίων, και η τρίτη που αργότερα έγινε η μητρόπολη του χωριού, εκείτο πίσω από τον παλιό Αη-Θανάση, όπου σώζεται ακόμη το καλοχτισμένο Ιερό της Βήμα. Πρωτόπαπας και Πατριαρχικός Εξαρχος ήταν ο περίφημος Παπαϊνάκης-Οικονόμος, από τη γενιά του οποίου προήλθαν όλοι οι μετέπειτα παπάδες του χωριού με τελευταίους αντιπροσώπους τον Παπαγεώργη, τον Παπαηλία και τον αείμνηστο Παπανικόλα, που επί μία ολόκληρη τριακονταετία, υπηρέτησε την Κοινότητα, σαν ιερωμένος και πολιτικός αρχηγός, σαν πρακτικός ιατρός και κτηνίατρος, σαν μηχανικός και γεωπόνος. Ο Παπαϊνάκης που πέθανε μετά την απελευθέρωση σε βαθύ γήρας ( 1745-1830 ) ήταν ο μόνος στην ορεινή Ναυπακτία που διέθετε «οντά » αρχοντικό δηλαδή κατάληλο για φιλοξενία και κρυφές συσκέψεις. Στην πλατειά λιθόστρωτη αυλή του, ξεπέζευαν τότε λογιών λογιών απεσταλμένοι της εκκλησίας, των καπετανάτων και των οπλαρχηγών, κατά τα γόνιμα εκείνα χρόνια, που «κατεπιάνοντο τα προζύμια» της Επαναστάσεως.Μετά την Επανάσταση, το χωριό ανασυντάχτηκε και γνώριζε την ευημερία, που κράτησε περίπου μέχρι των αρχών του παρόντος αιώνος. Ολες οι γύρω πλαγιές απο την Κεχρινιά, τα Λακώμματα και την Αντρονιά (άντρον), από ψηλά, μέχρι τα χαμηλότερα Πλατανιά, Ξυλοκούνια, Αρτηλάκκα, Παναγιά, Παπανδριά, Παλιοφυτειά, Πέρτα τ΄αλώνη, Λιδωρά, Καρούλα, Καψάλα και Ξηρόρεμμα εκαλλιεργούντο με καλοκτισμένες αναχωματιές (δέματα). Τα προιόντα (σιτάρι, κριθάρι,καλαμπόκι, φασόλια, φακές, ρεβίθια, κηπουρικά και φρούτα, ιδίως σταφύλια, καρύδια, μήλα, αχλάδια, κεράσια), ήσαν αρκετά για την επιτόπιο κατανάλωση και πολλές φορές, επερίσσευαν για εξαγωγή.Πλούσια κοπάδια αιγοπροβάτων, βόδια και αγελάδες, μουλάρια, γουρούνια και κότες τόνιζαν με την άφθονη παρουσία τους, την αρχοντιά και την οικονομική άνεση των κατοίκων, οι οποίοι πωλούσαν, στα γύρω χωριά, σιτάρι και κρασί, φρούτα και τυροκομικά προϊόντα δέρματα ζώων και ξυλοτεχνικά εργαλεία. Αλλά το μεγαλύτερο εισόδημα της Περίστας επήγαζε απο το κουκούλι (μεταξοσκώληκα), που το πωλούσαν ακριβά στους πραματευτάδες, που έφθαναν κάθε τόσο απο την μακρινή Πάτρα ή την Αθήνα. « Αθηναίος δημοσιογράφος που επεσκέφθη την εποχή εκείνη για πρώτη φορά την Περίστα, θαμπωμένος απο την πλούσια κοινοτική εμφάνιση, τα περικαλλή κτίρια της εκκλησίας και του σχολείου, τα δίπατα καλοχτισμένα σπίτια, τις πέτρινες βρύσες, τους λιθόστρωτους δρόμους και το κεφάτο ξεμάντωμα των κατοίκων στη μεγάλη πλατεία, αλλά ξαφνιασμένος απο την έλειψη γεωργικής παραγωγής ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής, έγραψε ενδιαφέρουσα ανταπόκριση για την Περίστα με τον εντυποσιακό τίτλο: « το φτωχότερο χωριό της Ελλάδος με τους πλουσιότερους κατοίκους».(Εφημ. ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ,4 και 5 Απριλίου 1957). Τίποτε απο τα παραπάνω δεν υπάρχει πιά στην σημερινή Περίστα. Γιατί άραγε, άλλαξε το κλίμα της Περίστας ή η νοοτροπία των πάντοτε εργατικών παιδιών της; Η πρώτη και πιο αποφασιστική αιτία ήτο μια κατακλυσμική θεομηνία, ή κατολίσθηση δηλαδή ενός τρίτου περίπου της πλαγιάς του Ξεροβουνιού, κάτω απο τα Ελατα, που σύρθηκε 500 περίπου μέτρα προς τα κάτω και έφραξε το χείμαρο Κάκκαβο, σε έκταση τριών περίπου χιλιομέτρων. Τα εγκλωβισμένα νερά έσκασαν κάποτε το χωμάτινο φράγμα και άφησαν, προς το μέρος του Πέρκου, ένα βουνό απο κοκκινόχωμα του Ξεροβουνιού, ευδιάκριτη κηλίδα μέσα στο αρχιλόχωμα του Ψώριαρη.Η γιγαντιαία αυτή κατολίσθηση (πολύ μεγαλύτερη απ΄εκείνη που έγινε στην αρχαιότητα, δώθε απο το Σταυρούλι), κατέστρεψε το δρόμο και ανακάτεψε απελπιστικά, κτήματα, δέντρα και ιδιοκτησίες. Κήποι και χωράφια των Μπακαλαίων, βρέθηκαν σε Τσουγκρανέϊκη ιδιοκτησία και ο μακροχρόνιος καυγάς που ακολούθησε, κατέληξε σ΄έναν αφορισμό: «ποτέ να μη συμπεθερέψουν οι δυο οικογένειες». Η κατολίσθηση εκείνη έγινε πριν 150 περίπου χρόνια ( αυτή την ηλικία δείχνουν τα πολλά πλατάνια που φύτρωσαν μετά την καταστροφή), αλλ΄ ο κόσμος θυμήθηκε τον αφορισμό όταν, πριν από χρόνια, μια όμορφη Μπακαλοπούλα, παντρεμένη με ενα Τσουγκράνη, πέθανε 40 ημερών νύφη, χωρίς προφανή αρρώστια!. Η κατολίσθηση αυτή εκλόνισε θανάσιμα και την όλλη οικονομία του χωριού. Εως τότε, μια πλούσια νερομάνα (μεγάλο αυλάκι), έφερνε στη Γκιώνα, την κορυφή του χωριού, άφθονο νερό απο τα έλατα, που πότιζε τα ζώα και τους κήπους, τις καρυές και τις μουριές, με τα φύλλα των οποίων έτρεφαν το μεταξοσκώληκα. Τα νερά αυτά χάθηκαν για το χωριό, αφού αναβλύζουν τώρα χαμηλά στου Κάκκαβου την κοίτη. Οι κάτοικοι έκαμαν βέβαια ο,τι μπορούσαν, για να μαζέψουν το ζείδωρο νερό, απο τις λίγες προσιτές πηγές που απέμειναν, μη θέλοντες να πιστέψουν οτι νικήθηκαν απο την ανέλεητη δύναμη της φύσεως. Αλλ΄οι μουριές και τα δέντρα μαράθηκαν σιγά-σιγά, οι κήποι ξεράθηκαν και ψοφούσαν τα ζώα, η φτώχεια δε, η γκρίνια και η απαθλίωση, φώλιασαν στο χωριό και αμαύρωσαν την παλιά αρχοντιά του.Αλλά οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν αδιαμαρτύρητα, οπως τα δένδρα . Οι άνδρες του χωριού, διωγμένοι απο την αφορία της γης, πήραν τα μάτια τους και έφυγαν στα ξένα, για να κερδίσουν το ψωμί της οικογένειάς των. Στην αρχή τράβηξαν για τη Βλαχιά (Ρουμανία), όπου κατα τη φαντασία μερικών, έτρεχε στους δρόμους «το γάλα και το μέλι». Ξεκινούσαν σε ομάδες (καραβάνια), πεζοί ή καβάλα στα μισοφορτωμένα ζώα τους, διάβαιναν την Σαράνταινα και ακολουθώντας τον παλιό δρόμο των Αιτωλών, έφθαναν, περνώντας το Γαρδίκι και το Δομοκό, στην Τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. Διέσχιζαν το κάμπο της και μετά, τη Μακεδονία και τη Βουλγαρία και έφθαναν, κάποτε στα πλούσια χώματα του Δούναβη. Εξι μήνες κρατούσε το ταξίδι τους. Οσοι έφθαναν και πετύχαιναν το σκοπό τους, γύριζαν, ύστερα απο χρόνια, στην πατρίδα με αμύθητα πλούτη.Οι Περιστιάνοι που δεν πρόκοψαν και τόσο στη Βλαχιά, άνοιξαν νωρίς τον δρόμο προς μια άλλη υπερπόντιο «Γη της Επαγγελίας», τη Βόρειο Αμερική. Πρωτοπόροι σ’αυτή την κίνηση υπήρξαν ο Χατζηνικολάου, ο επιλεγόμενος γιατρός, ο Κομματάς, ο Ταρκαζίκης, ο Σακελλάρης, ο Ανδρεόπουλος και άλλοι, που ξενιτεύτηκαν μικροί, λίγα χρόνια πριν απο το 1900. Η επιτυχία τους χρησίμευσε σαν καταλύτης στο χωριό και μέσα στα 15 επόμενα χρόνια, μέχρι την αρχή των Βαλκανικών Πολέμων, η προς την Αμερική μετανάστευση των νέων της Περίστας πήρε τη μορφή βιβλικής εξόδου. Παιδιά δώδεκα χρονών, άφηναν τα θρανία τους, και μεσόκοποι πενηντάχρονοι,άφηναν την οικογένεια και την περιουσία τους και έφευγαν, απροετοίμαστοι και χρεωμένοι, προς την άγνωστη και μακρινή χρυσοφόρο Αμερική, στην οποία εναπόθεταν την πάσα ελπίδα των. Οι περισσότεροι πρόκοψαν περίτρανα, αλλά λίγοι αφανίσθηκαν, στο τιτάνιο και άνισο αυτόν αγώνα προς το τέρας της ξενιτιάς. Στο χωριό δεν έμειναν παρά οι γυναίκες, οι πολύ ηλικιωμένοι, τα νήπια και τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου. Και όπως άρχισε να ρέει προς τα εκεί ο πακτωλός των δολαρίων, το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων καλυτέρευσε αισθητά, κοινοτικά έργα, όπως η Εκκλησία, το Σχολείο και οι δρόμοι, άρχισαν να φυτρώνουν το ενα κατόπιν του άλλου, αλλά τα κτήματα και οι στάνες ρήμαξαν και η παλιά οικιακή χειροτεχνία ξεχάστηκε ολότελα.

Δυο μόνο άνδρες και αυτοί ρασοφόροι, έμειναν μονίμως στο χωριό. Πρώτος ήταν ο δυναμικός και πολύξερος Παπανικόλας, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω και δεύτερος ο καλόγερος Δανιήλ, με το βιβλικό του παράστημα και τον απόκοσμο, σαν του προφήτου Ησαϊα, στοχαστικό του λόγο. Πολύ απογοητευμένος απο τα εγκόσμια, ο Δανιήλ (Δημήτριος Θανασούλις), καλογέρεψε νωρίς και ασκήττεψε επί χρόνια σ' ενα ερημικό κελί, κοντά στο Πυργούλι , οπου αφιερώθηκε στο Θεο και στη φύση. Μόνος του εξωράϊσε το γύρω τοπίο, μάζεψε το νερό μιας κρυφής πηγής, φύτεψε δέντρα, άγρια και οπωροφόρα, κι έκτισε τέλος το χαριτωμένο ξωκλήσι του Αη-Λιά, μ' ένα εικόνισμα προσκυνητάρι, στο δρόμο προς τον Πλάτανο.Ο αμαξωτός αυτός δρομος, απ' την Γιώνα προς το Ζυγό, έγινε στα 1909, με δολάρια που ήλθαν απο τους ξενιτευμένους της Αμερικής, αλλ' έμεινε ως το τέλος παρθένος, χωρίς ποτέ να τον αυλακώσει ρόδα τροχοφόρου, αφού δεν είχε αρχή, ούτε τέλος προς το οδικό δίκτυο της χώρας.Εκει στην πέρα άκρη του δρόμου, το ζυγό, ο καλόγερος Δανιήλ, επανέλαβε αργότερα την ίδια δουλειά, ανακαίνισε δηλαδή το ξωκλήσι της Αγίας Σωτήρας (Μεταμόρφωση του Σωτήρος), έβγαλε νερό απο τα σπλάχνα της γης, φύτεψε εκατοντάδες δένδρα και έχτισε χάνι-ξενώνα, για τους διαβάτες και τους προσκυνητές, που ανέκαθεν μαζεύονται εκεί απ’ όλα τα γύρω χωριά, για να τιμήσουν το πατροπαράδοτο πανηγύρι της 6 ης Αυγούστου. Μόνος του, με κανενός τη βοήθεια, αλλά με πίστη προς το Θεο και ανεξάντλητη αγάπη προς τη φύση και τον άνθρωπο, ο καλόγερος Δανιήλ, με ανείπωτο μόχθο μισού αιώνος, ομόρφυνε τη φύση και καλυτέρεψε τους συνανθρώπους του. Αν και σε βαθύ γήρας, η ακτινοβολία της ψυχής του θα φώτιζε ίσως ακόμα τα χωριά μας, αλλά κατά τους τελευταίους σπασμούς του απαίσιου συμμοριτοπολέμου (1948), ενας όλμος του έκοψε απότομα το νήμα της ζωής του και ορφάνεψε τον τόπο απο τη γόνιμη σκέπη του.

Φθάνουμε ετσι στα τωρινά χρόνια, όπου συντελέίτε η δεύτερη και πιθανόν, η τελειωτική φάση της απογυμνώσεως του χωριού. Τώρα φεύγουν όχι μόνον οι νέοι καί οι άνδρες, αλλ' ολόκληρες οικογένειες και πορεύονται άλλοι πρις τις πόλεις της Ελλάδος και άλλοι προς την Αμερική ή την Αυτραλία. Και τι απομένει στην Περίστα; Μένουν ακόμα τα 200 καλοχτισμένα και ψηλά σαν κάστρα σπίτια, αλλά τα περισσότερα ακατοίκητα και μανταλωμένα, που σιγολιώνουν και φθείρονται, όρθια απ' τα πρωτοβρόχια και τα στοιβαχτά χιόνια που ακολουθούν. Σπάνια να δεί κανείς καμινάδα να καπνίζει τον χειμώνα. Απομεινάρια των εφεστίων θεοτήτων της αρχαιότητας, λίγες γερόντισσες αρνούνται να εγκαταλείψουν το προγονικό τους σπίτι και μένουν εκεί μονάχες, μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, προσδοκώντας με εγκαρτέρεση να ταφούν, κάποια μέρα, πλάϊ στο μνήμα της μητέρας των.Ερημα τα λιθόστρωτα σοκάκια, και στο πλατύ χοροστάσι, δεν ακούγονται πιά τα θορυβώδη παιγνίδια των παιδιών ή τα παλιά ξεφαντώματα της νεολαίας. Πάνω όμως από την πλατεία, στέκεται ασάλευτο το ιστορικό ναϊδριο του Αη-Θανάση, με τις παλιές βυζαντινού τύπου εικόνες και το περίφημο ξυλόγλυπτο τέμπλο, έργο του ιη' αιώνα!!!