Ο Νέσσος.


Ο Κένταυρος Νέσσος.

Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι Κένταυροι ήταν μια φυλή «τερατωδών» υπάρξεων : από τη μέση και πάνω άνθρωποι, από τη μέση και κάτω άλογα. Κατοικούσαν κυρίως στα δάση του όρους Πηλίου της Μαγνησίας, στην αρχαία Θεσσαλία, όπου ζούσαν σε σχεδόν άγρια κατάσταση. Φημολογείται ότι κατάγονταν από τον Ιξίονα, γιο του Φλεγύα, βασιλιά των Λαπίθων. Ο μύθος λέει πως εκείνος δίνοντας δείγματα του κακού χαρακτήρα του είχε δολοφονήσει με δόλο τους γονείς της συζύγου του. Κατόπιν προσέφυγε στον Δία, ο οποίος και δέχθηκε να τον εξαγνίσει από το μίασμα των φόνων που τον βάρυνε. Ο βασιλιάς των θεών, μάλιστα, τον συμπάθησε τόσο, ώστε τον κάλεσε σε θεϊκό γεύμα στον Όλυμπο, όπου ο Ιξίων μέθυσε και, παραγνωρίζοντας τη θεϊκή τιμή που του αποτιόταν, θέλησε να αποπλανήσει την Ήρα και να συνευρεθεί μαζί της. Υπέθετε ότι και αυτή θα συναινούσε στις ορέξεις του και ότι θα εκμεταλλευόταν δεόντως την ευκαιρία προκειμένου να εκδικηθεί τον Δία για τις συχνές απιστίες του. Ο Ζευς, όμως, μαντεύοντας τις προθέσεις του Ιξίονα, έδωσε σε ένα σύννεφο τη μορφή της συζύγου του και ο Ιξίων, υπερβολικά μεθυσμένος, δεν κατάλαβε την απάτη με αποτέλεσμα να συνευρεθεί με το σύννεφο Ήρα. Ο Δίας τον συνέλαβε επ’ αυτοφώρω και τότε πρόσταξε τον Ερμή να τον μαστιγώσει ανηλεώς έως ότου εκείνος επαναλάβει τη φράση: «Πρέπει να τιμάμε τους ευεργέτες μας». Κατόπιν τον έδεσε σε έναν πύρινο τροχό που περιστρεφόταν αέναα στον ουρανό. Η ψεύτικη Ήρα μετά τη συνεύρεση της με τον Ιξίονα ονομάσθηκε Νεφέλη (σύννεφο) και γέννησε το απόβλητο παιδί αυτής της επαφής, που ήταν ένα δίμορφο ον, το οποίο έλαβε το όνομα Κένταυρος. Εκείνος μεγαλώνοντας συνευρέθηκε με τη σειρά του με τις φοράδες της Μαγνησίας, με αποτέλεσμα να γεννηθούν οι αλογοκένταυροι, με το τετράποδο, αλογίσιο σώμα από τη μέση και κάτω και ανθρώπινο από τη μέση και πάνω.Γνωστοί οι Κένταυροι έγιναν κυρίως από τη διαμάχη τους με τους γειτονικούς τους Λαπίθες, με τους οποίους τους χώριζε μια βαθιά έχθρα, μολονότι μυθολογικά είχαν την ίδια καταγωγή, από τον προγονό τους Λαπίθη βασιλιά Ιξίονα. Όταν ένας άλλος βασιλιάς των Λαπίθων, ο Πείριθος, τους κάλεσε στον γάμο του με την Ιπποδάμεια, εκείνοι δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τον εαυτό τους και, αφού πρώτα μέθυσαν από το πολύ κρασί, που για πρώτη φορά γεύονταν, ακολούθησαν το παράδειγμα του προγόνου τους Ιξίονα και, προσβάλλοντας τον υψηλό τους οικοδεσπότη, προσπάθησαν να ασελγήσουν στη νύφη του, καθώς και στα νεαρά αγόρια που παρευρίσκονταν στον γάμο. Περιγράφοντας αυτή τη συμπεριφορά τους ο μύθος αφ’ ενός καταδεικνύει πως ήταν γνήσιοι απόγονοι του Ιξίονα, αφού μιμούντο επακριβώς τις πράξεις του και αφ’ ετέρου αφήνει εντέχνως να διαφανεί η ημιάγρια κατάσταση στην οποία ζούσαν οι Κένταυροι. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ακολούθησε μάχη μεταξύ Κενταύρων και Λαπίθων, η οποία διήρκεσε μέχρι τη νύκτα και στο τέλος της οποίας οι Κένταυροι νικήθηκαν κατά κράτος. Βοηθός των Λαπίθων σε αυτό τον πόλεμο στάθηκε ο Αθηναίος βασιλιάς Θησέας, ο οποίος μετά την νικηφόρο για τον ίδιο και τους συμμάχους του έκβαση της μάχης οδήγησε τους Κενταύρους στη χώρα των Αιθίκων, μια περιοχή κοντά στο όρος Πίνδος, αναγκάζοντας τους να εγκαταλείψουν το Πήλιο. Αργότερα όμως, οι Κένταυροι ανασυντάχθηκαν κι έκαναν αντεπίθεση. Ακολούθησε σφοδρή μάχη στην οποία πήρε μέρος, στο πλευρό του Πειρίθου και των Λαπίθων, ο Θησέας. Η μάχη έγινε στο Πήλιο και μετά τη μάχη όσοι Κένταυροι επέζησαν κατέφυγαν στο Φενεό της Αρκαδίας και στο Μαλέα και από τότε επιδιδόταν μόνο σε ληστείες και φόνους εναντίον των περιοίκων Στο Πήλιο μάλιστα κάποτε, ο Πηλέας κινδύνευσε να σκοτωθεί από Κενταύρους. Σώθηκε από τον Χείρωνα, τον μόνο συνετό από τους Κενταύρους. Σύμφωνα με άλλες πηγές όμως οι Κένταυροι αιφνιδίασαν και κατέσφαξαν τους Λαπίθιδες και όταν οι επιζήσαντες κατέφυγαν στην Φολόη, οι εκδικητικοί Κένταυροι τους εξεδίωξαν και μετέτρεψαν την Φολόη σε ληστρικό οχυρό.
Όταν ο Ηρακλής πήγαινε να σκοτώσει τον Ερυμάνθιο κάπρο, ο Κένταυρος Φόλος τον φιλοξένησε στη σπηλιά του και του παρέθεσε γεύμα με ψητό κρέας, παρόλο που ο ίδιος προτίμησε το ωμό. Ο Φόλος, με την προτροπή του ήρωα, τόλμησε να ανοίξει και να γευθεί το πιθάρι με το κρασί που φύλαγε στη σπηλιά του και το οποίο, σύμφωνα με τον μύθο, αποτελούσε κοινή περιουσία όλων των Κενταύρων, την οποία είχαν κληρονομήσει από τον Διόνυσο τέσσερις γενεές νωρίτερα. Τότε όμως οι άλλοι Κένταυροι, που οσμίστηκαν το κρασί, επέδραμαν με τεράστιους βράχους, με κορμούς ελάτων, με δαυλούς και με τσεκούρια εναντίον της σπηλιάς του Φόλου. Ο Ηρακλής, υπερασπιζόμενος τον Κένταυρο που τον φιλοξενούσε, πολέμησε τους επιδρομείς και τους αντιμετώπισε με έναν καταιγισμό από αναμμένα κάρβουνα, τα οποία εκτόξευσε εναντίον τους. Στην πρώτη μάχη σκοτώθηκαν οι Κένταυροι Άγχιος και Άγριος και τότε η μυθική γιαγιά τους, η Νεφέλη, για να γλιτώσει τους υπόλοιπους, έριξε μια δυνατή βροχή. Αποτέλεσμα ήταν απ’ την μια να χαλαρώσει η χορδή στο τόξο του Ηρακλή και να μην έχει ευστοχία και απ’ την άλλη το έδαφος να γλιστρά τόσο, ώστε ο ήρωας να μην έχει ευστάθεια. Ο Ηρακλής, όμως, παρόλα αυτά κατάφερε να σκοτώσει και άλλους Κενταύρους, μεταξύ των οποίων τον Ορείο και τον Υλαίο. Τότε οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή και κατέφυγαν στον Μαλέα, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς τους, ο περίφημος Χειρών, διωγμένος από τους Λαπίθες. Σε αυτή τη μάχη πληγώθηκε κατά λάθος από ένα βέλος του ημίθεου Ηρακλή και ο ίδιος ο σοφός Κένταυρος Χειρών, ο οποίος παραιτήθηκε από την αθανασία καθώς οι πόνοι του ήταν φρικτοί, από το βέλος που ήταν ποτισμένο στο αίμα της Λερναίας Ύδρας. Μετά από αυτή τους την ήττα οι Κένταυροι διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Κάποιοι υπό την αρχηγία του Ευρυτρίωνα μετέβη σαν στη Φολόη, άλλοι με τον Νέσσο στον ποταμό Εύηνο, κάποιοι άλλοι έμειναν στα όρη του Μαλέα, άλλοι κατέφυγαν στην Ελευσίνα, όπου ο Ποσειδώνας τους έκρυψε μέσα σε έναν μεγάλο βράχο, ενώ ορισμένοι ταξίδευσαν στη Σικελία, όπου τους εξολόθρευσαν οι Σειρήνες.. Κατόπιν, ο Ηρακλής επανήλθε στη Φολόη, όπου βρήκε το φίλο του Φόλο να πεθαίνει, μιας και στην προσπάθεια του να θάψει τους συγγενείς του Κενταύρους, επιχείρησε να περιεργαστεί ένα βέλος, που προηγουμένως θαύμαζε. Αυτό του διέφυγε και τον τραυμάτισε στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού του και έτσι από το δηλητήριό του, πέθανε. Τότε λοιπόν, ο Ηρακλής τον έθαψε μεγαλοπρεπώς κοντά στο σημερινό Αντρώνι και για να τον τιμήσει έδωσε στο δάσος και στην περιοχή το όνομα Φολόη. Κατόπιν, ο ήρωας πήγε να κυνηγήσει τον Ερυμάνθιο Κάπρο.
Εκείνη τη εποχή βασιλιάς της Καλυδώνας ήταν ο Οινέας και σύζυγός του ήταν η Αλθαία. Μαζί απέκτησαν πολλά παιδιά, μεταξύ των οποίων τον ήρωα Μελέαγρο, τον Αιτωλό, τις 4 Μελεαγρίδες, τον Τυδέα και τη Δηιάνειρα. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Διόνυσος, ο οποίος κάποτε φιλοξενήθηκε από τον Οινέα, ερωτεύτηκε την γυναίκα του την Αλθαία. Ο Οινέας αντιλήφθη αυτό το γεγονός, αλλά καθώς δεν μπορούσε να τα βάλει με τον θεό και δεν να εμποδίσει αυτή την παράνομη σχέση, προσποιήθηκε πως ήταν υποχρεωμένος να απουσιάσει για κάποια θυσία και άφησε το παράνομο ζευγάρι μόνο του. Από τις σχέση του Διονύσου με την Αλθαία γεννήθηκε η Δηιάνειρα η μετέπειτα σύζυγος του Ηρακλή. Ο Διόνυσος μη θέλοντας να φανεί αχάριστος αντάμειψε τον Οινέα με το να του μάθει την καλλιέργεια του αμπελιού και από αυτό πήρε το όνομά του το κρασί (οίνος).Επίσης σύμφωνα με την μυθολογία κατά τη γέννησή του Μελέαγρου οι Μοίρες, είπαν στην μητέρα του την Αλθαία, πως το παιδί της θα σκοτώνονταν όταν καιγόταν ολοκληρωτικά ένα δαυλί, που ήταν ήδη αναμμένο στο τζάκι. Εκείνη τότε πήρε το ξύλο, το έσβησε και το έκρυψε από όλους. Κάποτε όμως ο Οινέας ξέχασε να προσφέρει θυσία στην θεά Άρτεμη και η θεά θυμωμένη κατέβασε απ' τον Αράκυνθο το φοβερό καλυδώνιο κάπρο, που ρήμαζε την περιοχή σκοτώνοντας ζώα και βοσκούς και κατέστρεφε τις καλλιέργειες. Ο βασιλιάς της Καλυδώνας, ο Οινέας, προκήρυξε διαγωνισμό μεταξύ των ηρώων για την εξόντωσή του προσφέροντας ως έπαθλο το δέρμα του κάπρου ή κατ’ άλλους το κεφάλι του. Ονομαστοί ήρωες, όπως ο Ίδας, ο Λυγκέας, ο Θησέας, ο Ιάσονας, ο Τελαμώνας, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, ο Υλέας, ο Αγκαίος κ.ά. έλαβαν μέρος στο κυνήγι αυτό. Ανάμεσά στους άντρες ήρωες συγκαταλεγόταν και η περίφημη για την ομορφιά και την κυνηγητική δεινότητά της Αταλάντη, απ' την Αρκαδία. Στη διάρκεια του κυνηγιού σκοτώθηκαν ο Υλέας και ο Αγκαίος. Τελικά πρώτη πλήγωσε τον κάπρο η Αταλάντη και τον αποτελείωσε ο Μελέαγρος που πρόσφερε το δέρμα του ή το κεφάλι του κατ’ άλλους, ως έπαθλο στην Αταλάντη. Έτσι όμως άναψε καυγάς μεταξύ των αδελφών της Αλθαίας και του Μελέαγρου και σε αυτή τη συμπλοκή αυτός σκοτώνει τους θείους του. Απελπισμένη η Αλθαία απ' τον θάνατο των αδελφών της πετάει στην φωτιά τον δαυλί που είχε φυλάξει. Αποτέλεσμα αυτής της ανόητης ενέργειας ήταν να πεθάνει ο Μελέαγρος. Η μητέρα του Αλθαία μόλις συνειδητοποίησε τι έγινε αυτοκτόνησε και οι κόρες της ( εκτός από την Δηιάνειρα ), που θρηνούσαν για τον αδελφό τους και για την μητέρα τους σπαραχτικά, μεταμορφώθηκαν σε πουλιά, τις Μελεαγρίδες, δηλαδή τις σημερινές φραγκόκοτες.Ο Ηρακλής στο ταξίδι του στον Άδη, συνάντησε τον Μελέαγρο και του υποσχέθηκε, ότι θα παντρευτεί την αδερφή του Δηιάνειρα, την μόνη που δεν μεταμορφώθηκε σε Μελεαγρίδα . Μάλιστα η Δηιάνειρα ετοιμαζόταν να αρραβωνιαστεί τον Αχελώο. Η ίδια δεν ήθελε. Και εδώ που τα λέμε ποια θα ήθελε να παντρευτεί έναν ποταμό; `Όμως πού να το πει του πατέρα της; Φοβόταν και ντρεπόταν. Ο Ηρακλής όμως ερωτεύτηκε μονομιάς την Δηιάνειρα και ζήτησε από τον πατέρα της να μονομαχήσει με τον Αχελώο. Όποιος νικούσε θα έπαιρνε για γυναίκα του την όμορφη κόρη. Έτσι κι έγινε. Ο Αχελώος αν και φοβόταν θύμωσε και όταν θύμωνε μεταμορφωνόταν σε ένα τρομακτικό τέρας. Ο Αχελώος μεταμορφωμένος σε ταύρο πάλεψε με τον Ηρακλή. Έγινε μάχη και ο ποτάμιος θεός, παρά τις συνεχείς μεταμορφώσεις του, έχασε. Τότε ο Ηρακλής του απέκοψε το δεξί του κέρατο (έκλεισε τη μία εκβολή του ποταμού) και από το αίμα που έπεφτε γεννήθηκαν οι Σειρήνες. Το κέρατο αυτό δεν το κράτησε ο Ηρακλής. Ο Αχελώος σε αντάλλαγμα του έδωσε το κέρας της Αμάλθειας (το νέο πλούσιο γόνιμο έδαφος) που στην συνέχεια ο ήρωας δώρισε στον Οινέα. Ο ποταμός-Θεός είχε νικηθεί και ο Ηρακλής νυμφεύθηκε την Δηιάνειρα.
Όταν ο Ηρακλής παντρεύτηκε την Δηιάνειρα, εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στην Καλυδώνα. Εκείνο το διάστημα ήταν που ο Ηρακλής βοήθησε τους Καλυδώνιους στην εκστρατεία τους εναντίον των Θεσπρωτών . Κατά τη διαμονή του στην Καλυδώνα, άθελά του ο Ηρακλής σκότωσε κάποιον στην Καλυδώνα, οπότε μετά από αυτό αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί με τη σύζυγό του Δηιάνειρα και το γιο του Ύλλο στην Τραχίνα. Στο δρόμο του όμως έπρεπε να περάσουν από τον ποταμό Εύηνο, που ήταν πολύ δύσβατος.Στον ποταμό αυτό είχε εγκατασταθεί ο κένταυρος Νέσσος που είχε γλιτώσει απ' τον Ηρακλή στη συμπλοκή του με τους Κένταυρους, στην Φολόη. Ο Νέσσος ήταν γιος του Ιξίωνα και της Νεφέλης. Αυτός προσφέρθηκε να πάρει στην πλάτη του τη Δηιάνειρα και να την περάσει απέναντι, ενώ ο Ηρακλής θα περνούσε τον ποταμό μόνος του κολυμπώντας. Όμως την ώρα που ο κένταυρος περνούσε απέναντι τη γυναίκα του Ηρακλή θέλησε να τη βιάσει, τότε αυτή αντιστάθηκε και έβαλε τις φωνές. Εξαγριωμένος ο Ηρακλής απ’ αυτό το γεγονός τράβηξε ένα βέλος, το έβαλε στο τόξο του και με αυτό τρύπησε την καρδιά του κενταύρου Νέσσου. Ο Κένταυρος τότε για να εκδικηθεί, είπε στη Δηιάνειρα ότι θα κρατούσε τον Ηρακλή για πάντα κοντά της, σε περίπτωση που θα φοβόταν πως τον έχανε, αν έφτιαχνε ένα μαγικό φίλτρο από το αίμα της πληγής του. Η Δηιάνειρα τον πίστεψε, μάζεψε το αίμα του Νέσσου και το πήρε μαζί της.Αργότερα όταν ο Ηρακλής, μετά από την νίκη κατά του Εύρυτου για την κατάληψη της Οιχαλίας, θέλησε να χτίσει βωμό στο Δία και να του προσφέρει θυσία, έστειλε τον σύντροφο του Λίχα στην Τραχίνα όπου έμενε τότε η Δηιάνειρα, να ζητήσει καθαρά καινούρια ρούχα για την τελετή. Τότε η Δηιάνειρα φοβήθηκε μήπως ο Ηρακλής την ξεχάσει κοντά στην Ιόλη, την κόρη του Εύρυτου που είχε κάνει ερωμένη του και βούτηξε το χιτώνα στο αίμα του Νέσσου. Ο Ήρωας τον φόρεσε κι άρχισε την τελετή της θυσίας. Όμως το δηλητήριο από το αίμα του Κενταύρου άρχισε να του καίει το δέρμα. Το μαρτύριο ήταν αβάσταχτο. Ο ήρωας προσπαθούσε να βγάλει το θανατηφόρο χιτώνα αλλά ξεκολλούσαν κι οι σάρκες του μαζί. Έτσι διέταξε να τον μεταφέρουν στην Τραχίνα. Η Δηιάνειρα όταν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, αυτοκτόνησε. Ο Ηρακλής τότε, αφού εμπιστεύτηκε την Ιόλη στο γιο του Ύλλο και απέσπασε την υπόσχεση του να την παντρευτεί όταν θα μεγάλωνε, ανέβηκε στο βουνό Οίτη, μάζεψε ένα σωρό ξύλα και διέταξε να βάλουν φωτιά για να τον κάψουν. Κανείς όμως δεν υπάκουσε. Μόνο ο Φιλοκτήτης δέχτηκε τελικά να τον λυτρώσει από το μαρτύριο. Σ' αυτόν ο ήρωας χάρισε το τόξο και τα βέλη του που ήταν ποτισμένα με το δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας. Όταν η φωτιά ψήλωσε αρκετά, ανάμεσα σε κεραυνούς και βροντές, ένα σύννεφο πήρε τον Ηρακλή και τον ανέβασε στον ουρανό. Έτσι πέρασε στην αθανασία κι ανέβηκε στον Όλυμπο όπου παντρεύτηκε την Ήβη τη θεά της αιώνιας νεότητας.