Η Ποτιδάνεια (Ποτιδανία) πρώην Άνω Παλαιοξάρι, πήρε το όνομα της από την ομώνυμη αρχαία πόλη των Αποδοτών, ερείπια της οποίας σώζονται και σήμερα στον Αϊ -Νικόλα ανάμεσα στον Κάμπο και τον Παλαιόμυλο. Η πόλη πρωτοαναφέρεται στις πηγές στην εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Αιτωλών το 426 π.Χ. από το Θουκυδίδη, μαζί με τις άλλους οικισμούς των Αποδοτών: το Τείχιο, το Κροκύλειο και το Αιγίτιο. Η Ποτιδανία φέρεται να ήκμασε ως πόλη του Κοινού των Αιτωλών στα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα περίοδο κατά την οποία έκοψε χάλκινο νόμισμα. Το όνομα της Ποτιδανίας επανεμφανίζεται πολύ αργότερα, το 1835, - μετά την συγκρότηση των πρώτων δήμων του νεοελληνικού κράτους - στο δήμο Ποτιδανίας, που είχε έδρα το Άνω Παλαιοξάρι και γεωγραφικά σχεδόν ταυτίζονταν με το σημερινό δήμο Ευπαλίου.
Ο δήμος Ποτιδανίας με την αρχική του μορφή των 16 οικισμών -1835 έως 1869 -, και τη μετέπειτα του 1869 μορφή του με τα πέντε χωριά: Άνω Παλαιοξάρι, Κάτω Παλαιοξάρι, Τείχιο, Στύλια, Περιθιώτισα και τη Μονή Βαρνάκοβας, επέζησε ως διοικητική μονάδα μέχρι την κατάργηση των δήμων το 1912. Όμως, το όνομα «Ποτιδάνεια» κληρονόμησε ο οικισμός του Άνω Παλαιοξαρίου, που το κατοχύρωσε και τυπικά με το Β.Δ. του 1940.
Το Παλαιοξάρι προϋπήρχε του Άνω και Κάτω Παλαιοξαρίου (το σημερινό Παλαιοξάρι) στη θέση «Χάνια», ανάμεσα στους δυο οικισμούς στη διαδρομή της παλιάς τουρκικής δημοσιάς η οποία συνέδεε τη Ναύπακτο με το Λιδορίκι και την Άμφισσα. Περιγραφή της διαδρομής από το Λιδορίκι ως τη Ναύπακτο και αναφορά στον οικισμό του Παλαιοξαρίου και το ομώνυμο Χάνι διεσώθη στην περιήγηση του Άγγλου Martin W. Leake (1815).Το Παλαιοξάρι εκτεθειμένο στο πλιάτσικο του κάθε ένοπλου τμήματος που διάβαινε τη Δημοσιά, εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του, οι οποίοι, πιθανώς μέσα στο 16ο αιώνα, δημιούργησαν δυο νέους οικισμούς το Άνω και Κάτω Παλαιοξάρι. Οι οικισμοί αυτοί στέριωσαν τελικά στις θέσεις όπου σήμερα βρίσκονται η Ποτιδάνεια και το Παλαιοξάρι.
Το Άνω Παλαιοξάρι ήταν η πατρίδα του ονομαστού αρματολού του 18ου αιώνα Χρήστου Μηλιώνη που έδρασε ιδιαίτερα στην περιοχή του Βάλτου.
Απόσπασμα από το δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στο Χρήστο Μηλιώνη όπως το παρουσιάζει ο Κ. Σάθας στο Χρονικό του Γαλαξειδίου:
Τρία πουλάκια κάθονται στην ράχη στο λημέρι.
Τρία πουλάκια κάθονται στην ράχη στο λημέρι.
Τόνα τηράει τον Αλμυρό, τ´ άλλο κατά τον Βάλτο,
Τό τρίτο το καλλίτερο μυριολογάει και λέγει.
Κύριε μου, τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιώνης;
Μηδέ στο Βάλτο ΄φάνηκε, μηδέ στην κρύα βρύσι.
Μας είπαν πέρα πέρασε κ´ εμβήκε μες την Άρτα,
Κ´ επήρε σκλάβο τον κατή, μαζί με δυό αγάδες....
Όπως αναφέρει ο Γάλλος Φραγκίσκος Πουκεβίλ, το χωριό τις αρχές του 1800 είχε σαράντα οικογένειες.
Όπως αναφέρει ο Γάλλος Φραγκίσκος Πουκεβίλ, το χωριό τις αρχές του 1800 είχε σαράντα οικογένειες.
Στην Επανάσταση του 1821 οι πάνω-Παλιοξαρίτες συμμετέχουν και αυτοί στην απελευθέρωση της πατρίδας. Εκατοντάδες αγωνιστές επανδρώνουν τα επαναστατικά τμήματα και παίρνουν μέρος στις πολιορκίες της Ναυπάκτου, βρίσκονται με ένοπλα σώματα μέσα κι έξω από το Μεσολόγγι στις πολιορκίες και την Έξοδο, και παίρνουν μέρος στις μάχες του Ομέρ Εφέντη του Μαυρολιθαρίου, της Αράχοβας, των Τριζονιών, της Βαρνάκοβας και αλλού. Ο παλιοξαρίτης Παναγιώτης Κονδύλης είναι ο εκπρόσωπος της επαρχίας Λιδορικίου στο πολιτικό όργανο της Ανατολικής Στερεάς τον Άρειο Πάγο. Ο παλαιοξαρίτης επίσης οπλαρχηγός Τριαντάφυλλος Αποκορίτης, με ξεχωριστό σώμα ως οπλαρχηγός της επαρχίας Μαλανδρίνου και σε κάποιες περιόδους υπό τον οπλαρχηγό της Δωρίδας Σκαλτσοδήμο, πρωταγωνιστεί επικεφαλής Παλαιοξαριτών και άλλων πατριωτών στην Επανάσταση. Άλλοι αγωνιστές όπως ο Αναγνώστης Παπαθανασίου, ο Νικόλαος παπά-Μηλιώνης, ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Αναστάσιος Παπουτσής, έπαιξαν ξεχωριστό ρόλο στον Αγώνα. (το αριστείο ανδρείας του Νικολάου παπά - Μηλιώνη)
Μετά την απελευθέρωση το Άνω Παλαιοξάρι ως έδρα του δήμου Ποτιδανίας ήταν το μεγαλύτερο διάστημα του 19ου αιώνα κέντρο στην περιοχή. Οι δήμαρχοι Ποτιδανίας κατά κανόνα ήταν Παλαιοξαρίτες όπως και ο ένας εκ των δυο βουλευτών της επαρχίας Δωρίδας.. Από τις πρώτες βουλευτικές εκλογές το 1844 και αρκετά χρόνια μετά, βουλευτής Δωρίδας ήταν είτε ο Γεώργιος Κονδύλης του γαλλόφιλου, είτε ο Αναγνώστης Παπαθανασίου του αντίστοιχου αγγλόφιλου κόμματος.Από το 1839 στο Άνω Παλαιοξάρι λειτουργούσε τη θερινή περίοδο, το δεύτερο Ειρηνοδικείο της Δωρίδας.
Το 1936 το Άνω Παλαιοξάρι είχε 460 κατοίκους και με τον καιρό αναπτυσσόταν φτάνοντας στα τέλη του 19ου αιώνα τους 750 κατοίκους. Από τους εκλογικούς καταλόγους του 1871 φέρεται να έχει 289 ψηφοφόρους, άρρενες πολίτες άνω των 21 ετών. Σ´ αυτά τα επίπεδα πληθυσμού παρέμεινε το χωριό ως τον πρόσφατο πόλεμο.Το Δημοτικό Σχολείο του Άνω Παλαιοξαρίου ιδρύθηκε το 1837, σχολείο, που από τις αρχές του 1900 στεγάστηκε στο επιβλητικό για τα δεδομένα της περιοχής κτίριο του προγράμματος ανέγερσης σχολείων του Ανδρέα Συγγρού.
Τέλος του 19ου αρχές του 20ου αιώνα και έπειτα, με την εμπέδωση της ασφάλειας γενικότερα στον ελληνικό χώρο και τη μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας της περιοχής προς τα παράλια και τα πεδινά, το Άνω Παλαιοξάρι όπως και τα άλλα ορεινά χωριά χάνει προοδευτικά τον σημαίνοντα διοικητικό ρόλο που κατείχε στην ευρύτερη περιοχή. Παραμένει όμως ακόμη και σήμερα, το χωριό επηρεασμένο από την πολιτιστική και πνευματική παράδοση της περιόδου ακμής του. Στην πρόσφατη δύσκολη περίοδο του πολέμου και της αντίστασης η Ποτιδάνεια ξανάγινε εστία πατριωτικής και πολιτιστικής αναφοράς.
Τέλος του 19ου αρχές του 20ου αιώνα και έπειτα, με την εμπέδωση της ασφάλειας γενικότερα στον ελληνικό χώρο και τη μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας της περιοχής προς τα παράλια και τα πεδινά, το Άνω Παλαιοξάρι όπως και τα άλλα ορεινά χωριά χάνει προοδευτικά τον σημαίνοντα διοικητικό ρόλο που κατείχε στην ευρύτερη περιοχή. Παραμένει όμως ακόμη και σήμερα, το χωριό επηρεασμένο από την πολιτιστική και πνευματική παράδοση της περιόδου ακμής του. Στην πρόσφατη δύσκολη περίοδο του πολέμου και της αντίστασης η Ποτιδάνεια ξανάγινε εστία πατριωτικής και πολιτιστικής αναφοράς.
Μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο οι Ποτιδάνειοι προσπάθησαν όσο επέτρεπαν οι δυνάμεις τους, να ανασυγκροτήσουν και να αναπτύξουν το χωριό. Ακόμη και με την προσωπική τους εργασία πάσχισαν να συνδεθούν οδικά με τις πεδινές περιοχές και τα παράλια του νομούστήριξαν την υφαντουργική μονάδα που λειτούργησε στο χωριό, αντιστάθηκαν όσο μπόρεσαν στην επερχόμενη ερήμωση της υπαίθρου....