Οι Αινιάνες, κατά τον Όμηρο Ενιήνες και τον Ηρόδοτο Αινιήνες, ήταν φύλο της μεγάλης ελληνικής φυλής των αυτοχθόνων Προ-Ελλήνων Πελασγών. Αρχαιότερη χώρα τους ήταν η περιοχή περί τον Τιταρίσιο, παραπόταμο του Πηνειού. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει: “Ενιήνες τ΄αμφ΄ιμερτόν Τιταρίσιον εργ΄ ενέμεντο, ος ρ΄ες Πηνειόν προίει, οι περί Δωδώνην δυσχείμερον οίκι έθεντο”.
Ανέπτυξαν δεσμούς με τους Μολοσσούς της Δωδώνης, των οποίων βασιλιάς τους ήταν ο Μολοσσός, γιος του Νεοπτόλεμου και πιθανότατα να ενσωμάτωσαν και ένα μέρος του πληθυσμού τους. Κυριότερη πόλη τους ήταν η Αινίς, από την οποία φαίνεται, να προέρχεται και η ονομασία Αινιάνες.
Ήταν γείτονες των γενναίων Περραιβών. Στην Ιλιάδα αναφέρεται, ότι οι Αινιάνες και οι Περραιβοί έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, με είκοσι δύο πλοία και αρχηγό τον Γουνέα από την Κύφο, πρωτεύουσα της Περραιβίας, “Γουνεύς δ΄εκ Κίφου ήγε δύω και είκοσι νήας τω δ΄Ενιήνες έποντο μενεπτόλεμοί τε Περραιβοί...”
Οι περιπλανήσεις των Αινιάνων.
Το 10ο Αιώνα π.χ., μετά τον Τρωικό πόλεμο, οι Αινιάνες άρχισαν να περιπλανώνται ανά την Ήπειρο και την Στερεά Ελλάδα αναζητώντας τόπο εγκατάστασης. Οι περιπλανήσεις τους αποτελούν μέρος των μεγάλων αναστατώσεων και μετακινήσεων, που γνώρισαν οι κάτοικοι των ελληνικών χωρών από τους τελευταίους αιώνες της δεύτερης π.χ. χιλιετίας και είχαν στόχο την εξεύρεση τόπων για εγκατάσταση.
Αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους εξ αιτίας της εισβολής και εγκατάστασης των Δωριέων στην περιοχή της Θεσσαλίας. “Επί Δώρου του Έλληνος”, γράφει ο Ηρόδοτος, “το περιπλάνητον γένος των Δωριέων την υπό την Όσσαν τε και τον Όλυμπον χώραν οίκεε”. Περί τον 8ο π.χ. αιώνα, μετά από περιπλανήσεις δύο και πλέον αιώνων, οι Αινιάνες κατέληξαν στην περί τους Δελφούς χώρα, όπου “κατασχόντες την πόλιν Κίρραν, παρέμειναν εκείσε”.
Ένα φυσικό γεγονός, μια μεγάλη ξηρασία που έπληξε την περιοχή των Δελφών, θεωρήθηκε από την Θεά και Μάντισσα Γη του ιερού των Δελφών, ως αποτέλεσμα έλλειψης πίστης προς τους Θεούς των κατοίκων της πόλης Κίρρας. Οι Αινιάνες για να γλιτώσουν από τη θεϊκή οργή σκότωσαν με λιθοβολισμό τον ασεβή και τύραννο βασιλιά τους Οίνοκλο και, σύμφωνα με χρησμό του Θεού Απόλλωνα, μετακινήθηκαν προς Β, αναζητώντας νέο τόπο εγκατάστασης.
Ο χρησμός του Μαντείου των Δελφών.
Δια των διαβάσεων της οροσειράς Κόρακα οι Αινιάνες κατήλθαν στην πεδιάδα του Σπερχειού, όπου ήλθαν σε σύγκρουση με τους Ιναχιείς, κατοίκους του Ινάχου, παραποτάμου του Σπερχειού ποταμού. Οι μακροχρόνιες συγκρούσεις ανάγκασαν τους εμπολέμους να ζητήσουν το χρησμό του θεού Απόλλωνα. Η Πυθία, κατά τον Πλούταρχο, προείπε: “προς μεν τους Ιναχιείς, αν δώσωσιν εις τους Αινιάνας μέρος τι της χώρας των, με την θέλησίν των, θα την χάσωσιν ολόκληρον, προς δε τους Αινιάνες, άν λάβωσιν παρά των Ιναχιέων εκουσίως και άνευ τινός βίας μέρος τι της χώρας των, θα λάβωσιν ολόκληρον την χώραν των”.
Την δυνατότητα επαλήθευσης του χρησμού παρασκεύασε ο Τέμων, ανήρ ελλόγιμος των Αινιάνων. Εμφανίσθηκε στο στρατόπεδο των Ιναχιέων, ως επαίτης ζητώντας ελεημοσύνη, οπότε οι Ιναχιείς τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο βασιλιά τους Υπέροχο, ο οποίος του έδωσε, προς εμπαιγμό, αντί άρτου τεμάχιο χώματος. Ο Τέμων, σύμφωνα με το χρησμό, τοποθέτησε το χώμα εντός της πείρας του, ευχήθηκε εκατόμβη στο Θεό Απόλλωνα και έφθασε ταχέως στο στρατόπεδο των Αινιάνων. Οι Ιναχιείς, ενθυμηθέντες τότε το χρησμό, συμβούλευσαν τον βασιλιά τους να συλλάβει τον επαίτη, αλλά ο Τέμων πρόφθασε και απομακρύνθηκε εκ του στρατοπέδου τους.
Ακολούθησε η μονομαχία των βασιλέων, κατά την οποία ο βασιλιάς των Αινιάνων Φήμιος σκότωσε με δόλο το βασιλιά των Ιναχιέων Υπέροχο. Λέγεται, ότι ο Φήμιος ζήτησε από τον Υπέροχο να του εξηγήσει, γιατί ήλθε να μονομαχήσει με τον βοηθό του (εννοώντας τον σκύλο που τον συνόδευε) και όταν ο Υπέροχος έστρεψε να ιδεί, ποιος ήταν ο βοηθός του, ο Φήμιος τον φόνευσε, βαλών αυτόν δια λίθου.
Οι Ιναχιείς, μετά την εξαπάτησή τους από τον Τέμωνα και τον θάνατο του βασιλιά τους Υπερόχου, αποφάσισαν, σύμφωνα και με τον χρησμό του Μαντείου, να δεχθούν την εγκατάσταση των Αινιάνων στη χώρα τους και να την αποδεχθούν ως θέλημα του θεού Απόλλωνα. Μετά το θάνατο των βασιλέων τους, του παγκάκιστου και τυραννικότατου Οινόκλου και του εθνικού τους ήρωα Φημίου, οι Αινιάνες κατάργησαν τη βασιλεία και άρχισαν να διοικούνται δημοκρατικά, από αιρετούς άρχοντες.
Η χώρα των Αινιάνων.
Οι Αινιάνες, μετά την εγκατάστασή τους στην περιοχή του Ινάχου, ήλθαν σε σύγκρουση και με τους γειτονικούς λαούς, τους Μαλιείς, Οιταίους, Δόλοπες και Μυρμιδόνες, καθώς και με τους Λαπίθες, κτηνοτρόφους της Θεσσαλίας, που διέμεναν την θερινή περίοδο στην κτηνοτροφική πόλη Λαπίθη ή Λαπίθειον, στην Β. Δ. Όθρη. Η χώρα τους επεκτάθηκε έτσι σε όλη την εκατέρωθεν του Σπερχειού ποταμού πεδιάδα, μεταξύ Οίτης, Όθρης και Τυμφρηστού.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι ο ποταμός Σπερχειός “ρέων εξ Αινιάνων εις θάλατταν εκδιδοί και ο Σκύλακας, ότι τη Μαλιέων χώρα εποικούσιν άνωθεν από Μεσογείας Αινιάνες”. Γείτονες των Αινιάνων ήταν οι Δόλοπες, οι Μαλιείς, οι Φθιώτες Αχαιοί, οι Οιταίοι και οι Αιτωλείς. Μερικοί εκτιμούν, ότι η χώρα των Αινιάνων εκτείνονταν μέχρι τον Μαλιακό κόλπο, εξ ού και Αινιακός κόλπος.
Η χώρα των Αινιάνων αποτελούσε τμήμα της αρχαίας Φθίας, της οποίας βασιλιάς, κατά τους Ομηρικούς χρόνους, ήταν ο Πηλέας, γιος του βασιλιά της Αίγινας Αιακού, όστις φυγαδευθείς υπό του πατρός του, δια τον φόνον του αδελφού του, έφυγε της νύν Θετταλίας καλουμένης εις Φθίαν. Ο Πηλέας έδωσε στους κατοίκους της Φθίας το όνομα Μυρμιδόνες, όνομα κατοίκων της γενέτειράς του και έλαβε σύζυγο την Θέτιδα, Νηρηίδα και θεά, ήτις εγέννησεν εκ Πηλέως τον Αχιλλέα, του οποίου ο γιος Νεοπτόλεμος ήταν Θεός των Αινιάνων.
Η ίδρυση των κωμών των Αινιάνων.
Οι Αινιάνες ζούσαν κατά γένη ή οίκους και ήταν οργανωμένοι κατά κώμες γενών ή οίκων. Κυριότερη κώμη της χώρας τους ήταν η Υπάτη, την οποίαν ίδρυσαν σε εξέχουσα και δεσπόζουσα τοποθεσία στην Β. πλευρά της Οίτης παρά τον Σπερχειό ποταμό. Η λέξη Υπάτη ετυμολογικά προέρχεται από την λέξη Ύπατος και σημαίνει πόλη, που υπερέχει των άλλων ή ευρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο. Μερικοί ετυμολογούν τη λέξη Υπάτη και εκ του υπατεύειν ή άρχειν των άλλων κωμών.
Τις κώμες ίδρυσαν στις κατάλληλες προς οίκηση τοποθεσίες, περί τα ρείθρα του Σπερχειού ποταμού, οι γενάρχες των Αινιάνων, οι οποίοι και ανακηρύχθηκαν ιδρυτές και ευεργέτες των κωμών. Από την επιγραφή “Λατιέων ά πόλις Σώσανδρον Τολμαίου Ευεργέταν τοις θεοίς κλεινόν έκγονον Αινειέων…Ηρώων θρέπτειρ εναρκαφόρε ποτ΄αγώνων σόν πλέος εις τοιούσδ άνδρας έχεις Υπάτα”, που βρέθηκε σε βάση ορειχάλκινου αγάλματος στην Υπάτη, φαίνεται ότι ιδρυτής και ευεργέτης της κώμης Λατυίας ήταν ο γενάρχης Σώσανδρος, γιός του Τολμαίου.
Άλλες κυριότερες κώμες των Αινιάνων ήταν: η Μακρα-κώμη, οι Σπέρχειαι, η Έρυθος, οι Ερυθραί, οι Κοροφαί, η Πύρρα, η Φύρραξ, η Κυθήρα, η Λατυία, η Σωσθενίδα, η Διασέργιανη κ.α., που ιδρύθηκαν στις πεδινές περιοχές εκατέρωθεν του Σπερχειού ποταμού, καθώς και η θερινή-κτηνοτροφική πόλη Λαπίθειον ή Λαπίθη (Λάπατο), στα Β.Δ. της Όθρης, που απέσπασαν από τους Λαπίθες.
Η ίδρυση του Κοινού των Αινιάνων.
Οι Αινιάνες, ταυτόχρονα με την ίδρυση των κωμών τους, συνέστησαν και το Κοινόν των Αινιάνων, ομοσπονδιακή ένωση κωμών, ίνα συνηνωμένοι συναγωνίζονται από κοινού κατά των παραβλαπτόντων τα κοινά συμφέροντά των. Οι κώμες ήταν αυτόνομες, ελεύθερες και αυτοδιοίκητες και εξέδιδαν ιδίας αποφάσεις, λαμβανόμενες υπό της ολομελείας των πολιτών τους. Υποκείμεναι, οι κώμες, εις κοινήν και ενιαίαν διοίκησιν, βάση κοινού δικαίου και κοινών αρχών, δεν αποτελούσαν εκάστη πόλις-κράτος. Η κώμη Υπάτη ανεδείχθη η πρωτεύουσα και η έδρα της ενιαίας διοίκησης του Κοινού των Αινιάνων.
Το Κοινόν των Αινιάνων ήταν δημιούργημα της κοινής συνείδησής τους και εξέφραζε την ενότητά τους και την εκ της ενότητας υπεροχή τους. Οι κώμες συμμετείχαν με αντιπροσώπους τους στην κοινή διοίκηση του Κοινού. Εξέλεγαν κάθε χρόνο, ανάλογα με τον πληθυσμό τους, ορισμένο αριθμό αιρετών αντιπροσώπων και από αυτούς εκλέγονταν οι πέντε ανώτατοι άρχοντες, οι Αινιάρχες και ο Αινιάρχης, που ασκούσαν για ένα έτος την διοίκηση του Κοινού.
Οι αποφάσεις των αντιπροσώπων των κωμών λαμβάνονταν εν συνελεύσει, έφεραν τον τύπον έδοξε τοις Αινιάνοις, γράφονταν σε πλάκες, πιθανότατα ξύλινες, τοποθετούνταν εν τω επιφανεστάτω τόπω των κωμών και ήταν υποχρεωτικές. Με τις αποφάσεις τους ρύθμιζαν την κοινή πολιτική του Κοινού σε θέματα διοίκησης, θρησκείας, πολέμων, συμμαχιών και σχέσεων με τους γειτονικούς λαούς, απένειμαν την προξενεία σε εξέχοντες πολίτες και απέδιδαν τιμές στους δικαστές.
Οι πρόξενοι και οι δικαστές των Αινιάνων.
Οι πρόξενοι του Κοινού προέρχονταν από εξέχοντα γένη των Αινιάνων, ορίζονταν από τους αντιπροσώπους των κωμών και ασκούσαν καθήκοντα προξένου στο Μαντείο των Δελφών και στις κώμες του Κοινού. Έργο τους ήταν η αναγνώριση, η εγγύηση και η προστασία των Αινιάνων, κατά το χρόνο που επισκέπτονταν τις κώμες ή ελάμβαναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές ή συμμετείχαν στους αγώνες και τις τελετές των Αμφικτιονιών, καθώς και η λήψη και μεταφορά από τους Δελφούς των χρησμών του Πυθίου Απόλλωνα. Από επιγραφές προκύπτει, ότι τον 4ο αιώνα π.χ. πρόξενοι του Κοινού των Αινιάνων στις κώμες Σπέρχειαι και Σωσθενίδα ήταν: “Εν Σπερχειαίς Μένων Ξενάρχου, Εν Σωσθινίδι Φειδίας Αγρολέωνος”.
Οι δικαστές του Κοινού ήταν επίσης εξέχοντα πρόσωπα των γενών των Αινιάνων, πιθανότατα ισόβιοι, ορίζονταν επίσης από τους αντιπροσώπους των κωμών και απολάμβαναν σεβασμού και τιμών. Έργο τους ήταν η επίλυση των κτηματικών ή άλλων διαφορών και αμφισβητήσεων, που ανέκυπταν μεταξύ των πολιτών και των κωμών των Αινιάνων και μεταξύ των Αινιάνων και γειτονικών λαών. Από επιγραφή επιβεβαιώνεται, ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Αδριανός έστειλε, το 175 μ. Χ. στον Ανθύπατο της Υπάτης Γέλιο, ένα ειδικό γεωμέτρη για να καθορίσει με τους Αινιάνες δικαστές τα όρια μεταξύ των κωμών Υπάτης και Λαμίας.
Οι Αινιάνες μέλος των Αμφικτιονιών.
Οι Αινιάνες ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών των Αμφικτιονιών, που ιδρύθηκαν από τους αμφικτίονες λαούς με επίκεντρα τους ιερούς χώρους κοινής λατρείας, της Θεάς Δήμητρας στην Ανθήλη και του Θεού Απόλλωνα στους Δελφούς. Καυχιόνταν, μάλιστα, ότι ήταν εκ των πρώτων φύλων, τα οποία ενέταξε στην Αμφικτιονική Ομάδα, ο Αμφικτύων, γιος του Δευκαλίωνος και μυθικός ιδρυτής των Αμφικτιονιών.
Κατά τον Αισχίνη, Έθνη δώδεκα, τα μετέχοντα του ιερού, Αινιάνες, Θετταλοί, Βοιωτοί, ου Θηβαίοι μόνο, Ίωνες, Περραιβοί , Μάγνητες, Δόλοπες, Λοκροί, Οιταίοι, Φθιώτες, Μαλιείς, και Φωκείς, ίδρυσαν τις Αμφικτιονίες της Πυλαίας ή Θερμοπυλών και των Δελφών.
Ως μέλη των Αμφικτιονιών, οι Αινιάνες συμμετείχαν στα αμφικτιονικά συνέδρια, την άνοιξη στους Δελφούς και το φθινόπωρο στην Ανθήλη, με δύο αντιπροσώπους τους, τον Πυλαγόρα, έχοντα τις πολιτικές υποθέσεις και τον Ιερομνήμονα, έχοντα τις ιερές υποθέσεις. Τηρούσαν και δεν παραβίαζαν τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις των Αμφικτιονιών. Ορκίζονταν, μάλιστα, ότι δεν θα κατέστρεφαν αμφικτιονικές πόλεις και θα συστρατεύονταν με τα άλλα αμφικτίονα φύλα για την τιμωρία των παραβατών. Ο αμφικτιονικός όρκος, όπως τον διέσωσε ο Αισχίνης, όριζε: “Μηδεμίαν πόλιν των Αμφικτιονίδων ανάστατον ποιήσειν, μηδ΄υδάτων ναματιαίων είρξειν και κατέληγε: εάν δε τις ταύτα παραβή, στρατεύσειν επί τούτον και τα πόλεις αναστήσειν και εαν τις ή συλά τα του θεού ή συνειδή τι ή βουλεύση τι κατά των ιερών, τιμωρήσειν και χειρί και ποδί και φωνή και πάσει δυνάμει”.
Αμφικτιονική αρά (κατάρα ή ανάθεμα) δεν επιβλήθηκε ποτέ στους Αινιάνες. Η αρά κατά των παραβατών των ψηφισμάτων και αποφάσεων των Αμφικτιονιών ήταν αυστηρότατη, καθώς όριζε: “Ει τις τάδε παραβαίνοι ή πόλις ή ιδιώτης ή έθνος, εναγής έστω του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος και Λητούς και Αθηνάε Προνοίας, μήτε γήν καρπόυς φέρειν, μήτε γυναίκας τέκνα τίκτειν γονεύσιν εοικότα, αλλά τέρατα…. και το γένος το εκείνων και μήποτε οσίως θύσειαν τω Απόλλωνι, μήτε τη Αρτέμιδι, μήτε τη Λητοί, μήδ΄Αθηνά Προνοία, μήτε δέξαιντο αυτών τα ιερά”.
Τα νομίσματα των Αινιάνων.
Το Κοινό των Αινιάνων έκοψε και κυκλοφόρησε τα νομίσματά του, που ήταν αργυρά και κοινά για όλες τις κώμες. Η κυκλοφορία τους έγινε σε δύο περιόδους: η πρώτη από το 400 π.χ. περίπου μέχρι το 344 π.χ., που ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β΄, εισάγοντας το διμεταλλισμό, κυκλοφόρησε τους μακεδονικούς στατήρες και η δεύτερη από το 146 π.χ. μέχρι το 27 π.χ., περίοδο κατά την οποίαν οι Ρωμαίοι είχαν παραχωρήσει στους Αινιάνες πολιτικήν τινα αυτονομίαν.
Τα νομίσματα της πρώτης περιόδου απεικόνιζαν, στην μια όψη κεφαλή Διός μετά στεφάνου εκ δάφνης και στην άλλη πολεμιστή ρίπτοντα ακόντιο ή κρατούντα πέτασο ή πέλτη ή σφενδονήτη κρατούντα πέτασο ή σπάθη και την επιγραφή ΑΙΝΙΑΝΩΝ ή ΑΙΝΙΑΝ και της δεύτερης περιόδου απεικόνιζαν, στην μια όψη κεφαλή Αθηνάς μετά κράνους Αθηναϊκού ή Κορινθιακού και στην άλλη πολεμιστή κρατούντα ακόντιο, την επιγραφή ΑΙΝΙΑΝΩΝ και το όνομα του Αινιάρχου, επί της αρχής του οποίου είχαν κοπεί. Από τα διασωθέντα στους Δελφούς νομίσματα, της δευτέρας περιόδου, Αινιάρχες ήταν οι: Ευηθίδης, Ανδρομένης, Θωμυρίων, Θέρσιππος, Νικόβουλος, Ξενότιμος, Πολέμαρχος, Τολμαίος κ.α.
Ο σφενδονιστής και ο ακοντιστής, που απεικονίζονταν στα νομίσματα, πιθανολογείται, ότι ήταν οι δύο εθνικοί ήρωες των Αινιάνων, ο βασιλιάς Φήμιος και ο ελλόγιμος ανήρ Τέμων, των οποίων την ανάμνηση και μνήμη διατηρούσαν άσβεστη και τιμούσαν στις γιορτές και τελετές τους, από της ίδρυσης του Κοινού των Αινιάνων μέχρι της κατάργησής του.
Η κοπή των νομισμάτων γίνονταν βάσει των σταθμηστικών κανόνων, που καθόρισαν και εφάρμοσαν οι τότε προηγμένοι λαοί. Τα νομίσματα της πρώτης περιόδου κόπηκαν με τον σταθμηστικό κανόνα της Αίγινας και της δευτέρας περιόδου με τους σταθμηστικούς κανόνες της Αθήνας και της Κορίνθου, στοιχεία που επιμαρτυρούν τις πολιτιστικές επιρροές και σχέσεις των Αινιάνων με τις μεγάλες πόλεις της αρχαιότητας, την Αίγινα, την Αθήνα και την Κόρινθο.
Σχέσεις Αινιάνων-αμφικτιόνων φύλων.
Οι Αινιάνες, ως ιδρυτικό μέλος των Αμφικτιονιών και λαός δημοκρατικός και ειρηνικός απέφευγαν τους πολέμους με τους αμφικτίονες λαούς. Τις συνοριακές ή άλλες διαφορές και αμφισβητήσεις τους επέλυναν οι δικαστές του Κοινού και έτσι αποτρέπονταν οι συγκρούσεις των Αινιάνων με τα άλλα αμφικτιόνα φύλα. Δεν αναφέρονται πόλεμοι μεταξύ των Αινιάνων και των Δολόπων, Οιταίων, Μαλιέων και Ευρυτάνων. Οι σχέσεις ειδικότερα των Αινιάνων με τους Δόλοπες και Οιταίους ήταν τόσο στενές, ώστε πολλοί συγγραφείς συγχέουν τα όρια των χωρών τους.
Ανέπτυξαν φιλικούς δεσμούς και με τους γείτονές τους Αιτωλούς και μάλιστα δύο φορές η Αιτωλική Συμπολιτεία συνεδρίασε στην κώμη Υπάτη. Με τους αμφικτίονες Φωκείς οι σχέσεις των Αινιάνων και των άλλων φύλων ήταν για πολλούς αιώνες εχθρικές, καθώς οι Φωκείς επιχείρησαν πολλές φορές να εκμεταλλευθούν ή να λεηλατήσουν ή να θέσουν υπό την έλεγχό τους το Μαντείο των Δελφών. Ήταν τόσο έντονη η έχθρα των φύλων των Αμφικτιονιών κατά των Φωκέων, ώστε κατά τον 4ο ιερό πόλεμο οι Οιταίοι πρότειναν στο αμφικτιονικό συνέδριο, να κατακρημνισθούν όλοι οι Φωκείς έφηβοι, “δει τους ηβώντας Φωκείς ωθείν κατά του κρημνού”.
Οι πόλεμοι των Αινιάνων.
Οι Αινιάνες και τα προς Βορρά των Θερμοπυλών φύλα των Αμφικτιονιών δεν έλαβαν μέρος στους Μηδικούς πολέμους και πιθανότατα να προσέφεραν στον Ξέρξη γήν και ύδωρ. Κατά μια άποψη, η μη συμμετοχή τους οφείλεται στην έχθρα τους κατά των Φωκέων και στην προσδοκία της τιμωρίας των Φωκέων από τους Πέρσες. Το βάρος του πολέμου κατά του Ξέρξη αφέθηκε από την Αμφικτιονία των Δελφών στους Σπαρτιάτες, προς τους οποίους η Πυθία, ερωτηθείσα, προείπε: ή η Σπάρτη θα αφανισθεί ή ο βασιλιάς της απόγονος του Ηρακλή θα πεθάνει.
Στο Αμφικτιονικό συνέδριο όμως, μετά την μάχη των Θερμοπυλών, οι Αινιάνες και τα άλλα αμφικτίονα φύλα με ψήφισμά τους: (ι) καταδίκασαν σε θάνατο τον προδότη της μάχης των Θερμοπυλών Μαλιέα Εφιάλτη, (ιι) επικήρυξαν την εκτέλεσή του (ιιι) παράγγειλαν στις πόλεις τους να πάρουν από τους Δελφούς την ιερή φωτιά με την οποία θα άναβαν τους σβησμένους από τους Βαρβάρους βωμούς τους. Μαλιέας, από την Αντικύρα, πόλη της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών, ήταν ο Αθηνάδης, που σκότωσε τον επικηρυγμένο Εφιάλτη, κατά την επιστροφή του από την Θεσσαλία.
Οι Αινιάνες είχαν αναπτύξει εξαιρετικές πολεμικές ικανότητες και επέτυχαν να διατηρήσουν για αιώνες ανεξάρτητες και ελεύθερες τις κώμες και το Κοινόν τους. Έφεραν πάντοτε τα όπλα τους, ακόμη και στους αγρούς, έσπειρον και εζευγολάτουν, παραθέμενοι τα όπλα. Στους πολέμους τους αναδείχθηκαν και διακρίθηκαν, ως καλοί σφενδονιστές, έμπειροι ακοντιστές, άριστοι ιππείς και ικανοί, ελαφρά οπλισμένοι, πεζοί.
Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Αινιάνες, Μαλιείς και Δόλοπες πολέμησαν εναντίον των Λακεδαιμονίων, όταν αυτοί επιχείρησαν να εγκατασταθούν στην πόλη των Μαλιέων, Ηράκλεια και κατά τον Λαμιακό πόλεμο προσχώρησαν μετά των Δολόπων στο στρατόπεδο των Αθηναίων, προς το σκοπό της αποτίναξης της υποτέλειάς τους στους Μακεδόνες.
Ως Μέλος των Αμφικτιονιών οι Αινιάνες έλαβαν μέρος, υπέρ του Μαντείου των Δελφών, και στους τέσσαρες ιερούς πολέμους, που κήρυξαν οι Αμφικτιονίες κατά των κατοίκων της πόλης Κρίσσας και κατά των Φωκέων, Αθηναίων, Λακεδαιμονίων και Λοκρών, που επεχείρησαν να εκμεταλλευθούν την περιουσία ή να ελέγξουν τους ιερούς χώρους και το Μαντείο των Δελφών.
Οι Αινιάνες επελέγησαν μεταξύ των δυνατότατων Ελλήνων πολεμιστών και ως σύμμαχοι μισθοφόροι συμμετέσχον υπό τον Θετταλόν Μέμονα στην μεγάλη εκστρατεία των Λυδών και άλλων λαών της Μ. Ασίας εναντίον των Περσών. Η Πυθία, κατά τον Ξεοφώντα, ερωτηθείσα, προείπε στους “Λυδούς τε και άλλα έθνεα της Μ. Ασίας στρατευήται επί Πέρσας… προς δε Ελλήνων δυνατωτάτους συμβουλευόν οι εξευρόντα φίλους προσθέσθαι”.
Η κοινωνική ζωή των Αινιάνων.
Η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν οι κύριες ασχολίες των Αινιάνων. Στις κώμες τους τελούσαν γεωργικές, κτηνοτροφικές και κοινωνικές γιορτές και χόρευαν την Καρπαία, τοπικού χαρακτήρα και σημασίας πολεμικό χορό, μιμητικής σύγκρουσης ζευγολάτη και ληστή. Οι χορευτές, ο ένας ως ζευγολάτης και ο άλλος ως ληστής, χόρευαν εν ρυθμώ προς τον αυλόν, μαχόμενοι κατά ζεύγη και όποιος κατόρθωνε να συλλάβει τον άλλον, παρά τους βούς ζεύξας οπίσω χείρε δεδεμένον έλαυνεν.
Οι Αινιάνες τιμούσαν με γιορτές τον προστάτη τους θεό Απόλλωνα τον Υπαταίο, καθώς και τους ήρωές τους, τον Τέμωνα και τον Φήμιο. Το λιθάρι, με το οποίο ο Φήμιος σκότωσε τον Υπέροχο, ήταν ιερό και σε κάθε εκατόμβη θυσία, στον ιερό χώρο της μονομαχίας τους, την καλλίτερη μερίδα, το πτωχικό κρέας, από το βόδι που θυσίαζαν στο Δία, την έδιναν στους απογόνους του Φημίου, σε ανάμνηση της επαιτείας του, της εξαπατήσεως του εχθρού τους και της εγκαταστάσεώς τους εις την γην Σπερχειού.
Τελούσαν επίσης κοινωνικές γιορτές και κατά την διάκριση και ένταξη των αρρένων τέκνων στα γένη τους. Τρεις ήταν οι τρόποι, δείγματα επινοητικότητας και δύναμης, για την διάκριση των αρρένων παιδιών ως εφήβων, το κυνήγι, το άθλημα, κάποια άλλη διάκριση. Με την ένταξή στα γένη τους οι έφηβοι μπορούσαν να λάβουν μέρος στην δημόσια ζωή της κώμης, να παντρευτούν και να φέρουν όπλα.
Η θρησκευτική ζωή των Αινιάνων.
Οι Αινιάνες λάτρευαν τον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα, ένεκεν δε τούτου εκαυχώντο ως “όντες εκ καθαροτάτου ελληνικού αίματος, άτε καταγόμενοι από του Αχιλλέως”. Με την εγκατάστασή τους στη περί τον Σπερχειό ποταμό χώρα άρχισαν να λατρεύουν και το θεό Σπερχειό και να προσφέρουν, στις πηγές του ποταμού στο βωμό του Θεού, θυσίες για να έχουν ευγονία τα χωράφια και τα κοπάδια τους. Στο Σπερχειό ποταμό έρριπταν και τα μαλλιά των αρρένων παιδιών τους, όταν ανδρώνονταν, για να έχουν δύναμη στη ζωή τους.
Ως μέλη των Αμφικτιονιών έστελλαν στα Αμφικτιονικά Συνέδρια, την άνοιξη στην Ανθήλη και το Φθινόπωρο στους Δελφούς ως αντιπρόσωπό τους, τον Ιερομνήμονα, τον έχοντα την μνήμην των ιερών υποθέσεών τους και ορκίζονταν στο θεό Απόλλωνα των Δελφών, ότι δεν θα διέπρατταν ιεροσυλίες και αν δεν τηρούσαν τον όρκο τους, να τιμωρούνται από τους Θεούς, αν τις ή συλά τα του θεού ή συνειδή τι ή βουλεύσει τι κατά των ιερών, τιμωρήσειν και χειρί και ποδί και φωνή και πάσει δυνάμει,
Τον 6ο αιώνα, έκτισαν, στην κώμη Υπάτη, στο σημείο της μονομαχίας και νίκης του βασιλιά Φημίου, βωμό προς τιμήν του Απόλλωνα του Υπαταίου. Ο Απόλλων, Θεός του Μαντείου και της Αμφικτιονίας των Δελφών, ήταν ο προστάτη τους κατά τις περιπλανήσεις και τους πολέμους προς εγκατάστασή τους στην περί τον Σπερχειό χώρα, καθώς και ο προστάτη της κώμης Υπάτης, πρωτεύουσας του Κοινού των Αινιάνων. Προς τιμήν του Υπαταίου Απόλλωνα τελούσαν στην Υπάτη και αγώνες, ιππικούς και αθλητικούς.
Λάτρευαν επίσης, τον Ασκληπιό Υπαταίο, Θεό των ιαματικών πηγών και προστάτη της υγείας τους, γιο του Απόλλωνα και της Κορωνίδας, θυγατέρας του Φλεγύου, βασιλιά του Ορχομενού, όν ο Χείρων εξεπαίδευσεν εις την τέχνην του ιατρεύειν, την Αφροδίτη Υπαταία, θυγατέρα του Διός και της Διώνης, Θεά της Γης και Ωραιότητας και τους Θεούς, Δία, πατέρα Θεών τε και ανθρώπων, σύμβολο ενότητας και ισχύος και Αθηνά, θεά της σοφίας και ισχύος, προστάτιδα των δικών και των συνελεύσεων, τους οποίους και απεικόνιζαν στα νομίσματά τους.
Στις τελετές της κοινής λατρείας των Θεών, που τελούνταν υπό την αιγίδα του Κοινού των Αινιάνων, συνέρεαν στην Υπάτη και οι κάτοικοι των άλλων κωμών, για να τις παρακολουθήσουν ή να συμμετάσχουν στις κοινές θυσίες υπέρ των Θεών. Η συμμετοχή τους στις τελετές γίνονταν με την εντολή ή έγκριση της κώμης τους και την εγγύηση του προξένου της.
Οι Αινιάνες συμμετείχαν και στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές των Αμφικτιονιών, τα Σεπτήρια που τελούνταν κάθε οκτώ χρόνια στα Τέμπη και τα Πύθια, που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια στους Δελφούς, προς τιμήν του Πυθίου Θεού Απόλλωνα. Απέστελλαν στους Δελφούς την Πυθα’ί’δα, γυναίκα άμεμπτης ηθικής που είχε και τους δύο γονείς της εν ζωή, “Πυθαίδα, πέμπουσι Αινιάνες Νεοπτολέμω τω Αχιλλέως”, για να προσφέρει, υπό την προστασία του προξένου τους, θυσίες σε εστία εντός του ναού του Απόλλωνα, υπέρ του Νεοπτόλεμου, γιού του Αχιλλέα.
Το τέλος του Κοινού των Αινιάνων.
Το Κοινό των Αινιάνων ήκμασε, ενόσω αποτελούσε ανεξάρτητη και αυτόνομη ομοσπονδιακή ένωση κωμών, οι κώμες του ήταν ελεύθερες και αυτοδιοίκητες και οι πολίτες τους μετείχαν ψήφου, κρίσεως και αρχής. Την αίγλη του Κοινού των Αινιάνων, όπως και όλων των πολιτειακών συστημάτων των πόλεων-κρατών και Κοινών των Ελλήνων, έπληξαν δύο από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της αρχαίας Ελλάδας, ο Πελοποννησιακός πόλεμος και η ίδρυση της Ομοσπονδίας των Ελλήνων, οπότε και άρχισε η παρακμή τους, παρά την χρυσή σελίδα του ελληνισμού επί Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.χ.) συγκλόνισε εκ βάθρων τις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας, κατά τον Παυσανία, εύ την Ελλάδα βεβηκυίαν διέσεισεν εκ βάθρων. Ο Πολύβιος αναφέρει, ότι ο πόλεμος αυτός “επέσχεν εν τοις καθ ημάς καιροίς την Ελλάδα πάσαν απαιδία και συλλήβδην ολιγανθρωπία, δι ήν αί τε πόλεις εξηρημώθηκαν”. Η ίδρυση, εξάλλου, το 338 π.χ., στην Κόρινθο, της Ομοσπονδίας των Ελλήνων, υπό Μακεδονική κηδεμονία και η ανακήρυξη του Φίλιππου Β΄ ως στρατηγού-αυτοκράτορα των Ελλήνων, άρχισαν να περιορίζουν την απόλυτη αυτονομία της Αμφικτιονίας των Δελφών, της πολιτικής και θρησκευτικής ομοσπονδίας-ένωσης ελεύθερων πόλεων-κρατών της αρχαίας Ελλάδας. Ο Παυσανίας γράφει ότι, “ύστερον Φίλιππος ο Αμύντου σαθράν ήδη και ου παντάπασιν υγιή προσκατήρειψεν την Ελλάδα”.
Οι Αιτωλοί κατέστησαν το 279 π.χ. τους Αινιάνες υποτελείς τους, εξ αιτίας της βοήθειας που προσέφεραν στους επιδρομείς Γαλάτες, κατά τη μάχη Ελλήνων-Γαλατών, στις Θερμοπύλες. Οι Γαλάτες, αναφέρει ο Παυσανίας, “τους περί τον Σπερχειό οικούντας ζευγνύται τον Σπερχειόν επέταξαν, οι δε ήνυον το έργον σπουδή, επιθυμούντες τους βαρβάρους απελθείν εκ της χώρας, μηδε επί πλέον κακουργείν μένοντας”. Οι Αιτωλοί, συντρίβοντας τους Γαλάτες στα Κοκκάλια Ευρυτανίας, διέσωσαν την ελευθερία των Ελλήνων, όπως παλαιότερα εξίσου διέσωσαν την ελευθερία των Ελλήνων οι Αθηναίοι στην μάχη του Μαραθώνα.
Οι Ρωμαίοι το 146 π.χ. παρεχώρησαν στους Αινιάνες τα προνόμια της πολιτικής αυτονομίας και της διατήρησης του Κοινού τους και το 27 π.χ., οπότε έσβησε κυριολεκτικά η ελευθερία των Ελλήνων, κατήργησαν την αυτονομία και το Κοινό των Αινιάνων και υπήγαγαν τη χώρα τους στο Κοινό των Θεσσαλών και στη συνέχεια στην Αχαΐα, Ρωμαϊκή επαρχία της Νότιας Ελλάδας. “Τα μεν ούν άλλα σαφώς απαγγέλλειν ου πρέπει τας πόλεις”, αναφέρει, ο Πλούταρχος με θλίψη, για τα συμβάντα κατά την Ρωμαϊκή περίοδο. Στην κώμη Υπάτη οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν Φρουρά υπό Ανθύπατο και έκτοτε το Κοινό των Αινιάνων δεν αναφέρεται πλέον στην ελληνική ιστορία.
Οι Αινιάνες όμως διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο μεταξύ των ελληνικών φύλων και κατά τις επόμενες ιστορικές περιόδους. Η κώμη Υπάτη, μετέπειτα Πατρατζίκ, ήταν κατά τους Ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς χρόνους, καθώς και κατά την Τουρκοκρατία, μια μεγάλη εμπορική και διοικητική πόλη της Στερεάς Ελλάδας. Από το 54 μ.Χ., που ιδρύθηκε η Εκκλησία Υπάτης, ήταν η χώρα εν τη οποία διεδόθη το πρώτον ο Χριστιανισμός, αποτελέσασα οιωνεί τον πρωταρχικόν και θεμέλιον πυρήνα της περαιτέρω διαδόσεως του Χριστιανισμού εις την Στερεάν Ελλάδαν.
Το Κοινόν και οι Αινιάνες στην ιστορία.
Οι Αινιάνες δεν δημιούργησαν και δεν κατέλειπαν στη χώρα τους αξιόλογα μνημεία του τε λόγου και των τεχνών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Επί χίλια περίπου χρόνια διαδραμάτισαν στην Στερεά Ελλάδα σπουδαίο κυρίως πολιτικό ρόλο και κατεγράφησαν στην ελληνική ιστορία, ως λαός ειρηνικός και δημοκρατικός, κατά τε τας κώμας και το Κοινόν των, ως Κοινό, με ιδίαν υπόστασιν, ιστορικήν αυθυπαρξίαν και εξέλιξιν και με ιδίαν πολιτικήν αυτονομίαν και πολιτειακήν οργάνωσιν και ως μέλος ιδρυτικό των Αμφικτιονιών της αρχαίας Ελλάδας.
Ανέπτυξαν δεσμούς με τους Μολοσσούς της Δωδώνης, των οποίων βασιλιάς τους ήταν ο Μολοσσός, γιος του Νεοπτόλεμου και πιθανότατα να ενσωμάτωσαν και ένα μέρος του πληθυσμού τους. Κυριότερη πόλη τους ήταν η Αινίς, από την οποία φαίνεται, να προέρχεται και η ονομασία Αινιάνες.
Ήταν γείτονες των γενναίων Περραιβών. Στην Ιλιάδα αναφέρεται, ότι οι Αινιάνες και οι Περραιβοί έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, με είκοσι δύο πλοία και αρχηγό τον Γουνέα από την Κύφο, πρωτεύουσα της Περραιβίας, “Γουνεύς δ΄εκ Κίφου ήγε δύω και είκοσι νήας τω δ΄Ενιήνες έποντο μενεπτόλεμοί τε Περραιβοί...”
Οι περιπλανήσεις των Αινιάνων.
Το 10ο Αιώνα π.χ., μετά τον Τρωικό πόλεμο, οι Αινιάνες άρχισαν να περιπλανώνται ανά την Ήπειρο και την Στερεά Ελλάδα αναζητώντας τόπο εγκατάστασης. Οι περιπλανήσεις τους αποτελούν μέρος των μεγάλων αναστατώσεων και μετακινήσεων, που γνώρισαν οι κάτοικοι των ελληνικών χωρών από τους τελευταίους αιώνες της δεύτερης π.χ. χιλιετίας και είχαν στόχο την εξεύρεση τόπων για εγκατάσταση.
Αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους εξ αιτίας της εισβολής και εγκατάστασης των Δωριέων στην περιοχή της Θεσσαλίας. “Επί Δώρου του Έλληνος”, γράφει ο Ηρόδοτος, “το περιπλάνητον γένος των Δωριέων την υπό την Όσσαν τε και τον Όλυμπον χώραν οίκεε”. Περί τον 8ο π.χ. αιώνα, μετά από περιπλανήσεις δύο και πλέον αιώνων, οι Αινιάνες κατέληξαν στην περί τους Δελφούς χώρα, όπου “κατασχόντες την πόλιν Κίρραν, παρέμειναν εκείσε”.
Ένα φυσικό γεγονός, μια μεγάλη ξηρασία που έπληξε την περιοχή των Δελφών, θεωρήθηκε από την Θεά και Μάντισσα Γη του ιερού των Δελφών, ως αποτέλεσμα έλλειψης πίστης προς τους Θεούς των κατοίκων της πόλης Κίρρας. Οι Αινιάνες για να γλιτώσουν από τη θεϊκή οργή σκότωσαν με λιθοβολισμό τον ασεβή και τύραννο βασιλιά τους Οίνοκλο και, σύμφωνα με χρησμό του Θεού Απόλλωνα, μετακινήθηκαν προς Β, αναζητώντας νέο τόπο εγκατάστασης.
Ο χρησμός του Μαντείου των Δελφών.
Δια των διαβάσεων της οροσειράς Κόρακα οι Αινιάνες κατήλθαν στην πεδιάδα του Σπερχειού, όπου ήλθαν σε σύγκρουση με τους Ιναχιείς, κατοίκους του Ινάχου, παραποτάμου του Σπερχειού ποταμού. Οι μακροχρόνιες συγκρούσεις ανάγκασαν τους εμπολέμους να ζητήσουν το χρησμό του θεού Απόλλωνα. Η Πυθία, κατά τον Πλούταρχο, προείπε: “προς μεν τους Ιναχιείς, αν δώσωσιν εις τους Αινιάνας μέρος τι της χώρας των, με την θέλησίν των, θα την χάσωσιν ολόκληρον, προς δε τους Αινιάνες, άν λάβωσιν παρά των Ιναχιέων εκουσίως και άνευ τινός βίας μέρος τι της χώρας των, θα λάβωσιν ολόκληρον την χώραν των”.
Την δυνατότητα επαλήθευσης του χρησμού παρασκεύασε ο Τέμων, ανήρ ελλόγιμος των Αινιάνων. Εμφανίσθηκε στο στρατόπεδο των Ιναχιέων, ως επαίτης ζητώντας ελεημοσύνη, οπότε οι Ιναχιείς τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο βασιλιά τους Υπέροχο, ο οποίος του έδωσε, προς εμπαιγμό, αντί άρτου τεμάχιο χώματος. Ο Τέμων, σύμφωνα με το χρησμό, τοποθέτησε το χώμα εντός της πείρας του, ευχήθηκε εκατόμβη στο Θεό Απόλλωνα και έφθασε ταχέως στο στρατόπεδο των Αινιάνων. Οι Ιναχιείς, ενθυμηθέντες τότε το χρησμό, συμβούλευσαν τον βασιλιά τους να συλλάβει τον επαίτη, αλλά ο Τέμων πρόφθασε και απομακρύνθηκε εκ του στρατοπέδου τους.
Ακολούθησε η μονομαχία των βασιλέων, κατά την οποία ο βασιλιάς των Αινιάνων Φήμιος σκότωσε με δόλο το βασιλιά των Ιναχιέων Υπέροχο. Λέγεται, ότι ο Φήμιος ζήτησε από τον Υπέροχο να του εξηγήσει, γιατί ήλθε να μονομαχήσει με τον βοηθό του (εννοώντας τον σκύλο που τον συνόδευε) και όταν ο Υπέροχος έστρεψε να ιδεί, ποιος ήταν ο βοηθός του, ο Φήμιος τον φόνευσε, βαλών αυτόν δια λίθου.
Οι Ιναχιείς, μετά την εξαπάτησή τους από τον Τέμωνα και τον θάνατο του βασιλιά τους Υπερόχου, αποφάσισαν, σύμφωνα και με τον χρησμό του Μαντείου, να δεχθούν την εγκατάσταση των Αινιάνων στη χώρα τους και να την αποδεχθούν ως θέλημα του θεού Απόλλωνα. Μετά το θάνατο των βασιλέων τους, του παγκάκιστου και τυραννικότατου Οινόκλου και του εθνικού τους ήρωα Φημίου, οι Αινιάνες κατάργησαν τη βασιλεία και άρχισαν να διοικούνται δημοκρατικά, από αιρετούς άρχοντες.
Η χώρα των Αινιάνων.
Οι Αινιάνες, μετά την εγκατάστασή τους στην περιοχή του Ινάχου, ήλθαν σε σύγκρουση και με τους γειτονικούς λαούς, τους Μαλιείς, Οιταίους, Δόλοπες και Μυρμιδόνες, καθώς και με τους Λαπίθες, κτηνοτρόφους της Θεσσαλίας, που διέμεναν την θερινή περίοδο στην κτηνοτροφική πόλη Λαπίθη ή Λαπίθειον, στην Β. Δ. Όθρη. Η χώρα τους επεκτάθηκε έτσι σε όλη την εκατέρωθεν του Σπερχειού ποταμού πεδιάδα, μεταξύ Οίτης, Όθρης και Τυμφρηστού.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι ο ποταμός Σπερχειός “ρέων εξ Αινιάνων εις θάλατταν εκδιδοί και ο Σκύλακας, ότι τη Μαλιέων χώρα εποικούσιν άνωθεν από Μεσογείας Αινιάνες”. Γείτονες των Αινιάνων ήταν οι Δόλοπες, οι Μαλιείς, οι Φθιώτες Αχαιοί, οι Οιταίοι και οι Αιτωλείς. Μερικοί εκτιμούν, ότι η χώρα των Αινιάνων εκτείνονταν μέχρι τον Μαλιακό κόλπο, εξ ού και Αινιακός κόλπος.
Η χώρα των Αινιάνων αποτελούσε τμήμα της αρχαίας Φθίας, της οποίας βασιλιάς, κατά τους Ομηρικούς χρόνους, ήταν ο Πηλέας, γιος του βασιλιά της Αίγινας Αιακού, όστις φυγαδευθείς υπό του πατρός του, δια τον φόνον του αδελφού του, έφυγε της νύν Θετταλίας καλουμένης εις Φθίαν. Ο Πηλέας έδωσε στους κατοίκους της Φθίας το όνομα Μυρμιδόνες, όνομα κατοίκων της γενέτειράς του και έλαβε σύζυγο την Θέτιδα, Νηρηίδα και θεά, ήτις εγέννησεν εκ Πηλέως τον Αχιλλέα, του οποίου ο γιος Νεοπτόλεμος ήταν Θεός των Αινιάνων.
Η ίδρυση των κωμών των Αινιάνων.
Οι Αινιάνες ζούσαν κατά γένη ή οίκους και ήταν οργανωμένοι κατά κώμες γενών ή οίκων. Κυριότερη κώμη της χώρας τους ήταν η Υπάτη, την οποίαν ίδρυσαν σε εξέχουσα και δεσπόζουσα τοποθεσία στην Β. πλευρά της Οίτης παρά τον Σπερχειό ποταμό. Η λέξη Υπάτη ετυμολογικά προέρχεται από την λέξη Ύπατος και σημαίνει πόλη, που υπερέχει των άλλων ή ευρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο. Μερικοί ετυμολογούν τη λέξη Υπάτη και εκ του υπατεύειν ή άρχειν των άλλων κωμών.
Τις κώμες ίδρυσαν στις κατάλληλες προς οίκηση τοποθεσίες, περί τα ρείθρα του Σπερχειού ποταμού, οι γενάρχες των Αινιάνων, οι οποίοι και ανακηρύχθηκαν ιδρυτές και ευεργέτες των κωμών. Από την επιγραφή “Λατιέων ά πόλις Σώσανδρον Τολμαίου Ευεργέταν τοις θεοίς κλεινόν έκγονον Αινειέων…Ηρώων θρέπτειρ εναρκαφόρε ποτ΄αγώνων σόν πλέος εις τοιούσδ άνδρας έχεις Υπάτα”, που βρέθηκε σε βάση ορειχάλκινου αγάλματος στην Υπάτη, φαίνεται ότι ιδρυτής και ευεργέτης της κώμης Λατυίας ήταν ο γενάρχης Σώσανδρος, γιός του Τολμαίου.
Άλλες κυριότερες κώμες των Αινιάνων ήταν: η Μακρα-κώμη, οι Σπέρχειαι, η Έρυθος, οι Ερυθραί, οι Κοροφαί, η Πύρρα, η Φύρραξ, η Κυθήρα, η Λατυία, η Σωσθενίδα, η Διασέργιανη κ.α., που ιδρύθηκαν στις πεδινές περιοχές εκατέρωθεν του Σπερχειού ποταμού, καθώς και η θερινή-κτηνοτροφική πόλη Λαπίθειον ή Λαπίθη (Λάπατο), στα Β.Δ. της Όθρης, που απέσπασαν από τους Λαπίθες.
Η ίδρυση του Κοινού των Αινιάνων.
Οι Αινιάνες, ταυτόχρονα με την ίδρυση των κωμών τους, συνέστησαν και το Κοινόν των Αινιάνων, ομοσπονδιακή ένωση κωμών, ίνα συνηνωμένοι συναγωνίζονται από κοινού κατά των παραβλαπτόντων τα κοινά συμφέροντά των. Οι κώμες ήταν αυτόνομες, ελεύθερες και αυτοδιοίκητες και εξέδιδαν ιδίας αποφάσεις, λαμβανόμενες υπό της ολομελείας των πολιτών τους. Υποκείμεναι, οι κώμες, εις κοινήν και ενιαίαν διοίκησιν, βάση κοινού δικαίου και κοινών αρχών, δεν αποτελούσαν εκάστη πόλις-κράτος. Η κώμη Υπάτη ανεδείχθη η πρωτεύουσα και η έδρα της ενιαίας διοίκησης του Κοινού των Αινιάνων.
Το Κοινόν των Αινιάνων ήταν δημιούργημα της κοινής συνείδησής τους και εξέφραζε την ενότητά τους και την εκ της ενότητας υπεροχή τους. Οι κώμες συμμετείχαν με αντιπροσώπους τους στην κοινή διοίκηση του Κοινού. Εξέλεγαν κάθε χρόνο, ανάλογα με τον πληθυσμό τους, ορισμένο αριθμό αιρετών αντιπροσώπων και από αυτούς εκλέγονταν οι πέντε ανώτατοι άρχοντες, οι Αινιάρχες και ο Αινιάρχης, που ασκούσαν για ένα έτος την διοίκηση του Κοινού.
Οι αποφάσεις των αντιπροσώπων των κωμών λαμβάνονταν εν συνελεύσει, έφεραν τον τύπον έδοξε τοις Αινιάνοις, γράφονταν σε πλάκες, πιθανότατα ξύλινες, τοποθετούνταν εν τω επιφανεστάτω τόπω των κωμών και ήταν υποχρεωτικές. Με τις αποφάσεις τους ρύθμιζαν την κοινή πολιτική του Κοινού σε θέματα διοίκησης, θρησκείας, πολέμων, συμμαχιών και σχέσεων με τους γειτονικούς λαούς, απένειμαν την προξενεία σε εξέχοντες πολίτες και απέδιδαν τιμές στους δικαστές.
Οι πρόξενοι και οι δικαστές των Αινιάνων.
Οι πρόξενοι του Κοινού προέρχονταν από εξέχοντα γένη των Αινιάνων, ορίζονταν από τους αντιπροσώπους των κωμών και ασκούσαν καθήκοντα προξένου στο Μαντείο των Δελφών και στις κώμες του Κοινού. Έργο τους ήταν η αναγνώριση, η εγγύηση και η προστασία των Αινιάνων, κατά το χρόνο που επισκέπτονταν τις κώμες ή ελάμβαναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές ή συμμετείχαν στους αγώνες και τις τελετές των Αμφικτιονιών, καθώς και η λήψη και μεταφορά από τους Δελφούς των χρησμών του Πυθίου Απόλλωνα. Από επιγραφές προκύπτει, ότι τον 4ο αιώνα π.χ. πρόξενοι του Κοινού των Αινιάνων στις κώμες Σπέρχειαι και Σωσθενίδα ήταν: “Εν Σπερχειαίς Μένων Ξενάρχου, Εν Σωσθινίδι Φειδίας Αγρολέωνος”.
Οι δικαστές του Κοινού ήταν επίσης εξέχοντα πρόσωπα των γενών των Αινιάνων, πιθανότατα ισόβιοι, ορίζονταν επίσης από τους αντιπροσώπους των κωμών και απολάμβαναν σεβασμού και τιμών. Έργο τους ήταν η επίλυση των κτηματικών ή άλλων διαφορών και αμφισβητήσεων, που ανέκυπταν μεταξύ των πολιτών και των κωμών των Αινιάνων και μεταξύ των Αινιάνων και γειτονικών λαών. Από επιγραφή επιβεβαιώνεται, ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Αδριανός έστειλε, το 175 μ. Χ. στον Ανθύπατο της Υπάτης Γέλιο, ένα ειδικό γεωμέτρη για να καθορίσει με τους Αινιάνες δικαστές τα όρια μεταξύ των κωμών Υπάτης και Λαμίας.
Οι Αινιάνες μέλος των Αμφικτιονιών.
Οι Αινιάνες ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών των Αμφικτιονιών, που ιδρύθηκαν από τους αμφικτίονες λαούς με επίκεντρα τους ιερούς χώρους κοινής λατρείας, της Θεάς Δήμητρας στην Ανθήλη και του Θεού Απόλλωνα στους Δελφούς. Καυχιόνταν, μάλιστα, ότι ήταν εκ των πρώτων φύλων, τα οποία ενέταξε στην Αμφικτιονική Ομάδα, ο Αμφικτύων, γιος του Δευκαλίωνος και μυθικός ιδρυτής των Αμφικτιονιών.
Κατά τον Αισχίνη, Έθνη δώδεκα, τα μετέχοντα του ιερού, Αινιάνες, Θετταλοί, Βοιωτοί, ου Θηβαίοι μόνο, Ίωνες, Περραιβοί , Μάγνητες, Δόλοπες, Λοκροί, Οιταίοι, Φθιώτες, Μαλιείς, και Φωκείς, ίδρυσαν τις Αμφικτιονίες της Πυλαίας ή Θερμοπυλών και των Δελφών.
Ως μέλη των Αμφικτιονιών, οι Αινιάνες συμμετείχαν στα αμφικτιονικά συνέδρια, την άνοιξη στους Δελφούς και το φθινόπωρο στην Ανθήλη, με δύο αντιπροσώπους τους, τον Πυλαγόρα, έχοντα τις πολιτικές υποθέσεις και τον Ιερομνήμονα, έχοντα τις ιερές υποθέσεις. Τηρούσαν και δεν παραβίαζαν τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις των Αμφικτιονιών. Ορκίζονταν, μάλιστα, ότι δεν θα κατέστρεφαν αμφικτιονικές πόλεις και θα συστρατεύονταν με τα άλλα αμφικτίονα φύλα για την τιμωρία των παραβατών. Ο αμφικτιονικός όρκος, όπως τον διέσωσε ο Αισχίνης, όριζε: “Μηδεμίαν πόλιν των Αμφικτιονίδων ανάστατον ποιήσειν, μηδ΄υδάτων ναματιαίων είρξειν και κατέληγε: εάν δε τις ταύτα παραβή, στρατεύσειν επί τούτον και τα πόλεις αναστήσειν και εαν τις ή συλά τα του θεού ή συνειδή τι ή βουλεύση τι κατά των ιερών, τιμωρήσειν και χειρί και ποδί και φωνή και πάσει δυνάμει”.
Αμφικτιονική αρά (κατάρα ή ανάθεμα) δεν επιβλήθηκε ποτέ στους Αινιάνες. Η αρά κατά των παραβατών των ψηφισμάτων και αποφάσεων των Αμφικτιονιών ήταν αυστηρότατη, καθώς όριζε: “Ει τις τάδε παραβαίνοι ή πόλις ή ιδιώτης ή έθνος, εναγής έστω του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος και Λητούς και Αθηνάε Προνοίας, μήτε γήν καρπόυς φέρειν, μήτε γυναίκας τέκνα τίκτειν γονεύσιν εοικότα, αλλά τέρατα…. και το γένος το εκείνων και μήποτε οσίως θύσειαν τω Απόλλωνι, μήτε τη Αρτέμιδι, μήτε τη Λητοί, μήδ΄Αθηνά Προνοία, μήτε δέξαιντο αυτών τα ιερά”.
Τα νομίσματα των Αινιάνων.
Το Κοινό των Αινιάνων έκοψε και κυκλοφόρησε τα νομίσματά του, που ήταν αργυρά και κοινά για όλες τις κώμες. Η κυκλοφορία τους έγινε σε δύο περιόδους: η πρώτη από το 400 π.χ. περίπου μέχρι το 344 π.χ., που ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β΄, εισάγοντας το διμεταλλισμό, κυκλοφόρησε τους μακεδονικούς στατήρες και η δεύτερη από το 146 π.χ. μέχρι το 27 π.χ., περίοδο κατά την οποίαν οι Ρωμαίοι είχαν παραχωρήσει στους Αινιάνες πολιτικήν τινα αυτονομίαν.
Τα νομίσματα της πρώτης περιόδου απεικόνιζαν, στην μια όψη κεφαλή Διός μετά στεφάνου εκ δάφνης και στην άλλη πολεμιστή ρίπτοντα ακόντιο ή κρατούντα πέτασο ή πέλτη ή σφενδονήτη κρατούντα πέτασο ή σπάθη και την επιγραφή ΑΙΝΙΑΝΩΝ ή ΑΙΝΙΑΝ και της δεύτερης περιόδου απεικόνιζαν, στην μια όψη κεφαλή Αθηνάς μετά κράνους Αθηναϊκού ή Κορινθιακού και στην άλλη πολεμιστή κρατούντα ακόντιο, την επιγραφή ΑΙΝΙΑΝΩΝ και το όνομα του Αινιάρχου, επί της αρχής του οποίου είχαν κοπεί. Από τα διασωθέντα στους Δελφούς νομίσματα, της δευτέρας περιόδου, Αινιάρχες ήταν οι: Ευηθίδης, Ανδρομένης, Θωμυρίων, Θέρσιππος, Νικόβουλος, Ξενότιμος, Πολέμαρχος, Τολμαίος κ.α.
Ο σφενδονιστής και ο ακοντιστής, που απεικονίζονταν στα νομίσματα, πιθανολογείται, ότι ήταν οι δύο εθνικοί ήρωες των Αινιάνων, ο βασιλιάς Φήμιος και ο ελλόγιμος ανήρ Τέμων, των οποίων την ανάμνηση και μνήμη διατηρούσαν άσβεστη και τιμούσαν στις γιορτές και τελετές τους, από της ίδρυσης του Κοινού των Αινιάνων μέχρι της κατάργησής του.
Η κοπή των νομισμάτων γίνονταν βάσει των σταθμηστικών κανόνων, που καθόρισαν και εφάρμοσαν οι τότε προηγμένοι λαοί. Τα νομίσματα της πρώτης περιόδου κόπηκαν με τον σταθμηστικό κανόνα της Αίγινας και της δευτέρας περιόδου με τους σταθμηστικούς κανόνες της Αθήνας και της Κορίνθου, στοιχεία που επιμαρτυρούν τις πολιτιστικές επιρροές και σχέσεις των Αινιάνων με τις μεγάλες πόλεις της αρχαιότητας, την Αίγινα, την Αθήνα και την Κόρινθο.
Σχέσεις Αινιάνων-αμφικτιόνων φύλων.
Οι Αινιάνες, ως ιδρυτικό μέλος των Αμφικτιονιών και λαός δημοκρατικός και ειρηνικός απέφευγαν τους πολέμους με τους αμφικτίονες λαούς. Τις συνοριακές ή άλλες διαφορές και αμφισβητήσεις τους επέλυναν οι δικαστές του Κοινού και έτσι αποτρέπονταν οι συγκρούσεις των Αινιάνων με τα άλλα αμφικτιόνα φύλα. Δεν αναφέρονται πόλεμοι μεταξύ των Αινιάνων και των Δολόπων, Οιταίων, Μαλιέων και Ευρυτάνων. Οι σχέσεις ειδικότερα των Αινιάνων με τους Δόλοπες και Οιταίους ήταν τόσο στενές, ώστε πολλοί συγγραφείς συγχέουν τα όρια των χωρών τους.
Ανέπτυξαν φιλικούς δεσμούς και με τους γείτονές τους Αιτωλούς και μάλιστα δύο φορές η Αιτωλική Συμπολιτεία συνεδρίασε στην κώμη Υπάτη. Με τους αμφικτίονες Φωκείς οι σχέσεις των Αινιάνων και των άλλων φύλων ήταν για πολλούς αιώνες εχθρικές, καθώς οι Φωκείς επιχείρησαν πολλές φορές να εκμεταλλευθούν ή να λεηλατήσουν ή να θέσουν υπό την έλεγχό τους το Μαντείο των Δελφών. Ήταν τόσο έντονη η έχθρα των φύλων των Αμφικτιονιών κατά των Φωκέων, ώστε κατά τον 4ο ιερό πόλεμο οι Οιταίοι πρότειναν στο αμφικτιονικό συνέδριο, να κατακρημνισθούν όλοι οι Φωκείς έφηβοι, “δει τους ηβώντας Φωκείς ωθείν κατά του κρημνού”.
Οι πόλεμοι των Αινιάνων.
Οι Αινιάνες και τα προς Βορρά των Θερμοπυλών φύλα των Αμφικτιονιών δεν έλαβαν μέρος στους Μηδικούς πολέμους και πιθανότατα να προσέφεραν στον Ξέρξη γήν και ύδωρ. Κατά μια άποψη, η μη συμμετοχή τους οφείλεται στην έχθρα τους κατά των Φωκέων και στην προσδοκία της τιμωρίας των Φωκέων από τους Πέρσες. Το βάρος του πολέμου κατά του Ξέρξη αφέθηκε από την Αμφικτιονία των Δελφών στους Σπαρτιάτες, προς τους οποίους η Πυθία, ερωτηθείσα, προείπε: ή η Σπάρτη θα αφανισθεί ή ο βασιλιάς της απόγονος του Ηρακλή θα πεθάνει.
Στο Αμφικτιονικό συνέδριο όμως, μετά την μάχη των Θερμοπυλών, οι Αινιάνες και τα άλλα αμφικτίονα φύλα με ψήφισμά τους: (ι) καταδίκασαν σε θάνατο τον προδότη της μάχης των Θερμοπυλών Μαλιέα Εφιάλτη, (ιι) επικήρυξαν την εκτέλεσή του (ιιι) παράγγειλαν στις πόλεις τους να πάρουν από τους Δελφούς την ιερή φωτιά με την οποία θα άναβαν τους σβησμένους από τους Βαρβάρους βωμούς τους. Μαλιέας, από την Αντικύρα, πόλη της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών, ήταν ο Αθηνάδης, που σκότωσε τον επικηρυγμένο Εφιάλτη, κατά την επιστροφή του από την Θεσσαλία.
Οι Αινιάνες είχαν αναπτύξει εξαιρετικές πολεμικές ικανότητες και επέτυχαν να διατηρήσουν για αιώνες ανεξάρτητες και ελεύθερες τις κώμες και το Κοινόν τους. Έφεραν πάντοτε τα όπλα τους, ακόμη και στους αγρούς, έσπειρον και εζευγολάτουν, παραθέμενοι τα όπλα. Στους πολέμους τους αναδείχθηκαν και διακρίθηκαν, ως καλοί σφενδονιστές, έμπειροι ακοντιστές, άριστοι ιππείς και ικανοί, ελαφρά οπλισμένοι, πεζοί.
Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Αινιάνες, Μαλιείς και Δόλοπες πολέμησαν εναντίον των Λακεδαιμονίων, όταν αυτοί επιχείρησαν να εγκατασταθούν στην πόλη των Μαλιέων, Ηράκλεια και κατά τον Λαμιακό πόλεμο προσχώρησαν μετά των Δολόπων στο στρατόπεδο των Αθηναίων, προς το σκοπό της αποτίναξης της υποτέλειάς τους στους Μακεδόνες.
Ως Μέλος των Αμφικτιονιών οι Αινιάνες έλαβαν μέρος, υπέρ του Μαντείου των Δελφών, και στους τέσσαρες ιερούς πολέμους, που κήρυξαν οι Αμφικτιονίες κατά των κατοίκων της πόλης Κρίσσας και κατά των Φωκέων, Αθηναίων, Λακεδαιμονίων και Λοκρών, που επεχείρησαν να εκμεταλλευθούν την περιουσία ή να ελέγξουν τους ιερούς χώρους και το Μαντείο των Δελφών.
Οι Αινιάνες επελέγησαν μεταξύ των δυνατότατων Ελλήνων πολεμιστών και ως σύμμαχοι μισθοφόροι συμμετέσχον υπό τον Θετταλόν Μέμονα στην μεγάλη εκστρατεία των Λυδών και άλλων λαών της Μ. Ασίας εναντίον των Περσών. Η Πυθία, κατά τον Ξεοφώντα, ερωτηθείσα, προείπε στους “Λυδούς τε και άλλα έθνεα της Μ. Ασίας στρατευήται επί Πέρσας… προς δε Ελλήνων δυνατωτάτους συμβουλευόν οι εξευρόντα φίλους προσθέσθαι”.
Η κοινωνική ζωή των Αινιάνων.
Η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν οι κύριες ασχολίες των Αινιάνων. Στις κώμες τους τελούσαν γεωργικές, κτηνοτροφικές και κοινωνικές γιορτές και χόρευαν την Καρπαία, τοπικού χαρακτήρα και σημασίας πολεμικό χορό, μιμητικής σύγκρουσης ζευγολάτη και ληστή. Οι χορευτές, ο ένας ως ζευγολάτης και ο άλλος ως ληστής, χόρευαν εν ρυθμώ προς τον αυλόν, μαχόμενοι κατά ζεύγη και όποιος κατόρθωνε να συλλάβει τον άλλον, παρά τους βούς ζεύξας οπίσω χείρε δεδεμένον έλαυνεν.
Οι Αινιάνες τιμούσαν με γιορτές τον προστάτη τους θεό Απόλλωνα τον Υπαταίο, καθώς και τους ήρωές τους, τον Τέμωνα και τον Φήμιο. Το λιθάρι, με το οποίο ο Φήμιος σκότωσε τον Υπέροχο, ήταν ιερό και σε κάθε εκατόμβη θυσία, στον ιερό χώρο της μονομαχίας τους, την καλλίτερη μερίδα, το πτωχικό κρέας, από το βόδι που θυσίαζαν στο Δία, την έδιναν στους απογόνους του Φημίου, σε ανάμνηση της επαιτείας του, της εξαπατήσεως του εχθρού τους και της εγκαταστάσεώς τους εις την γην Σπερχειού.
Τελούσαν επίσης κοινωνικές γιορτές και κατά την διάκριση και ένταξη των αρρένων τέκνων στα γένη τους. Τρεις ήταν οι τρόποι, δείγματα επινοητικότητας και δύναμης, για την διάκριση των αρρένων παιδιών ως εφήβων, το κυνήγι, το άθλημα, κάποια άλλη διάκριση. Με την ένταξή στα γένη τους οι έφηβοι μπορούσαν να λάβουν μέρος στην δημόσια ζωή της κώμης, να παντρευτούν και να φέρουν όπλα.
Η θρησκευτική ζωή των Αινιάνων.
Οι Αινιάνες λάτρευαν τον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα, ένεκεν δε τούτου εκαυχώντο ως “όντες εκ καθαροτάτου ελληνικού αίματος, άτε καταγόμενοι από του Αχιλλέως”. Με την εγκατάστασή τους στη περί τον Σπερχειό ποταμό χώρα άρχισαν να λατρεύουν και το θεό Σπερχειό και να προσφέρουν, στις πηγές του ποταμού στο βωμό του Θεού, θυσίες για να έχουν ευγονία τα χωράφια και τα κοπάδια τους. Στο Σπερχειό ποταμό έρριπταν και τα μαλλιά των αρρένων παιδιών τους, όταν ανδρώνονταν, για να έχουν δύναμη στη ζωή τους.
Ως μέλη των Αμφικτιονιών έστελλαν στα Αμφικτιονικά Συνέδρια, την άνοιξη στην Ανθήλη και το Φθινόπωρο στους Δελφούς ως αντιπρόσωπό τους, τον Ιερομνήμονα, τον έχοντα την μνήμην των ιερών υποθέσεών τους και ορκίζονταν στο θεό Απόλλωνα των Δελφών, ότι δεν θα διέπρατταν ιεροσυλίες και αν δεν τηρούσαν τον όρκο τους, να τιμωρούνται από τους Θεούς, αν τις ή συλά τα του θεού ή συνειδή τι ή βουλεύσει τι κατά των ιερών, τιμωρήσειν και χειρί και ποδί και φωνή και πάσει δυνάμει,
Τον 6ο αιώνα, έκτισαν, στην κώμη Υπάτη, στο σημείο της μονομαχίας και νίκης του βασιλιά Φημίου, βωμό προς τιμήν του Απόλλωνα του Υπαταίου. Ο Απόλλων, Θεός του Μαντείου και της Αμφικτιονίας των Δελφών, ήταν ο προστάτη τους κατά τις περιπλανήσεις και τους πολέμους προς εγκατάστασή τους στην περί τον Σπερχειό χώρα, καθώς και ο προστάτη της κώμης Υπάτης, πρωτεύουσας του Κοινού των Αινιάνων. Προς τιμήν του Υπαταίου Απόλλωνα τελούσαν στην Υπάτη και αγώνες, ιππικούς και αθλητικούς.
Λάτρευαν επίσης, τον Ασκληπιό Υπαταίο, Θεό των ιαματικών πηγών και προστάτη της υγείας τους, γιο του Απόλλωνα και της Κορωνίδας, θυγατέρας του Φλεγύου, βασιλιά του Ορχομενού, όν ο Χείρων εξεπαίδευσεν εις την τέχνην του ιατρεύειν, την Αφροδίτη Υπαταία, θυγατέρα του Διός και της Διώνης, Θεά της Γης και Ωραιότητας και τους Θεούς, Δία, πατέρα Θεών τε και ανθρώπων, σύμβολο ενότητας και ισχύος και Αθηνά, θεά της σοφίας και ισχύος, προστάτιδα των δικών και των συνελεύσεων, τους οποίους και απεικόνιζαν στα νομίσματά τους.
Στις τελετές της κοινής λατρείας των Θεών, που τελούνταν υπό την αιγίδα του Κοινού των Αινιάνων, συνέρεαν στην Υπάτη και οι κάτοικοι των άλλων κωμών, για να τις παρακολουθήσουν ή να συμμετάσχουν στις κοινές θυσίες υπέρ των Θεών. Η συμμετοχή τους στις τελετές γίνονταν με την εντολή ή έγκριση της κώμης τους και την εγγύηση του προξένου της.
Οι Αινιάνες συμμετείχαν και στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές των Αμφικτιονιών, τα Σεπτήρια που τελούνταν κάθε οκτώ χρόνια στα Τέμπη και τα Πύθια, που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια στους Δελφούς, προς τιμήν του Πυθίου Θεού Απόλλωνα. Απέστελλαν στους Δελφούς την Πυθα’ί’δα, γυναίκα άμεμπτης ηθικής που είχε και τους δύο γονείς της εν ζωή, “Πυθαίδα, πέμπουσι Αινιάνες Νεοπτολέμω τω Αχιλλέως”, για να προσφέρει, υπό την προστασία του προξένου τους, θυσίες σε εστία εντός του ναού του Απόλλωνα, υπέρ του Νεοπτόλεμου, γιού του Αχιλλέα.
Το τέλος του Κοινού των Αινιάνων.
Το Κοινό των Αινιάνων ήκμασε, ενόσω αποτελούσε ανεξάρτητη και αυτόνομη ομοσπονδιακή ένωση κωμών, οι κώμες του ήταν ελεύθερες και αυτοδιοίκητες και οι πολίτες τους μετείχαν ψήφου, κρίσεως και αρχής. Την αίγλη του Κοινού των Αινιάνων, όπως και όλων των πολιτειακών συστημάτων των πόλεων-κρατών και Κοινών των Ελλήνων, έπληξαν δύο από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της αρχαίας Ελλάδας, ο Πελοποννησιακός πόλεμος και η ίδρυση της Ομοσπονδίας των Ελλήνων, οπότε και άρχισε η παρακμή τους, παρά την χρυσή σελίδα του ελληνισμού επί Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.χ.) συγκλόνισε εκ βάθρων τις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας, κατά τον Παυσανία, εύ την Ελλάδα βεβηκυίαν διέσεισεν εκ βάθρων. Ο Πολύβιος αναφέρει, ότι ο πόλεμος αυτός “επέσχεν εν τοις καθ ημάς καιροίς την Ελλάδα πάσαν απαιδία και συλλήβδην ολιγανθρωπία, δι ήν αί τε πόλεις εξηρημώθηκαν”. Η ίδρυση, εξάλλου, το 338 π.χ., στην Κόρινθο, της Ομοσπονδίας των Ελλήνων, υπό Μακεδονική κηδεμονία και η ανακήρυξη του Φίλιππου Β΄ ως στρατηγού-αυτοκράτορα των Ελλήνων, άρχισαν να περιορίζουν την απόλυτη αυτονομία της Αμφικτιονίας των Δελφών, της πολιτικής και θρησκευτικής ομοσπονδίας-ένωσης ελεύθερων πόλεων-κρατών της αρχαίας Ελλάδας. Ο Παυσανίας γράφει ότι, “ύστερον Φίλιππος ο Αμύντου σαθράν ήδη και ου παντάπασιν υγιή προσκατήρειψεν την Ελλάδα”.
Οι Αιτωλοί κατέστησαν το 279 π.χ. τους Αινιάνες υποτελείς τους, εξ αιτίας της βοήθειας που προσέφεραν στους επιδρομείς Γαλάτες, κατά τη μάχη Ελλήνων-Γαλατών, στις Θερμοπύλες. Οι Γαλάτες, αναφέρει ο Παυσανίας, “τους περί τον Σπερχειό οικούντας ζευγνύται τον Σπερχειόν επέταξαν, οι δε ήνυον το έργον σπουδή, επιθυμούντες τους βαρβάρους απελθείν εκ της χώρας, μηδε επί πλέον κακουργείν μένοντας”. Οι Αιτωλοί, συντρίβοντας τους Γαλάτες στα Κοκκάλια Ευρυτανίας, διέσωσαν την ελευθερία των Ελλήνων, όπως παλαιότερα εξίσου διέσωσαν την ελευθερία των Ελλήνων οι Αθηναίοι στην μάχη του Μαραθώνα.
Οι Ρωμαίοι το 146 π.χ. παρεχώρησαν στους Αινιάνες τα προνόμια της πολιτικής αυτονομίας και της διατήρησης του Κοινού τους και το 27 π.χ., οπότε έσβησε κυριολεκτικά η ελευθερία των Ελλήνων, κατήργησαν την αυτονομία και το Κοινό των Αινιάνων και υπήγαγαν τη χώρα τους στο Κοινό των Θεσσαλών και στη συνέχεια στην Αχαΐα, Ρωμαϊκή επαρχία της Νότιας Ελλάδας. “Τα μεν ούν άλλα σαφώς απαγγέλλειν ου πρέπει τας πόλεις”, αναφέρει, ο Πλούταρχος με θλίψη, για τα συμβάντα κατά την Ρωμαϊκή περίοδο. Στην κώμη Υπάτη οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν Φρουρά υπό Ανθύπατο και έκτοτε το Κοινό των Αινιάνων δεν αναφέρεται πλέον στην ελληνική ιστορία.
Οι Αινιάνες όμως διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο μεταξύ των ελληνικών φύλων και κατά τις επόμενες ιστορικές περιόδους. Η κώμη Υπάτη, μετέπειτα Πατρατζίκ, ήταν κατά τους Ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς χρόνους, καθώς και κατά την Τουρκοκρατία, μια μεγάλη εμπορική και διοικητική πόλη της Στερεάς Ελλάδας. Από το 54 μ.Χ., που ιδρύθηκε η Εκκλησία Υπάτης, ήταν η χώρα εν τη οποία διεδόθη το πρώτον ο Χριστιανισμός, αποτελέσασα οιωνεί τον πρωταρχικόν και θεμέλιον πυρήνα της περαιτέρω διαδόσεως του Χριστιανισμού εις την Στερεάν Ελλάδαν.
Το Κοινόν και οι Αινιάνες στην ιστορία.
Οι Αινιάνες δεν δημιούργησαν και δεν κατέλειπαν στη χώρα τους αξιόλογα μνημεία του τε λόγου και των τεχνών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Επί χίλια περίπου χρόνια διαδραμάτισαν στην Στερεά Ελλάδα σπουδαίο κυρίως πολιτικό ρόλο και κατεγράφησαν στην ελληνική ιστορία, ως λαός ειρηνικός και δημοκρατικός, κατά τε τας κώμας και το Κοινόν των, ως Κοινό, με ιδίαν υπόστασιν, ιστορικήν αυθυπαρξίαν και εξέλιξιν και με ιδίαν πολιτικήν αυτονομίαν και πολιτειακήν οργάνωσιν και ως μέλος ιδρυτικό των Αμφικτιονιών της αρχαίας Ελλάδας.