Χόμορη.

Το χωριό Χώμορη είναι κτισμένο στη μεσαία πλευρά του απόκρημνου ορούς Αρδίνη και κάτω από δασώδη λόφο σε έδαφος κατωφερές και με όψη αμφιθεατρική. Στη δυτική της πλευρά περνάει ο χείμαρρος Ποταμάκι ενώ στην ανατολική της πλευρά εκτείνονται οι λοφοσειρές της Παπαδιάς.
Απέχει εξήντα έξι (66) χιλιόμετρα από την Ναύπακτο και είναι ένα από τα πιο εύφορα χωριά της Ορεινής Ναυπακτίας και ίσως και το αρχαιότερο, αφού έκανε την εμφάνισή του στις αρχές του 17ου αιώνα. Μάλιστα από το έτος 1695 ως το 1775 στη Χώμορη υπήρχε έδρα Επισκοπής έχοντας στη δικαιοδοσία της την Δωρίδα και τους ορεινούς Δήμους της Ναυπάκτου, Επισκοπής που με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης έμεινε χωρίς Επίσκοπο. Από το οίκημα της Επισκοπής σώζονται σήμερα τα θεμέλια αυτής και παραπλεύρως αυτών σε οικία υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με το όνομα του Επισκόπου Γαβριήλ και το έτος 1750.
Το χωριό λέγεται ότι παλιότερα σε θεομηνία εγκαταλείφθηκε χωρίς να είναι εξακριβωμένο για το που κατέφυγαν οι κάτοικοι του ενώ γνώρισε την καταστροφή από πυρκαγιά τρεις φορές από τους Τούρκους με τελευταία αυτή που έγινε με την διέλευση του Σκόντρα Πασά κατά το έτος 1823 περίπου. Το χωριό Χώμορη λέγεται ότι αποτελείταν από 300 οικογένειες και αυτό αποδεικνύεται τόσο από το γεγονός ότι στη μεγαλύτερη δασώδη περιφέρεια της κοινότητας φαίνονται ακόμα και σήμερα οι ακαλλιέργητες εκτάσεις, ζαγάδες όσο και από τις υπάρχουσες διάφορες ονομασίες θέσεων και κτημάτων με ονόματα που σήμερα είναι ανύπαρκτα. Οι κάτοικοί του χωριού σήμερα είναι λιγοστοί και ασχολούνται κυρίως με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Το χωριό πανηγυρίζει την 26ην Ιουλίου, εορτή της Αγίας Παρασκευής.
Στη Χώμορη ανήκει και ο οικισμός της Αγίας Τριάδας με την περιοχή της, η οποία κατοικήθηκε όταν διαλύθηκε το μοναστήρι της Καββαδιώτισσας μετά την επανάστασή του 1821. Ο οικισμός της Αγίας Τριάδας είναι χτισμένος αμφιθεατρικά στους πρόποδες του όρους Ξεροβούνι μέσα σε δάσος δρυών και άλλων δέντρων, σε έδαφος εύφορο και σε υψόμετρο 500 μέτρων περίπου ενώ χαμηλότερα περνάει το ποτάμι ο Κότσαλος. Το κλίμα του είναι πολύ καλό με θερμό καλοκαίρι και μέτριο χειμώνα. Τα ήθη και έθιμα του οικισμού διαιωνίζονται μέχρι σήμερα από τους παλαιοτέρους και τους ηλικιωμένους αλλά και από τους λίγους μόνιμα κατοίκους του οικισμού και μεταφέρονται στους νεότερους, είτε με τη βοήθεια των κατοίκων, είτε με τη βοήθεια της «ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΑΗΤΡΙΑΔΙΤΩΝ - Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ» η οποία εδρεύει στην Αθήνα και έχει σαν σκοπό τη συνέχιση της παράδοσης του οικισμού με αποκορύφωμα το πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος.


ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ:

Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής:
Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που είναι και προστάτιδα του χωριού, βρίσκεται στο δυτικό άκρο σε υψηλό επίπεδο έδαφος με μεγάλη αυλή.

Η Παναγία της Καβαδιώτισσας:
Η Παναγία της Καβαδιώτισσας Στη Χώμορη, το Δεσποτοχώρι των Κραβάρων, στο νοτιοδυτικό άκρο και σε γραφικό λοφίσκο, κτίσθηκε το Μοναστήρι που αφιερώθηκε στην Κοίμηση της Θεοτόκου και σύμφωνα με κάποια παράδοση η εικόνα της Παναγίας ήλθε από το χωριό Καββαδά των Θεσσαλικών Αγράφων. Δεν αναφέρεται ο τρόπος και άρα παραμένει άγνωστο αν ήταν θαυματουργός ή αν την έφερε στο Μοναστήρι κάποιος από τους πλανόδιους Κραβαρίτες. Το Μοναστήρι είναι γνωστό και ως Παναγία της Καβαδιώτισσας ή Παναγία της Χώμορης. Ως πρώτος Επίσκοπος φέρεται ο Νεόφυτος Λιδωρικίου, ως δεύτερος ο Γαβριήλ Λιδωρικίου της Οικογενείας Λογοθεταίων και ως τελευταίος ο Διονύσιος, ο οποίος αφού έπεσε στη δυσμένεια του τυράννου Ιωαννίνων Αλί Πασά εγκατέλειψε την έδρα του και κατέφυγε στη Μολδοβλαχία όπου ο Αλί Πασάς απέστειλε πράκτορες του και τον δηλητηρίασαν. Έκτοτε και κατά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης ακόμα, την Επισκοπή δεν κατέλαβε άλλος Επίσκοπος και η Επισκοπή από τότε έμεινε χωρίς Επίσκοπο. Ο Καρκαβίτσας βέβαια μιλάει για οχτώ (8) Επισκόπους και ίσως να είναι αλήθεια. Πότε ιδρύθηκε το Μοναστήρι δεν είναι γνωστό αφού δεν διασώθηκαν πηγές που να το μαρτυρούν. Ακόμη και η κτητορική επιγραφή πλάκας που είναι εντοιχισμένη στο Ναό (στο Καθολικό) έχει πια φθαρεί και δεν είναι δυνατόν να μας βοηθήσει στον επακριβή προσδιορισμό ίδρυσης του. Η μόνη ένδειξη είναι η χρονολογία 1725 που υπάρχει σε εικόνα του τέμπλου του Μοναστηριού. Άγνωστα ακόμα είναι και τα ονόματα των κτητόρων. Κατά την τοπική παράδοση το Μοναστήρι στα χρόνια της ακμής του είχε 400 καλoγήρους. Κάπως βέβαια υπερβολικός ο αριθμός αλλά δείχνει τη σημαντική θέση της Καβαδιώτισσας στη λαϊκή ψυχή. Η όλη εγκατάσταση του Μοναστηριού απαρτιζόταν από καλύβες ή ανεξάρτητα κελιά και οι μοναχοί ζούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο και όχι σε κοινόβιο. Είναι εξακριβωμένο ότι ο παλιός ναός έπαθε ζημιές κατά τη διάρκεια της επανάστασης και ξανακτίσθηκε στα 1831. Μάλιστα ως με περηφάνια διασώζουν τ' αρχεία, ήταν ασβεστόκτιστος ενώ τα λοιπά κτίρια ήταν λασπόκτιστα. Από τις μοναστικές εγκαταστάσεις σήμερα διασώζονται ο Ναός (το Καθολικό) και το πλησίον αυτής Ηγουμενείο. Ο Ναός (το Καθολικό) είναι βασιλικού ρυθμού χωρίς τρούλο και διαστάσεις 10,30 Χ 6,30 και κτίστηκε με δαπάνη του Ηγουμένου του Μοναστηριού Κύριλλου. Το Ηγουμενείο που πρόκειται για οίκημα με εντυπωσιακό τρόπο δόμησης και στέγη από παραδοσιακή πλάκα κτίστηκε ως μαθαίνουμε από σχετική επιγραφή από τον Ηγούμενο Κύριλλο το 1815. Στο χώρο του Μοναστηριού στα 1834 εκτός από το Ναό και το Ηγουμενείο υπάρχει και η εικόνα της Παναγίας (Κοίμηση της Θεοτόκου) βυζαντινής τεχνοτροπίας. Η Μονή Kαβαδιώτισσα είχε μετόχι και στο συνοικισμό της Αγίας Τριάδας όπου υπήρχε η εκκλησία Αγία Τριάς της ενορίας Χώμορης και όπως λέγεται έμενε μεγάλος αριθμός μοναχών. Επίσης μετόχι είχε και στη θέση Βαρέντι όπου υπήρχε η εκκλησία Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Εκεί υπάρχει άμπλας όπου σήμερα σώζονται οι στέρνες από τις οποίες πότιζαν την καλλιεργήσιμη έκταση του μετοχίου οι μοναχοί που διέμεναν εκεί. Το Β.Δ. της 25ης Σεπτεμβρίου (7 Οκτωβρίου 1833) για τη διάλυση των Μονών προκάλεσε και τη διάλυση της Μονής της Παναγίας της Καβαδιώτισσας και ο τυπικός λόγος ήταν ότι είχε λιγότερο από έξι (6) μοναχούς. Κατά τον καιρό της διάλυσης μάλλον είχε τρείς (3) μοναχούς. Τα ιερά λείψανα, τα μετόχια και τα κτήματα της Μονής μεταφέρθηκαν στην ιερά Μονή Αμπελακιώτισσας ενώ οι ιερές εικόνες που έχουν αρχαιολογική αξία βρίσκονται ήδη στην Εκκλησία Kαβαδιώτισσα της Χώμορης. Στη Μονή Kαβαδιώτισσα υπάρχει σύμφωνα με αφήγηση του αποθανόντος Νικολάου Ανδρεοπούλου, πού γεννήθηκε το έτος 1829, η λειψανοθήκη μέσα στην οποία υπήρχαν λείψανα του Αγίου Χαραλάμπου και κατά τη διάλυση της Μονής ήλθε από την Μονή Προυσού μοναχός και παρέλαβε τη λειψανοθήκη και τα ιερά λείψανα και τα μετέφερε στον Προυσό. Το μοναστήρι που είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου γιορτάζει στις 15 Αυγούστου. Ο Ναός (το Καθολικό) προστατεύεται και συντηρείται από την ενορία της Χώμορης στην οποία ανήκει και από τον εφημέριο του χωριού, για να θυμίζει παλιές ημέρες έντονης θρησκευτικής και μοναστικής δράσης με την προστατευτική σκιά των Χωμοριτών επισκόπων.

Ιερός Ναός Αγίας Τριάδας:
Από ιστορικής άποψης στον οικισμό Αγίας Τριάδας πολύ λίγα γεγονότα είναι γνωστά. Οι ηλικιωμένοι θυμούνται ότι βρέθηκε πλάκα με βυζαντινά γράμματα στην οποία αναγραφόταν « Ιερά μονή Αγία Τριάς», ενδεικτικό της ύπαρξης μοναστηριού από όπου πήρε το όνομα του o οικισμός. Το μοναστήρι αυτό χτίστηκε επί βυζαντινών χρόνων όπου μόναζαν 40 μοναχοί και το φρουρούσαν 300 στρατιώτες. Τα βάθρα που βρέθηκαν μαρτυρούν τα πολλά κτίρια γύρω απ' αυτό. Μάλιστα στη θέση Μελισσοτόπι είχαν χώρο περιτοιχισμένο όπου εκτρέφονταν 1000 μελίσσια. Το μοναστήρι ήταν εστία συγκέντρωσης των οπλαρχηγών της Ναυπακτίας επί τουρκοκρατίας και με την καταστροφή του από τους Τούρκους μετά από πολλές μάχες οι μοναχοί κατέφυγαν άλλοι στη μονή Παναγίας της Καβαδιώτισσας στη Χώμορη και άλλοι στη μονή Κοζίτσας. Η παράδοση αναφέρει ότι στην τελευταία μάχη που έγινε στη θέση Τσιόκα, τραυματίστηκε θανάσιμα ο ταμίας του μοναστηριού και σε ερώτηση των μοναχών πού έχει τα χρήματα το μόνο που πρόλαβε να πει ήταν «Στην τρύπια κοτρόνα», η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί. Μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους από τον τουρκικό ζυγό όλη την περιουσία του μοναστηριού την πήρε το ελληνικό δημόσιο την οποία την ενοικίαζε. Το μοναστήρι ανοικοδομήθηκε πάλι από τον πολιτευτή Νικόλαο Καναβό και ο Μιλτιάδης Σκουφής, ομογενής από τη Ρουμανία που ασχολήθηκε με τον καλλωπισμό του μοναστηριού έχτισε τη βρύση στη θέση Κεφαλόβρυσο όπως είναι μέχρι σήμερα. Κατά καιρούς έχουν βρεθεί διάφορα αρχαία όπως πήλινα δοχεία, κύπελλα και ένα μεγάλο πήλινο πιθάρι πάχους 3 δακτύλων και χωρητικότητας 70 οκάδων.

Θέση Μάρμαρα:
Η θέση Μάρμαρα είναι επίπεδη και ευήλια λοφώδης θέση στα όρια του χωριού Χώμορης και Ελευθέριανης. Στη θέση αυτή οι χωρικοί βρήκαν πολλούς μαρμάρινους τάφους με διάφορα αρχαία κειμήλια.