Αμόρανη.

Καταφύγιο Ναυπακτίας...
Η παλιά Αμώρανη, η κατά τον Pouqueville πρωτεύουσα των Κραβάρων, με τον αριθμητικά μεγαλύτερο πληθυσμό της περιοχής, την εποχή της επανάστασης. Κανείς δε μπορεί να παραγνωρίσει τη σπουδαιότητα του χωριού από την επαναστατική ακόμη περίοδο, που ο Γάλλος περιηγητής κατέγραφε τα χωριά και τους οικισμούς της Ελλάδας, παρά το γεγονός, ότι η άποψη περί πρωτεύουσας έχει πλέον αμφισβητηθεί και γίνεται δεκτή μόνον εάν πιστέψουμε την εκδοχή περί ύπαρξης και χειμερινής πρωτεύουσας.
Το Καταφύγιο Ναυπακτίας είναι κτισμένο σε ύψος που ξεκινά από τα 600 και φτάνει τα 1000 μέτρα, στους ανατολικούς πρόποδες του Μακρύορου (ή Μακρυνόρους), που αποτελεί τη μία από τις τρεις νότιες διακλαδώσεις του όρους Παπαδιά (ή Μύηνος). Η σπουδαιότητά του, είναι εμφανής σε όλη την ιστορική διαδρομή της Ορεινής Ναυπακτίας.
Τόπος ιστορικός, καταγράφεται για πρώτη φορά σε τούρκικα τιμαριωτικά κατάστιχα των Κραβάρων στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, γεγονός που αποδεικνύει ότι το χωριό υπήρχε ήδη γύρω στο 1550 – 1570. Αναφέρεται επίσης και ως Αμούρανη, Αμόριανη (και στα Τούρκικα ως Omuryani ή Isproyani). Υπήρξε πάντοτε από τα πιο σημαίνοντα χωριά της περιοχής του.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, η θέση του (στη μέση περίπου της απόστασης από τη Ναύπακτο προς τη Λομποτνά) και το ορεινό του εδάφους (με την ύπαρξη πλείστων απόκρημνων σημείων προφύλαξης), το κατέστησαν πραγματικό καταφύγιο, αλλά και θέατρο μαχών.
Τον Οκτώβριο του 1822, στις θέσεις Γρηάς Ρέμα και Γρηάς Αλώνι οι Κραβαρίτες πολεμιστές κυνήγησαν και αποδεκάτισαν τα διερχόμενα από το ιστορικό Ζορμπά Χάνι τουρκικά στρατεύματα.
Στις 23 Απριλίου του 1825 έξω από την Αμώρανη λίγο πριν τη θέση Βράχια, οι επαναστάτες Κραβαρίτες απώθησαν τα στρατεύματα του Κιουταχή προς το όρος Παπαδιά σε μία μάχη που διήρκησε 15 ώρες. Δύο ημέρες μετά οι Τούρκοι πολιόρκησαν στην Παπαδιά τα στρατεύματα του Στρατηγού των Κραβάρων Σιαφάκα. Εκείνος κατάφερε να απωθήσει τους Τούρκους, σταματώντας την μέχρι τότε προέλασή τους αποκομίζοντας σημαντικά λάφυρα. Σημαντική ήταν η βοήθεια που προσέφεραν ο Καναβός και ο Φαρμάκης, οι οποίοι κυνηγώντας τους Τούρκους από την προηγούμενη μάχη τους επιτέθηκαν και από τα νώτα.
Τον Απρίλιο του 1827, η Αμώρανη πολιορκείτο και πάλι από τους Τούρκους. Οι Έλληνες ήταν οχυρωμένοι στο απέναντι βουνό έχοντας μπροστά τους τη μικρή κοιλάδα με την περίφημη βρύση της Παπαδιάς. Η μάχη ήταν σφοδρή και κράτησε δυο μέρες. Οι Τούρκοι έκαναν δέκα επιθέσεις και όλες αποκρούστηκαν, με τους Έλληνες να τους απωθούν τη δεύτερη μέρα και να τους κυνηγούν μέχρι την κορυφή του βουνού, προκαλώντας τους σημαντικές απώλειες.
Η Αμώρανη, μετονομάστηκε σε Καταφύγιο το 1928 και εξακολούθησε να παραμένει ένα από τα κεφαλοχώρια της περιοχής, ενώ το νέο του όνομα το οφείλει στο βραχώδες και απόκρυμνο έδαφος του και στο ότι υπήρξε πραγματικό καταφύγιο για τους σκλαβωμένους Έλληνες. Γύρω στο 1700 δύο οικογένειες κτηνοτρόφων μετοίκησαν στη δυτική πλευρά του Μακρυόρους και δημιούργησαν ένα μικρό συνοικισμό, το Γολέμι. Η ιστορική αυτή σχέση καθιστά έκτοτε το Γολέμι αναπόσπαστο τμήμα του Καταφυγίου.
Διοικητικά το Καταφύγιο από το 1836 έως το 1912 ανήκε στο Δήμο Αποδοτίας. Με το βασιλικό διάταγμα στις 31/08/1912 ΦΕΚ 261/Α/1912 αναγνωρίστηκε ως κοινότητα Αμώρανης. Σε κοινότητα Καταφυγίου μετονομάστηκε με το διάταγμα 09/09/1927 ΦΕΚ 206/Α/1927. Στην κοινότητα ανήκε και ο συνοικισμός Γολεμίου. Με την εφαρμογή του νόμου Καποδίστρια αποτελεί πλέον το Δημοτικό Διαμέρισμα Καταφυγίου του Δήμου Αποδοτίας και καταλαμβάνει έκταση 23.429 στρεμάτων, αποτελώντας το δεύτερο σε έκταση δημοτικό διαμέρισμα του νέου Δήμου. Στην απογραφή του 2001 καταγράφησαν 256 άτομα καθιστώντας το Καταφύγιο τρίτο σε πληθυσμό στην Αποδοτία και ένα από πιο ζωντανά χωριά της Ορεινής Ναυπακτίας. Ιστορικά οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία εκτρέφοντας σημαντικό αριθμό ζώων. Τη δραστηριότητα αυτή εξακολουθούν να ασκούν οι εναπομείναντες κάτοικοι μέχρι και σήμερα, διαθέτοντας το μεγαλύτερο αριθμό ζώων στο δήμο Αποδοτίας και διατηρώντας τις μεγαλύτερες βοσκοτοπικές εκτάσεις.
Πολλές από τις οικογένειες του επαναστατικού αγώνα, καθώς και των υπολοίπων αγώνων του ελληνισμού, στους οποίους οι Αμωρανίτες συμετείχαν ανελλειπώς, φθάνουν μέχρι τις μέρες μας. Ακόμη και σήμερα οι απόγονοι των τιμημένων αγωνιστών, εξακολουθούν να ζουν ή να επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής πολύ συχνά, για το αναγκαίο και ζωογόνο προσκύνημα στις ρίζες των προγόνων.
Το Καταφύγιο συνορεύει βόρεια με την Αναβρυτή, βορειοανατολικά με την Κεντρική και τον Ασπριά, νοτιοανατολικά με το Χρύσοβο, βορειοδυτικά με το Γαύρο και νοτιοδυτικά με το Ανθόφυτο.
Απέχει 33 χιλιόμετρα από τη Ναύπακτο και η πρόσβαση γίνεται με ασφαλτοστρωμένο δρόμο μέσω της διαδρομής Ναύπακτος – Ανθόφυτο - Γαύρος - Γολέμι – Καταφύγιο - Αναβρυτή. Ο επισκέπτης μαγεύεται από την αισθησιακή και απολαυστική διαδρομή μέσα στο πράσινο, όπου εναλλάσσονται η βελανιδιά, το πλατάνι, η καστανιά, που σε κάποια σημεία υπάρχουν όλα μαζί, δίνοντας ένα ξεχωριστό και μοναδικό χρώμα. Σε πολλά σημεία υπάρχουν φυσικές πηγές στολισμένες με πετρόκτιστες βρύσες έτοιμες να δροσίσουν τους ταξιδιώτες.
Το φυσικό περιβάλλον του Καταφυγίου, αποζημιώνει τον επισκέπτη και αναζωογονεί τους ντόπιους που ζουν ή επιστρέφουν στον τόπο αυτό. Το χωριό ορίζεται και προστατεύεται από 2 λόφους στις άκρες των οποίων δεσπόζουν τα εξωκλήσια του Αγίου Κωνσταντίνου και του Αγίου Αθανασίου. Το έδαφος του οικισμού χωρίζεται σε 4 τμήματα από 4 ισάριθμα ρέματα που ενώνονται κάτω από το χωριό. Η επιφάνεια του χωριού χαρακτηρίζεται για την κατωφέρειά της και είναι ευπαθής σε καθιζήσεις. Μία τέτοια καθίζηση του εδάφους, που σημειώθηκε το 1878, εξαφάνισε 25 κατοικίες. Στα ανώτερα στρώματα είναι κτισμένα τα σπίτια σε εδάφη κυρίως ασβεστολιθικά που είναι σταθερά, ενώ στα κατώτερα σημεία της πλαγιάς τα εδάφη συνήθως αποτελούνται από φλύσχη και προσχωσηγενή υλικά. Τα σπίτια και τα χωράφια ενισχύονται περιφερειακά με τοιχεία (δέματα) ώστε να επιτυγχάνεται η συγκράτηση του εδάφους. Τα πετρόκτιστα δέματα δημιουργούν τις πεζούλες οι οποίες καλλιεργούνται. Στις στενές αυτές λωρίδες γης καλλιεργούνται κηπευτικά, οπωροφόρα δέντρα και στις άκρες τους κλήματα που στηρίζονται πάνω στις φράκτες των κτημάτων αυτών. Ακόμη και σήμερα μπορεί να δει κανείς τις πεζούλες, τα βοσκοτόπια και τα μπαΐρια να στολίζουν τις πλαγιές.
Τα σπίτια του χωριού, σχεδόν στο σύνολό τους, παρουσιάζουν από τις πιο παλιές και απλές ως τις νεότερες και σύνθετες μορφές της λαϊκής (παραδοσιακής) αρχιτεκτονικής. Τα παλιά σπίτια είναι συνήθως χτισμένα με σχιστόλιθο, πέτρα σκληρή και άφθονη στην περιοχή. Σχιστολιθικές πλάκες, χρησιμοποιούνταν στα πρώτα σπίτια ακόμα και για τη σκεπή. Βασικό δομικό στοιχείο όλων των κτισμάτων είναι η πέτρα, και τα κύρια αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά φαίνεται να προσιδιάζουν με εκείνα του ηπειρώτικου σπιτιού. Πραγματικά, πολλά από τα κτίρια, και τα αρχοντόσπιτα, έχουν κατασκευαστεί από Ηπειρώτες μαστόρους. Στα σπίτια του Καταφυγίου είναι ακόμη και σήμερα εμφανείς οι φάσεις που διήνυσε το ρουμελιώτικο σπίτι, από την καλύβα στο στερφογάλαρο, το ντιβέτικο, το ανωκάτωγο και, τέλος, το τετράγωνο σπίτι με το σκεπασμένο χαγιάτι και το κατώι.
Περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους η Ορεινή Ναυπακτία και το Καταφύγιο δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Κρυστάλλινες πηγές, ρυάκια και αιωνόβια πλατάνια συνθέτουν το πολύχρωμο και πολύβουο σκηνικό. Σε πολλά σημεία η βλάστηση εμπλουτίζεται με καστανιές, αγριομηλιές και οξυές. Σκιά αδιαπέραστη και δροσιά πρωτόγνωρη είναι το αποτέλεσμα αυτού του φυσικού δημιουργήματος. Ακόμη και το ορεινό σκηνικό με τις πουρνάρες και τις ρίγανες που αγωνίζονται να ξεπεράσουν τη γύμνια της τιμημένης πέτρας του απόκρημνου βουνού, μαγεύει τον επισκέπτη, που όταν έρθει εδώ πολύ δύσκολα ξεχνά το πρώτο δέος που προκαλούν τα τιμημένα «Αμωρανίτικα Βράχια».
Αξίζει κανείς να διασχίσει το φαράγγι του Φονιορέματος, να επισκεφτεί τους παλιούς μύλους, τη φυσική πηγή στη Δέση, τα σπήλαια αλλά και τα 2 παραδοσιακά πετρογέφυρα τα οποία βρίσκονται σε γραφικές τοποθεσίες.
Το ένα από αυτά το Κεφαλογιόφυρο αποτελεί ένα εξαίρετο μνημείο γεφυροποιίας στις κλεισούρες του Μόρνου κάτω από το Καταφύγιο, το οποίο διατηρείται πολύ καλά από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Από το γεφύρι αυτό επικοινωνούσε η Δωρίδα με τη Ναυπακτία, ιδιαίτερα όταν ο Μόρνος κατέβαζε και ήταν αδιάβατος. Από αυτό πέρασαν και βρήκαν καταφύγιο στο κοντινό Μοναστήρι της Βαρνάκοβας οι διασωθέντες της ηρωικής Εξόδου του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826). Το γεφύρι, σύμφωνα με την παράδοση, είναι διπλά στοιχειωμένο. Τα δύο «στοιχειά», ο Αράπης από το ναυπακτιώτικο μέρος και η Μπελεσίτσα από το δωρικό, βοηθώντας το ένα το άλλο, καταφέρνουν αιώνες τώρα και προστατεύουν το γιοφύρι από το θυμό του Μόρνου.
Τέλος το Σπήλαιο της Δρακότρυπας στα σύνορα Καταφυγίου και Αναβρυτής αποτελεί πρόκληση για τους τολμηρούς υποψήφιους εξερευνητές. Το σπήλαιο βρίσκεται σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από το χωριό, κρυμμένο στο βάθος μιας κατάφυτης ρεματιάς. Πρόκειται για ένα αληθινό μνημείο της φύσης, το οποίο έγινε γνωστό το 1958. Άρχισε να εξερευνείται το 1969 και μέχρι σήμερα έχει εξερευνηθεί έκταση 1.100 σε μήκος διαδρόμων 500 μέτρων περίπου. Πρόκειται για καλλιτέχνημα της φύσης με λίμνες, υπόγειο ενεργό ποτάμι και πλήθος λαμπερών σταλαγμιτών και σταλακτιτών που δημιουργούν κάθε είδους σχέδια απαράμιλλης και ίσως μοναδικής για της Ελλάδα ομορφιάς.
Στο κέντρο του χωριού υπάρχει η πλατεία, στην οποία δεσπόζει ο Ιερός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με το χρυσοσκάλιστο ξύλινο τέμπλο. Στο κέντρο της πλατείας κυριαρχεί ο αιωνόβιος πλάτανος που σκεπάζει με τα κλαδιά του κάθε μάζωξη των Καταφυγιωτών.
Το χωριό γιορτάζει κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου, στη γιορτή της Παναγιάς, οπόταν και όλοι γυρνούν στον τόπο τους για το ετήσιο «Πανηγύρι».
Παράλληλα κάθε χρόνο την Κυριακή της Πεντηκοστής διοργανώνεται στην πλατεία το «Αντάμωμα των Απανταχού Καταφυγιωτών Ναυπακτίας», μία εκδήλωση αφιερωμένη στους υπέρ πίστεως, πατρίδος και βωμών πεσόντες του χωριού.
Δύο παραδοσιακά καφενεία υπάρχουν και λειτουργούν στην πλατεία, ενώ στη θέση Δέση υπάρχει σύγχρονος Ξενώνας με εστιατόριο.